Ένα από τα θαύματα της ανθρώπινης κοινωνίας είναι πώς ως άτομα του ανθρώπινου είδους βρήκαμε έναν τρόπο να συντονίζουμε τις δράσεις και να συνεργαζόμαστε χωρίς κανείς να βρίσκεται σε θέση ώστε να διατάσσει.
Υπάρχουν βεβαίως οι κυβερνήσεις, αλλά αυτές κερδίζουν τη νομιμοποίησή τους στον βαθμό που προστατεύουν τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και τα υπάρχοντα των ατόμων έναντι της βίας και της απάτης – και όχι με το να τους λένε τι να κάνουν για να αποκομίσουν τα προς το ζην. Από τη στιγμή που οι άρχοντες εμπεδώσουν την προστασία έναντι της βίας, η ασφάλεια της ιδιοκτησίας είναι το μόνο που χρειάζεται για να αναπτυχθεί μια οικονομία της αγοράς με μηχανισμό τιμών.
Ο μηχανισμός τιμών λέει στους οικονομικούς δρώντες όλα όσα χρειάζονται να ξέρουν για να επιδιώξουν τους σκοπούς τους. Η πληροφορία για τη σχετική χρησιμότητα και σπανιότητα των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών μεταδίδεται επαρκώς σε όσους συμμετέχουν στην αγορά μέσω των σημάτων που τους δίνουν οι τιμές των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών. Αν θέλω να μάθω πόσο πολύτιμη είναι για τους συνανθρώπους μου μια συγκεκριμένη υπηρεσία, το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να ελέγξω πόσα μπορώ να κερδίσω παρέχοντάς την - και το ίδιο ισχύει και για όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες.
Για περίπου δυόμισι χιλιετίες, οι ανθρώπινες κοινωνίες επωφελούνται από την ύπαρξη του θεσπισμένου χρήματος, ενός εργαλείου που διευκολύνει τον καταμερισμό της εργασίας και τη διάδοση των βασικών πληροφοριών που χρειάζονται τα άτομα στην οικονομία – των πληροφοριών που επιτρέπουν στα άτομα αυτά να δράσουν και στην κοινωνία να επωφεληθεί από τον εξορθολογισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων που επιφέρει ο καταμερισμός της εργασίας.
Βεβαίως, ακόμη και πριν την εισαγωγή του θεσπισμένου χρήματος, χρησιμοποιούνταν άλλες λύσεις ως μέσα ανταλλαγής, λογιστικές μονάδες ή αποθήκες αξίας. Ωστόσο, όλες αυτές οι λειτουργίες που συνδέουμε με το χρήμα έγιναν πολύ πιο προσιτές όταν εισήχθη στην κοινωνία το θεσπισμένο χρήμα. Κατά συνέπεια, η πολυπλοκότητα των κοινωνικών μας σχέσεων αυξήθηκε εκθετικά και το χρήμα εξελίχτηκε αντιστοίχως στη μορφή του που γνωρίζουμε σήμερα.
Η σημασία του χρήματος είναι τόσο μεγάλη ώστε οι κυβερνώντες εξαρχής αντιλήφθηκαν ότι το μονοπώλιο της προσφοράς χρήματος θα τους επέτρεπε να συγκεντρώσουν τεράστιες προσόδους, μακροπρόθεσμα μέσω του νομισματικού εισοδήματος (seignorage), και βραχυπρόθεσμα χειραγωγώντας την αξία του χρήματος σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης. Ωστόσο, η χειραγώγηση της αξίας του χρήματος, που συνέβαινε την εποχή των φυσικών νομισμάτων μέσω της υποτίμησης, και την εποχή του πλασματικού χρήματος συμβαίνει μέσω του πληθωρισμού, όσο καλή και αν είναι για τα ταμεία του κράτους, προκαλεί στρεβλώσεις στο σύστημα των τιμών που δίνουν έτσι λανθασμένες πληροφορίες στους οικονομικούς δρώντες και τους οδηγούν σε λάθη.
Επειδή ακριβώς το χρήμα εμπλέκεται στη συντριπτική πλειονότητα των συναλλαγών και είναι ένα απαραίτητο μέτρο της σχετικής σπανιότητας σε όλες τις συναλλαγές, η «τιμή του χρήματος» είναι μακράν η πιο σημαντική τιμή στην οικονομία.
