Γράφει ο Ρέινερ Ζίτελμαν
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός ευθύνεται για την κλιματική αλλαγή και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Ωστόσο, πολυάριθμες επιστημονικές μελέτες έχουν φτάσει σε ένα αναπάντεχο συμπέρασμα.
Κάθε χρόνο, το Heritage Foundation κατατάσσει τις χώρες ανά τον κόσμο βάσει της οικονομικής τους ελευθερίας στο πλαίσιο ενός είδους δείκτη καπιταλισμού. Η ανάλυση καταδεικνύει ότι οι πλέον οικονομικά ελεύθερες χώρες καταγράφουν και τις υψηλότερες επιδόσεις στον περιβαλλοντικό δείκτη ΕΡΙ του Yale με μέσο όρο 76,1 (σε κλίμακα 0-100), ενώ οι “ως επί το πλείστον ελεύθερες χώρες” έχουν μέσο όρο 70,2. Αυτές οι δύο ομάδες έχουν σημαντικό προβάδισμα έναντι των “μετρίως ελεύθερων” χωρών που καταγράφουν πολύ χαμηλότερες περιβαλλοντικές επιδόσεις (59,6). Οι χώρες που χαρακτηρίζονται από το Heritage Foundation ως είτε “ως επί το πλείστον ανελεύθερες” είτε “καταπιεσμένες” έλαβαν με διαφορά τις χειρότερες επιδόσεις στον Δείκτη Περιβαλλοντικής Επίδοσης (46,7 και 50,3 αντιστοίχως).
Οι ερευνητές του Γέηλ βρήκαν ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μόνο μεταξύ του δείκτη του Heritage Foundation και του δικού τους ΕΡΙ, αλλά και μεταξύ του ΕΡΙ και του Δείκτη Ease of Doing Business ο οποίος δημοσιεύεται κάθε χρόνο ως μέρος της Έκθεσης Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας και θεωρείται γενικώς ο πιο περιεκτικός και αξιόπιστος δείκτης παγκοσμίως ως προς την ευκολία επιχειρηματικής δράσης, με τις υψηλότερες επιδόσεις να σημαίνουν καλύτερες, συνήθως απλούστερες, ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις και ισχυρότερη προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τους ερευνητές του Γέηλ, ο συσχετισμός μεταξύ του Δείκτη Ease of Doing Business, τον οποίο χαρακτηρίζουν ως μέτρηση “οικονομικού φιλελευθερισμού” (δηλαδή, ενδείκτη του πόσο καπιταλιστική είναι μια οικονομία) και του ΕΡΙ είναι 0,72.
Το 2016, ερευνητές δημοσίευσαν μια μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό Sustainability που συμπεριλάμβανε μια εκτίμηση του συσχετισμού μεταξύ του ΕΡΙ και του Δείκτη Ελεύθερης Αγοράς (Open Market Index - OMI) τον οποίο συντάσσει το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce - ICC). Ο ΟΜΙ μετρά τον βαθμό που μια χώρα είναι ανοιχτή στο ελεύθερο εμπόριο και συνεπώς αποτελεί έναν σημαντικό ενδείκτη οικονομικής ελευθερίας. Οι ερευνητές βρήκαν έναν υψηλό βαθμό αλληλεπικάλυψης μεταξύ του δείκτη ΟΜΙ και το ΕΡΙ: 19 από τις 27 χώρες του ΟΜΙ με τις υψηλότερες επιδόσεις εμφανίζονται επίσης μεταξύ των καλύτερων 27 χωρών του ΕΡΙ. Η μελέτη κάλυψε συνολικά 75 χώρες, μεταξύ των οποίων και όλες τις χώρες των G20 και τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Από κοινού, αυτές οι χώρες αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 90% του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων. Οι ερευνητές συμπεραίνουν: “Είναι προφανές πως υπάρχει ένας ισχυρός συσχετισμός μεταξύ των επιδόσεων του ΟΜΙ και του ΕΡΙ, γεγονός που υποστηρίζει την υπόθεσή μας ότι χώρες με ανοιχτή οικονομία έχουν υψηλότερες επιδόσεις και σε ότι αφορά το περιβάλλον. Συνολικά, τα δεδομένα μας καταδεικνύουν ότι ο βαθμός ανοιχτότητας μιας οικονομίας συσχετίζεται με την περιβαλλοντική προστασία μιας χώρας.
Μια άλλη μελέτη με τίτλο “Is Free Trade Good for the Environment?” (Είναι το ελεύθερο εμπόριο καλό για το περιβάλλον;) από τους Antweiler, Copeland and Taylor, χρησιμοποιεί εξελιγμένα μαθηματικά μοντέλα για να εξετάσει τον συσχετισμό μεταξύ του ελεύθερου εμπορίου - ενός κρίσιμου χαρακτηριστικού του καπιταλισμού - και της περιβαλλοντικής μόλυνσης. Η μελέτη συμπεραίνει: “Οι εκτιμήσεις μας σχετικά με τις ελαστικότητες κλίμακας και τεχνικής καταδεικνύουν ότι αν η ανοιχτότητα στις διεθνείς αγορές αυξήσει τόσο την παραγωγή, όσο και το εισόδημα κατά 1%, οι συγκεντρώσεις μόλυνσης μειώνονται κατά περίπου 1%. Αν συνδέσουμε αυτόν τον υπολογισμό με τα προηγούμενα δεδομένα μας ως προς τα φαινόμενα σύνθεσης, θα φτάσουμε σε ένα κάπως αναπάντεχο συμπέρασμα - το πιο ελεύθερο εμπόριο είναι καλό για το περιβάλλον”.
Φυσικά, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι ο καπιταλισμός οδηγεί σε ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης των πόρων. Οι αναλύσεις όμως δείχνουν ότι σε ένα πρώιμο στάδιο οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας παρατηρείται ένα υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ενώ μετά από ένα κρίσιμο σημείο οικονομικής ανάπτυξης καταγράφεται μια σταδιακή μείωση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Επιπλέον, υπάρχουν δύο παρατηρήσεις από τον πραγματικό κόσμο που επίσης διαψεύδουν το επιχείρημα ότι η ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη αυτομάτως οδηγεί σε μεγαλύτερη περιβαλλοντική μόλυνση:
- Στις μη καπιταλιστικές χώρες η περιβαλλοντική υποβάθμιση αποτελεί ένα πολύ σοβαρότερο πρόβλημα απ’ ό,τι στις καπιταλιστικές.
- Ο συσχετισμός μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και αύξησης της κατανάλωσης πόρων γίνεται ακόμη πιο αδύναμος την εποχή της αποϋλοποίησης.
Βάσει πολυάριθμων σειρών δεδομένων, ο Andrew McAfee έχει καταδείξει το πώς η οικονομική ανάπτυξη έχει αποσυνδεθεί από την κατανάλωση πρώτων υλών. Τα δεδομένα για τις ΗΠΑ καταδεικνύουν ότι από 72 πρώτες ύλες μόνο 6 δεν έχουν ακόμη φτάσει το μέγιστο της κατανάλωσής τους. Μολονότι η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, η κατανάλωση πολλών εμπορευμάτων παρουσιάζει πτώση. Και τα αποτελέσματα αυτών των μελετών κινούνται στην ίδια κατεύθυνση: ο καπιταλισμός δεν είναι το πρόβλημα, αλλά η λύση - τόσο από οικονομικής, όσο και από περιβαλλοντικής σκοπιάς.
* Ο Rainer Zitelmann είναι ιστορικός και κοινωνιολόγος. Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Power of Capitalism.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Αυγούστου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.