Γράφει ο Σκοτ Σάμερ
Οι Αμερικανοί δεν δίνουν μεγάλη προσοχή στις πολιτικές εξελίξεις στον Καναδά, μολονότι ο Καναδάς είναι με διαφορά η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά των ΗΠΑ και από πολλές απόψεις η χώρα που μοιάζει με τις ΗΠΑ περισσότερο.
Με τις εκλογές να πλησιάζουν, το Συντηρητικό Κόμμα του Καναδά καταγράφει πρόσφατα άνοδο στις δημοσκοπήσεις. Ενδιαφέρον έχει μάλιστα πως το μήνυμά του φαίνεται να απευθύνεται σε ψηφοφόρους της εργατικής τάξης:
“Υπάρχουν πολλοί που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και τον O’Toole. Ευαγγελίζεται ένα πρόγραμμα προστατευτισμού, υπέρ της εργασίας με υψηλές δαπάνες που οι Συντηρητικοί δεν έχουν προτείνει εδώ και δεκαετίες. Για παράδειγμα, πέραν του ότι θέλει να βάλει εργάτες στα διοικητικά συμβούλια, θέλει και να αλλάξει τον εργατικό κώδικα για να ενισχύσει τα συνδικάτα και να βοηθήσει στην οργάνωσή τους...
Φαίνεται πως επωάζεται μια απογοητευτική εξέλιξη για τις επιχειρήσεις που προσπάθησαν σκληρά κατά την περίοδο που προηγήθηκε της εκλογικής εκστρατείας να καταστεί η ανάπτυξη και η παραγωγικότητα πολιτική προτεραιότητα. Αντί γι’ αυτό, τα δύο μεγάλα κόμματα φαίνεται να αντιγράφουν το αριστερόστροφο Νέο Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο υποσχέθηκε αυτή την εβδομάδα να περικόψει τους οικογενειακούς λογαριασμούς κινητής τηλεφωνίας κατά 1.000 δολάρια Καναδά (667 ευρώ) τον χρόνο”.
Μπορεί κανείς να διακρίνει παρόμοιες τάσεις και σε κάποιες άλλες δυτικές δημοκρατίες, κάτι που εγείρει διάφορα ενδιαφέροντα ερωτήματα όπως το γιατί συμβαίνει αυτό και το αν και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις ΗΠΑ θα γίνει κόμμα των εργατών.
Ανά την ιστορία, οι συντηρητικοί δεν συνδέθηκαν πάντα με το μικρό κράτος ή με φιλικές προς την αγορά πολιτικές. Σε πολλές χώρες μάλιστα, ο όρος “φιλελεύθερος” συνδέεται με οικονομικές απόψεις οι οποίες θα θεωρούνταν συντηρητικές στις ΗΠΑ. Υποθέτω ότι ο συσχετισμός του συντηρητισμού με το μικρό κράτος σχετίζεται κάπως με την άνοδο και την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού κατά το διάστημα 1917-1991. Όταν οι συντηρητικοί έβλεπαν τον κομμουνισμό ως τη μεγαλύτερη απειλή στον τρόπο ζωής μας, στρέφονταν αυτονοήτως σε αντιδιαμετρικά αντίθετες ιδεολογίες. Αυτό ενίσχυσε το κύρος ιδεολόγων της ελεύθερης αγοράς όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, και κατέστησε την ελευθεριακή (libertarian) πλευρά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ασύμμετρα επιδραστική κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η κυβέρνηση Ρήγκαν αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στο να εφαρμόσει φοροελαφρύνσεις και απορρυθμίσεις απ’ ό,τι στο να προαγάγει τον κοινωνικό συντηρητισμό.
Με την κατάρρευση του κομμουνισμού, ο συντηρητισμός εστίασε σε άλλα ζητήματα. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η ισλαμική τρομοκρατία έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός. Μετά όμως τις απογοητευτικές παρεμβάσεις σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής, πολλοί συντηρητικοί έχασαν την πίστη τους στη νεοσυντηρητική ατζέντα μιας έντονα παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής. Στο σημείο αυτό ο κοσμοπολιτισμός άρχισε ολοένα και περισσότερο να θεωρείται το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα. Κατά τρόπο ειρωνικό, η επιτυχία της νεοφιλελεύθερης επανάστασης την οποία προήγαγαν προσωπικότητες όπως ο Ρήγκαν και η Θάτσερ συνέβαλαν στη μεταμόρφωση των πολιτισμών μας κατά διάφορους τρόπους με τους οποίους οι συντηρητικοί δεν αισθάνονταν άνετα.
Οι πιο επιτυχημένες οικονομίες στράφηκαν ως επί το πλείστον προς μια μεταβιομηχανική δομή, όπου άνθρωποι με υψηλές δεξιότητες στις μεγαλουπόλεις εξήγαν αγαθά και υπηρεσίες που απαιτούσαν έναν υψηλό βαθμό εκπαίδευσης, και περισσότερα βασικά κατασκευασμένα αγαθά εισάγονταν από χώρες με χαμηλότερους μισθούς. Αυτές οι ίδιες μεγαλουπόλεις προσέλκυαν μετανάστες από ολόκληρο τον κόσμο, σε τέτοιο βαθμό ώστε μέρη σαν το Λονδίνο ολοένα και περισσότερο γεμίζουν με μετανάστες και τα παιδιά τους. Επίσης οι αστικές περιοχές υψηλής εκπαίδευσης τεινουν να απορρίπτουν το είδος εκείνο των παραδοσιακών αξιών που εκτιμούνται από πολλούς συντηρητικούς.