Η «τιμή του χρήματος» είναι η αγοραστική δύναμη - είναι αυτά που μπορείτε να αποκτήσετε σε αντάλλαγμα των χρημάτων που διαθέτετε. Αυτή η τιμή απεικονίζει τη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης χρήματος. Όταν η προσφορά χρήματος μεταβάλλεται αναλόγως της ζήτησης του χρήματος, τότε η αγοραστική δύναμη του χρήματος παραμένει σταθερή - όταν αυτή η σχέση αλλάζει, τότε και η αγοραστική δύναμη αλλάζει αναλόγως.
Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι η αγοραστική δύναμη του χρήματος καθορίζεται «ενδογενώς», δηλαδή από μέσα από την αγορά, καθώς η κυβέρνηση αυτής της υποθετικής πολιτείας ακολουθεί μια μη παρεμβατική προσέγγιση ως προς την προσφορά χρήματος. Ακόμη κι έτσι, υπάρχουν δύο άλλες σχέσεις που καθορίζουν τη «τιμή του χρήματος» και λειτουργούν βασικές αναφορές για όλους τους συναλλασσόμενους: η τιμή του χρήματος διαχρονικά και η τιμή του χρήματος σε σχέση με τα νομίσματα άλλων κρατών. Μιλάμε με άλλα λόγια για τους τόκους και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Όπως και οι παράγοντες που προσδιορίζουν την αγοραστική δύναμη του χρήματος, έτσι και το επιτόκιο έχει ένα «φυσικό» ισοδύναμο, δηλαδή τη «χρονική προτίμηση» των οικονομικών δρώντων – δηλαδή, τον βαθμό στον οποίο οι συναλλασσόμενοι προτιμούν να διαθέσουν αγαθά τώρα σε σύγκριση με κάποια στιγμή στο μέλλον. Όσο πιο κοντά στο «φυσικό» επιτόκιο βρίσκονται τα πραγματικά επιτόκια «επί του χρήματος», τόσο πιο αποτελεσματική είναι και η κατανομή του κεφαλαίου στην κοινωνία.
Συνεπώς, αφού εμπεδωθεί η αγοραστική δύναμη του χρήματος, η πιο σημαντική τιμή στην οικονομία είναι το επιτόκιο ή, με άλλα λόγια, οι αλλαγές στην αγοραστική δύναμη του χρήματος μέσα στον χρόνο.
Η δεύτερη σημαντικότερη τιμή είναι η συναλλαγματική ισοτιμία. Το γιατί είναι εύκολο να κατανοηθεί. Κάθε πολιτικά οργανωμένη κοινωνία είναι ένα μικρό κλάσμα της παγκόσμιας οικονομίας. Μια μεσαίου μεγέθους χώρα όπως η Αργεντινή, για παράδειγμα, παράγει περίπου το 0,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Εάν δεν υπάρχει μια ελεύθερα διαμορφούμενη συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία να αντικατοπτρίζει την πραγματική προσφορά και ζήτηση του τοπικού νομίσματος σε σύγκριση με τα νομίσματα στον υπόλοιπο κόσμο, τότε διαστρεβλώνονται τα σήματα που αφορούν τη σχετική αξία των όσων παράγονται και καταναλώνονται εγχωρίως σε σχέση με το 99,5% του συνόλου των αγαθών που κατασκευάζονται στον κόσμο.
Οι πιθανότητες λάθους διαστρεβλώνονται αυτές οι πληροφορίες ως προς το τι συμβαίνει εκτός των συνόρων μιας χώρας είναι τεράστιες. Στην επόμενη ανάρτησή μου, θα αναφερθώ σχετικά στη σημερινή κατάσταση της Αργεντινής.
* Ο Leonidas Zelmanovitz, είναι διακεκριμένο στέλεχος του Liberty Fund, πτυχιούχος νομικής του Universidade Federal do Rio Grande do Sul στη Βραζιλία και διδάκτωρ οικονομικών του Rey Juan Carlos στην Ισπανία. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Φεβρουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.