Γράφει ο Τζέιμς Πεθοκούκης
Σίγουρα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να εξηγήσει το παρακάτω διάγραμμα αποδίδοντάς το στη Μεγάλη Ύφεση και την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση.
Η απάντηση αυτή όμως, ενώ είναι αναγκαία δεδομένης της προφανούς συγκυρίας, δεν είναι πλήρης σύμφωνα με το άρθρο των Melissa Schettini Kearney, Phillip B. Levine, και Luke W. Pardue “The Puzzle of Falling US Birth Rates Since the Great Recession” (Ο γρίφος της μείωσης του ρυθμού γεννήσεων στις ΗΠΑ από τη Μεγάλη Ύφεση”. Η Μεγάλη Ύφεση συνέβαλε στη μείωση στο αρχικό μέρος αυτής της περιόδου, αλλά δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιον άλλο οικονομικό, πολιτικό ή κοινωνικό παράγοντα που άλλαξε από το 2007 και να ευθύνεται για μεγάλο μέρος της πτώσης πέρα από αυτό το σημείο” συμπεραίνουν οι ερευνητές.
Μια πιθανή εξήγηση: η “αλλαγή προτεραιοτήτων”, μια φράση που “συμπυκνώνει τις προτιμήσεις για την απόκτηση τέκνων, τις φιλοδοξίες ζωής, και τη φύση της ιδιότητας του γονέα μεταξύ άλλων πραγμάτων”. Πρόκειται για μια ευρεία εξήγηση, αλλά μια συγκεκριμένη πτυχή που υπογραμμίζουν οι ερευνητές είναι ο τρόπος με τον οποίο οι νέοι ενήλικες βλέπουν την πράξη της ανατροφής τέκνων έναντι των γονέων και των παππούδων τους. Παραθέτω από το άρθρο με δική μου έμφαση:
“Η ανατροφή τέκνων έχει γίνει πιο απαιτητική σε πόρους και χρόνο, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε πολλές άλλες χώρες με υψηλά εισοδήματα (Bianchi 2011; Kornrich and Frank Furstenberg 2013; Doepke and Zilibotti 2019). Η αλλαγή των κοινωνικών κανόνων ως προς την ένταση της ανατροφής τέκνων μπορεί να αλλάζει τις απόψεις των ανθρώπων ως προς τον αριθμό των τέκνων που θα αποκτήσουν ή ως προς το αν θα αποκτήσουν τέκνα. Αυτές οι αλλαγές είναι ιδιαίτερα κρίσιμες σε μια εποχή όπου οι γονείς, συμπεριλαμβανομένων και των μητέρων, εργάζονται περισσότερες ώρες εκτός σπιτιού, δημιουργώντας συγκρούσεις με τις φιλοδοξίες της σταδιοδρομίας τους ή την επιθυμία για περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Αυτή η ιδέα ενσωματώνει την επιλογή σε ένα πλαίσιο στάθμισης ποιότητας/ποσότητας, αλλά και υπογραμμίζει τις εξωγενείς παραμέτρους ή τις προσδοκίες ως προς το τι αναμένεται ή απαιτείται από γονείς.
Δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανόν οι φιλοδοξίες σταδιοδρομίας ή οι κοινωνικοί κανόνες ως προς την ανατροφή τέκνων να άλλαξαν ακριβώς το 2007 ή εκεί κοντά. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι γυναίκες που μεγάλωσαν τη δεκαετία του 1990 ήταν οι κόρες της γενιάς του 1970, και οι γυναίκες που μεγάλωσαν τις δεκαετίες του 1970 και 1980 ήταν οι κόρες της γενιάς του 1950 και του 1960. Φαίνεται πιθανό ότι αυτές οι πιο πρόσφατες γενιές γυναικών μεγάλωσαν με ισχυρότερες προσδοκίες να έχουν επιδιώξεις ζωής πέραν του ρόλου τους ως σύζυγο και μητέρας. Φαίνεται επίσης πιθανό ότι οι γενιές των νέων ενηλίκων που μεγάλωσαν κυρίως κατά τη δεκαετία του 1990 ή αργότερα - και έφτασαν στην κορύφωση των χρόνων τεκνοποιίας τους γύρω στο 2007 - γνώρισαν πιο εντατική ανατροφή από τους γονείς τους απ’ ό,τι όσοι μεγάλωσαν κυρίως στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Αυτοί οι ενήλικές θα έχουν μια διαφορετική εικόνα ως προς το τι σημαίνει η ανατροφή τέκνων. Υποθέτουμε ότι αυτές οι αλλαγές στη διαμόρφωση των φιλοδοξιών και των εμπειριών της παιδικής ηλικίας μπορούν ενδεχομένως να εξηγήσουν γιατί οι πιο πρόσφατες γενιές νέων γυναικών έχουν λιγότερα παιδιά απ’ ό,τι οι προηγούμενες γενιές.
Όμως, και τι μ’ αυτό; Γιατί θα πρέπει να μας νοιάζει η πτώση του ποσοστού γεννήσεων; Οι προτιμήσεις αλλάζουν. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Οι ερευνητές εξετάζουν διάφορους λόγους για τους οποίους πρέπει να μας νοιάζει η μείωση αυτή: α. Η αρνητική επίπτωση στην παραγωγικότητα, β. Η αστάθεια στη χρηματοδότηση προγραμμάτων για την τρίτη ηλικία και γ. Οι δυνατότητες περιβαλλοντικού οφέλους μέσω της μείωσης της επίπτωσης της ανθρωπότητας στο περιβάλλον. Και τι μπορεί να κάνει κανείς αν θέλει να αυξήσει τα ποσοστά γεννήσεων; Αυτό το έργο δεν είναι ούτε απλό, ούτε φτηνό:
“Οι πολιτικές υπέρ των γεννήσεων συνήθως καθιστούν ευκολότερη ή φτηνότερη την τεκνοποιία στις οικογένειες. Αυτό περιλαμβάνει μέτρα όπως επιδοτούμενους παιδικούς σταθμούς, πολιτικές για γονεϊκές άδειες, και επιδόματα τέκνου ή αντίστοιχες φορολογικές πιστώσεις. Πολλές χώρες εξετάζουν την εφαρμογή ή ήδη εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές: τα Ηνωμένα Έθνη αναφέρουν ότι ο αριθμός των χωρών που έχουν θέσει ως πολιτικό στόχο την αύξηση της γονιμότητας έχει αυξηθεί από τις 19 στις 55 κατά το διάστημα 1986-2015 (Sobotka et al. 2019).
Τα δεδομένα που αφορούν τις πολιτικές υπέρ των γεννήσεων που έχουν εφαρμοστεί και αποτιμηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες με υψηλά εισοδήματα καταδεικνύουν ότι αυτού του είδους οι πολιτικές οδηγούν σε μετριοπαθείς αυξήσεις των ποσοστών γεννήσεων βραχυπρόθεσμα, αλλά συνηθέστερα δεν οδηγούν σε διατηρήσιμα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων (Brainerd 2014; Lopoo et al. 2018; Sobotka, et al. 2019). Ο Stone (2020a) συμπεραίνει ότι μια πολιτική υπέρ των γεννήσεων μπορεί να κοστίζει 200.000 δολάρια ή και περισσότερα για κάθε επιπλέον βρέφος που γεννιέται. Η χρήση αυτών των πολιτικών προκειμένου να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ της τρέχουσας γονιμότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες και του επιπέδου αναπλήρωσης του πληθυσμού θα κόστιζε μεταξύ 250 δισεκατομμύρια και 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε νέες δαπάνες ετησίως - ένα απίστευτα μεγάλο ποσό”.
* Ο James Pethokoukis είναι αρθρογράφος και μπλόγκερ στο American Enterprise Institute (ΑΕΙ).
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Σεπτεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.