Του Bret Swanson*
Χθες, ο Ανώτατος Δικαστής Clarence Thomas επανέλαβε τόσο την κριτική του έναντι της επίθεσης των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών στην ελευθερία του λόγου, όσο και την πρόσκλησή του για μια συνολική επισκόπηση του λόγου στην εποχή του διαδικτύου. Η σχετική υπόθεση ήταν η Joseph Biden v. Knight First Amendment Institute at Columbia University, που αφορούσε την δυνατότητα του τότε Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να μπλοκάρει χρήστες στο Twitter. Δεδομένης της αλλαγής της κυβέρνησης, το ανώτατο δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου (US Court of Appeals for the Second Circuit) ως άνευ περιεχομένου.
Ο Δικαστής Τόμας συμφώνησε με την απόφαση των συναδέλφων του να απορριφθεί η απόφαση του Εφετείου. Στην άποψή του όμως, για μια ακόμη φορά υποστήριξε ότι εμπλέκονται και μεγαλύτερα, πιο θεμελιώδη ζητήματα. Ο αριθμός των αποφάσεων που αφορούν τον λόγο στο διαδίκτυο και την ίση πρόσβαση αυξάνονται, αλλά δεν υπάρχει κάποιοι εμπεδωμένο δόγμα ή πλαίσιο γι’ αυτόν τον νέο κόσμο. Έγραψε ότι επειδή “η κύρια νομική δυσκολία που περιλαμβάνει τις ψηφιακές πλατφόρμες - δηλαδή ότι η εφαρμογή παλαιών δογμάτων σε νέες ψηφιακές πλατφόρμες είναι σπάνια εύκολη” πιθανότατα χρειαζόμαστε βαθύτερη ανάλυση από το ανώτατο δικαστήριο.
Ένα προφανές πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι οι ιδιωτική με τη δημόσια σφαίρα αλληλεπικαλύπτονται. Όταν ο Πρόεδρος Τραμπ έκανε ό,τι έκανε στο Twitter, ήταν άραγε “η κυβέρνηση” σε ό,τι αφορά την Πρώτη Τροπολογία; ίσως. Ίσως το γεγονός ότι μπλόκαρε κάποιους λογαριασμούς χρηστών παραβίασε τα δικαιώματά τους που πηγάζουν από την Πρώτη Τροπολογία να απευθύνονται στην κυβέρνηση. Στη συνέχεια όμως το Twitter αφαίρεσε τελείως τον λογαριασμό του Τραμπ από το Twitter, εμποδίζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από το επικοινωνούν μαζί του.
Ο Τόμας έγραψε:
“Οι σημερινές ψηφιακές πλατφόρμες παρέχουν χώρους για άνευ ιστορικού προηγουμένου όγκους λόγου, συμπεριλαμβανομένου και λόγου από φορείς της κυβέρνησης. Επίσης όμως άνευ προηγουμένου είναι η συγκέντρωση ενός τόσο μεγάλου όγκου λόγου στα χέρια κάποιων ιδιωτικών φορέων. Σύντομα δεν θα έχουμε άλλη επιλογή παρά να εξετάσουμε το πώς τα νομικά μας δόγματα εφαρμόζονται σε πολύ συγκεντρωτικές, ιδιωτικές υποδομές πληροφόρησης όπως οι ψηφιακές πλατφόρμες”.
Πρόκειται για ένα γνήσιο δίλημμα. Μολονότι ο Τόμας ξεκάθαρα ενοχλήθηκε με τη μεροληπτική συμπεριφορά των μεγάλων τεχνολογικών επιχειρήσεων, μπορεί να μην ξέρει ακριβώς ποια είναι η λύση. Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνος πιθανότατα δεν χαίρεται με την πιθανοτητα κρατικής ρύθμισης του λόγου ή των καινοτομικών κλάδων της οικονομίας.
Όπως επεσήμανα προηγουμένως, ο φίλος του Δικαστή Τόμας, Δικαστής Laurence Silberman της Περιφέρειας της Κολούμπια, ζήτησε επίσης μια επισκόπηση του λόγου στην εποχή του διαδικτύου. Ο Silberman προβληματίζεται από τη λογοκριτική συμπεριφορά που ακολουθούν οι πλατφόρμες τεχνολογίας και μέσων και πιστεύει ότι η υπόθεση New York Times v. Sullivan μπορεί να χρειάζεται αναθεώρηση. (Η απόφαση απαγόρευσε τους δημόσιους αξιωματούχους από το να κάνουν αγωγές για δυσφήμιση). Όπως όμως και ο Δικαστής Τόμας, παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.
Πρόσφατα ο Silberman υποστήριξε:
Δεν παίρνω θέση ως προς τη νομιμότητα της συμπεριφοράς των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών. Κάποιοι τονίζουν ότι αυτές οι εταιρίες είναι ιδιωτικές και συνεπώς δεν υπάγονται στην Πρώτη Τροπολογία. Όμως - ακόμη κι αν αυτό ισχύει - δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία για τις προκαταλήψεις των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών. Η Πρώτη Τροπολογία είναι κάτι παραπάνω από μια απλή νομική πρόβλεψη: ενσωματώνει την πιο σημαντική αξία της αμερικανικής δημοκρατίας. Η καταστολή του πολιτικού λόγου από μεγάλους θεσμούς με ισχύ στην αγορά είναι συνεπώς - και το λέω με προσοχή - θεμελιωδώς μη αμερικανική.
Όσοι δεν πιστεύουν ότι είναι κάτι σημαντικό, ή που υποστήριξαν τη ρύθμιση βάσει μιας αυστηρής διαδικτυακής ουδετερότητας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πρέπει να αναλογιστούν τα τελευταία γεγονότα υπό μια διαφορετική οπτική.
Φανταστείτε αν, τις τελευταίες εβδομάδες της προεδρικής εκλογής, η Comcast μπλόκαρε την πρόσβασή σας στους New York Times ή το CNN. Τι θα συνέβαινε αν η Verizon σας κατηύθυνε σε πληροφορίες για τον COVID-19 από το Imperial College of London και τον Παγκόσμιο Οργανισμό υγείας επιμένοντας ότι εναλλακτικές αναλύσεις για τον COVID-19 από το Στάνφορντ, το Χάρβαρντ και την Οξφόρδη ήταν “παραπληροφόρηση”; Ή και αυτό: Θα μπορούσε η AT&T να διαγράψει την Καμάλα Χάρρις από τα δίκτυά της - όχι μόνο τον λογαριασμό της αλλά και τη δημοσίευση της φωνής της από τρίτα πρόσωπα - επιτρέποντας ταυτόχρονα σε διακινητές ανθρώπων να χρησιμοποιούν τα δίκτυά της για να κανονίζουν τη λαθραία μετακίνηση παιδιών; Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες και οι πλατφόρμες των μέσων έχουν εμπλακεί σε καθεμιά από αυτές τις πρακτικές, αντιστρέφοντας την κομματική πόλωση.
Ο Κλάρενς Τόμας μπορεί να μη γνωρίζει ακόμη τη σωστή λύση. Αλλά θέτει τις κομβικά σημαντικές ερωτήσεις.
*Ο Bret Swanson είναι επισκέπτης ερευνητής στο American Enterprise Institute, με πεδία εστίασης την επίδραση της τεχνολογίας στην αμερικανική οικονομία, τις τηλεπικοινωνίες και τη ρύθμιση του διαδικτύου.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 6 Απριλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.