Ο Wilhelm Röpke φαίνεται πως αναλογιζόταν τον θάνατο όταν έγραψε το A Humane Economy, που ήταν το τελευταίο του βιβλίο. Έγραψε στην αρχή του βιβλίου ότι ήταν «συνομίληκος» του εικοστού αιώνα, αλλά «δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα δει το τέλος του». Φαίνεται ότι ήθελε οι αναγνώστες του να αναλογιστούν και τους δικούς τους θανάτους. Ενώ όσοι είναι εξοικειωμένοι με τη σκέψη του Röpke θα είναι εξοικειωμένοι και με την έμφαση που δίνει στις ηθικές προϋποθέσεις της αγοράς, ίσως κάποιοι δεν έχουν προσέξει το επαναλαμβανόμενο θέμα της θνητότητας στο A Humane Economy. Ο Röpke δεν επιχειρηματολογούσε υπέρ κάποιας επίμονης, νοσηρής ενατένισης της θνητότητας. Ούτε αυτό το σύντομο δοκίμιο υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, επιδιώκω μόνο να επισημάνω κάτι που οι αναγνώστες του βιβλίου του Röpke μπορεί να είχαν χάσει μέχρι τώρα και να προτείνω ότι ο Röpke πίστευε ότι αυτό αξίζει την προσοχή μας.
Όταν πρωτοεμφανίστηκε το 1958, το A Humane Economy εκδόθηκε υπό τον τίτλο Jennets von Angebot und Nachfrage (Πέρα από την προσφορά και τη ζήτηση). Οι απαραίτητες προϋποθέσεις, υποστήριξε ο Röpke, για τη διαιώνιση της ελεύθερης αγοράς βρίσκονται «πέρα από την προσφορά και τη ζήτηση». Τα στοιχεία πέρα από την προσφορά και τη ζήτηση που κάνουν τη ζωή αξιόλογη τα χαρακτήρισε «ζωτικά πράγματα». Τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν όλα όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε: «Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με το ραδιόφωνο, τα αυτοκίνητα και τα ψυγεία, αλλά από ολόκληρο τον κόσμο που δεν αγοράζεται, πέραν των αριθμητικών δεδομένων της αγοράς και του κύκλου εργασιών, ζει από τον κόσμο της αξιοπρέπειας, της ομορφιάς, της ποίησης, της χάρης, του ιπποτισμού, της αγάπης και της φιλίας, τον κόσμο της κοινότητας, της ποικιλίας της ζωής, της ελευθερίας και της πληρότητας της προσωπικότητας». Δεν υπάρχει ελεύθερη επιχειρηματική δράση χωρίς ιδιοκτησιακά δικαιώματα, κράτος δικαίου και ελεύθερες τιμές, αλλά αυτά τα θεσμικά χαρακτηριστικά της ελεύθερης αγοράς εξαρτώνται από κάτι βαθύτερο – από μια πολιτιστική δέσμευση για ορισμένα ζωτικά πράγματα που έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις τιμές και τα οποία δεν μπορούν να έχουν καμία τιμή αγοράς.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη φράση στο βιβλίο - τα «ζωτικά πράγματα» - αναφέρεται σε όσα «δίνουν νόημα, αξιοπρέπεια και εσωτερικό πλούτο στη ζωή», ένας ορισμός που καθιστά περίεργη ίσως τη συμπερίληψη του ίδιου του θανάτου στον κατά τον Röpke κατάλογο των ζωτικών πραγμάτων. Η ίδια η λέξη «ζωτικά» το καθιστά περίεργο: ο θάνατος φαίνεται να είναι απαραίτητος για μια καλή ζωή. Γιατί αυτό;
Η πιο άμεση οικονομική συνέπεια της λήθης του θανάτου είναι ότι φαίνεται να διαβρώνει τους ηθικούς κανόνες που συντηρούν μια υγιή αγορά. Η διάσημη – ή περιβόητη – φράση του John Maynard Keynes ότι «μακροπρόθεσμα, είμαστε όλοι νεκροί», λέει ο Röpke, «αποκαλύπτει μια εντελώς μη αστική αδιαφορία για το μέλλον, η οποία έχει γίνει το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός συγκεκριμένου στυλ σύγχρονης οικονομικής πολιτικής και θέλει να μας παραπλανήσει ώστε να θεωρήσουμε αρετή το να δημιουργούμε χρέη και ως ανοησία να αποταμιεύουμε». Η καθυστερημένη ικανοποίηση γίνεται κάτι το σπάνιο και η ανυπομονησία γίνεται ο κανόνας.