Εκ των προτέρων, δεν ήταν καθόλου σαφές το πώς αυτό θα εκφραστεί στο πλαίσιο της εκλογικής πολιτικής. Μπορεί κανείς να φανταστεί ένα διαφορετικό σενάριο όπου το βρετανικό Εργατικό Κόμμα θα γινόταν εχθρός της παγκοσμιοποίησης και θα συνέχιζε να υποστηρίζει τις πόλεις της εργατικής τάξης στον βορρά της Αγγλίας. Εντέλει, παραδοσιακά οι Εργατικοί έβλεπαν με σκεπτικισμό την ΕΕ, θεωρώντας την δούρειο ίππο του νεοφιλελευθερισμού. Αντί γι’ αυτό, οι Συντηρητικοί έγιναν το κόμμα του Brexit.
Στην Αμερική, ο Μπέρνι Σάντερς του 2016 ήταν ένα είδος μεταβατικής φιγούρας, επιφυλακτικός έναντι της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης, προσπαθώντας να βάλει στο προσκήνιο το μήνυμα ότι “όλες οι ζωές έχουν σημασία” που θα προσέλκυε λευκούς, μαύρους και ισπανόφωνους εργάτες. Οι Δημοκρατικοί όμως κινούνταν τότε σε διαφορετική κατεύθυνση, και εντέλει ο Σάντερς μετακινήθηκε στην κατεύθυνση αυτή. Ομοίως, οι προσωπικότητες των Ρεπουμπλικανών που υπερασπίζονται την παγκοσμιοποίηση και τη μετανάστευση όπως ο Τζεμπ Μπους διαπίστωσαν ότι το κόμμα τους είχε μετακινηθεί προς μια άλλη κατεύθυνση.
Τα πολιτικά κόμματα είναι πολύ περίπλοκες οντότητες, ιδίως σε ένα δικομματικό σύστημα όπως αυτό των ΗΠΑ. Αναγκάζονται να υιοθετήσουν στρατηγικές “μεγάλης τέντας” συμπεριλαμβάνοντας διάφορες ομάδες που δεν συμφωνούν ακριβώς μεταξύ τους σε κάθε επιμέρους ζήτημα. Η πρόκληση για τους Δημοκρατικούς είναι να διατηρήσουν τους ψηφοφόρους χαμηλού εισοδήματος και εκπαίδευσης προσελκύοντας ταυτόχρονα κοινωνικώς φιλελεύθερους υψηλής μόρφωσης. Η πρόκληση για τους Ρεπουμπλικανούς είναι να προσελκύσουν ψηφοφόρους εργατικής τάξης, διατηρώντας ταυτόχρονα πιο εύπορους ψηφοφόρους που έχουν μετοχές και συνεπώς επωφελούνται από το εμπόριο, την απορρύθμιση και τις εταιρικές φοροελαφρύνσεις.
Αν οι ψηφοφόροι με υψηλότερα εισοδήματα στις μεγαλοπούλεις συνεχίσουν να στρέφονται προς τους Δημοκρατικούς (κάτι που καθόλου δεν είναι βέβαιο), τότε οι Ρεπουμπλικανοί είναι πιθανό να απομακρυθούν από τη θέση τους υπέρ του μικρού κράτους του 20ου αιώνα. Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, περιμένω οι Ρεπουμπλικανοί να εστιάσουν περισσότερο στη μετανάστευση, την κριτική φυλετική θεωρία και την επίθεση στις τεχνολογικές εταιρίες περισσότερο από ό,τι στις εταιρικές φοροελαφρύνσεις και την κατάργηση του Obamacare. Περιμένω επίσης ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα έχει πρόβλημα να πείσει τους Δημοκρατικούς στις εύπορες περιοχές να αυξηθούν οι φόροι στους πλούσιους. Η πολιτική διαδικασία όμως είναι τόσο περίπλοκη που δεν έχω μεγάλη αυτοπεποίθηση ως προς την ικανότητά μου να προβλέψω πώς θα μοιάζουν τα δύο μεγάλα κόμματα το 2040. Σχεδόν τα πάντα είναι πιθανά.
Αυτό που ξέρω με βεβαιότητα είναι πως κανένα κόμμα δεν θα υπερασπιστεί με συνέπεια την “ελευθερία”. Σχεδόν κανείς δεν πιστεύει στην ελευθερία. Συνεπώς τα κόμματα θα εξετάζουν κάθε ζήτημα ξεχωριστά: Η ελευθερία στην υποβοηθούμενη από ιατρό αυτοκτονία; Στην πώληση νεφρών; Στο κάπνισμα κάνναβης; Στον τζόγο; Στην πορνεία; Στην πορνογραφία; Στην άμβλωση; Ελευθερία από τον κρατικό εμβολιασμό ή την υποχρεωτική μάσκα; Ελευθερία πώλησης μη εγκεκριμένων εμβολίων; Ελευθερία μετανάστευσης μεταξύ χωρών; Ελευθερία εμπορικών συναλλαγών με άλλες χώρες; Ελευθερία να έχει κανείς συντηρητικές απόψεις ενώ εργάζεται σε αριστερές φιλελεύθερες εταιρίες; Ελευθερία να γονατίζει κανείς κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου στους ποδοσφαιρικούς αγώνες;
Παρακαλώ μην αναφέρετε την ελευθερία όταν μιλάτε για την αμερικανική πολιτική σκηνή. Οι πολιτικοί που ευνοούν την ελευθερία είναι τόσο πολυπληθείς όσο και οι μονόκεροι.
* Ο Scott Sumner είναι οικονομολόγος, διευθυντής του προγράμματος νομισματικής πολιτικής στο Mercatus Center at George Mason University, ερευνητής στο Independent Institute και καθηγητής του Bentley University στο Waltham της Μασαχουσέτης.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 6 Σεπτεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.