Αντίθετα, ο Röpke γράφει ότι μια υγιής κοινωνία είναι αυτή στην οποία κάποιος επιδιώκει να «ζήσει τη ζωή του ως ένα συνεπές και συνεκτικό σύνολο που εκτείνεται πέρα από το θάνατο στους απογόνους του και όχι μια σειρά από σύντομες στιγμές απόλαυσης που ακολουθούνται από τους πονοκεφάλους του επόμενου πρωινού». Μια τέτοια κοινωνία ενσωματώνει ορισμένες ωφέλιμες συνήθειες όπως «η ατομική προσπάθεια και ευθύνη, οι απόλυτες νόρμες και αξίες, η ανεξαρτησία που βασίζεται στην ιδιοκτησία, τη σύνεση και την τόλμη, ο υπολογισμός και η αποταμίευση, η ευθύνη για τον προγραμματισμό της ζωής μας… μια αίσθηση της παράδοσης και της διαδοχής των γενεών σε συνδυασμό με μια ανοιχτόμυαλη θεώρηση του παρόντος και του μέλλοντος, η δυναμική σχέση μεταξύ ατόμου και κοινότητας, η σταθερή ηθική πειθαρχία, ο σεβασμός για την αξία του χρήματος [και] το θάρρος να παλεύει κανείς με τη ζωή και τις αβεβαιότητές της».
Μια όχι νοσηρή εμμονή με τον θάνατο, αλλά η πολιτιστική του συνειδητοποίηση φαίνεται να είναι ένα από εκείνα τα ζωτικά πράγματα που ενθαρρύνουν αυτές τις ωφέλιμες συνήθειες. Αλλά η γέννηση, η ασθένεια και τελικά ο θάνατος συχνά δεν λαμβάνουν χώρα πλέον στα μέρη που ζούμε, αλλά στα νοσοκομεία. Ο Ρόπκε κατέκρινε τα «μακρινά νεκροταφεία» ως «σωρούς ανθρώπινων απορριμμάτων… που απομακρύνθηκαν με σύνεση» από την καθημερινή ζωή. Ωστόσο, σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης Δύσης, με τις μικρότερες οικογένειες και το σύγχρονο φαινόμενο της πυρηνικής οικογένειας, πολλοί από εμάς βιώνουμε τον θάνατο σπανιότερα στα νεανικά μας χρόνια από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι στο παρελθόν. Επιπλέον, η κοινωνία μας μάς προφυλάσσει ευχάριστα από τον θάνατο με διάφορες περιφράσεις («έφυγε» / passed on) και με διάφορα μέσα αποστείρωσης της αγωνίας και της ταλαιπωρίας της ζωής (τα νεκροταφεία που «με σύνεση απομακρύνθηκαν χωρικά»).
Ως εκ τούτου, ο Röpke αντιτάχθηκε σε αυτό που ονόμαζε «ασυμμετρία της αγοράς» – δηλαδή, στην τάση της κοινωνίας της αγοράς να διοχετεύει τις δυνάμεις της αγοράς σε τομείς της ζωής που περιέχουν μια εγγενή καλοσύνη και που θα πρέπει να είναι ελεύθεροι από αυτές τις δυνάμεις. Τα ζωτικά πράγματα – αυτά τα πράγματα που υπάρχουν πέρα από την προσφορά και τη ζήτηση – συχνά αντιστέκονται στη νομισματική αποτίμηση και ως εκ τούτου ατροφούν ελλείψει μιας προσεκτικής διατήρησής τους. Η σωστή θεώρηση του νοήματος1` του θανάτου φαίνεται να είναι ένα τέτοιο στοιχείο.
Ο Bill Reddinger είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Regent University.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Δεκεμβρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.