Της Emily Schimelpfenig
Η εκλογή του Macron αρχίζει να δημιουργεί προβλήματα στην Ευρώπη και, ιδιαίτερα, στην Ιταλία. Μέχρι πριν από λίγες μέρες, η ιταλική κυβέρνηση ήλπιζε να αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών στο ναυπηγείο του Saint-Nazaire, ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Το ναυπηγείο του Saint-Nazaire, το οποίο ιδρύθηκε το 1955 μετά τη συγχώνευση της Ateliers et Chantiers de la Loire και της Chantiers de Saint-Nazaire Penho?t, εξαγοράστηκε το 2008 από τη νοτιοκορεατική βιομηχανική κοινοπραξία STX Corporation και έγινε μέρος της STX Europe, μιας θυγατρικής της STX Corporation. Μετά την εξαγορά αυτή, η γαλλική κυβέρνηση απέκτησε το 33,34% των μετοχών του ναυπηγείου. Ο Πρόεδρος Hollande, για να σώσει τα ναυπηγεία από τη χρεοκοπία σχεδίαζε να πωλήσει τις μετοχές της STX στην Fincantieri, την τέταρτη μεγαλύτερη ναυπηγική εταιρεία.
Αμέσως μετά τις εκλογές του Μαΐου, ο Πρόεδρος Macron αποφάσισε να ανακαλέσει τη συμφωνία και να ζητήσει από τους Ιταλούς την 50/50 μετοχική συμμετοχή στο ναυπηγείο. Ο Πρωθυπουργός της Ιταλίας κ. Gentiloni αμέσως απέρριψε την προσφορά, εξέλιξη που οδήγησε τον κ. Macron στην εθνικοποίηση του ναυπηγείου στις 27 Ιουλίου. Ενώ η γαλλική κυβέρνηση επιμένει ότι η εθνικοποίηση θα είναι προσωρινή, αυτή η κίνηση προκάλεσε απογοήτευση στην Ιταλία, όπου αυξάνονται οι φωνές ότι ο νέος Γάλλος Πρόεδρος απλώς πιέζει για νέες προστατευτικές πολιτικές. Οι Ιταλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η εθνικοποίηση του Saint-Nazaire έγινε πρωτίστως για να εμποδιστεί η Fincantieri από το αποκτήσει το 66,6% των μετοχών της STX. Άλλοι ανησυχούν ότι η Γαλλία θέλει να εμποδίσει την ενοποίηση της ευρωπαϊκής ναυπηγικής βιομηχανίας.
Τα τελευταία χρόνια, η Ιταλία άρχισε αδίκως να δυσπιστεί έναντι των εξαδέλφων της πέρα από τις Άλπεις. Αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μεγάλες γαλλικές εταιρείες έχουν αποκτήσει τον έλεγχο (ή σημαντικά μετοχικά μερίδια) σε διάφορους Ιταλούς ανταγωνιστές τους. Σύμφωνα με την Il Corriere della Sera, μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ιταλίας, από το 1996 μέχρι τις αρχές του 2017 οι γαλλικές επιχειρήσεις έκαναν εξαγορές στην Ιταλία συνολικής αξίας 101,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Από την Parmalat στην Edison, από τη Luxottica μέχρι την τράπεζα BNL, οι γαλλικές εταιρείες έχουν επενδύσει πολλά χρήματα στις μεγάλες ιταλικές επιχειρήσεις.
Ο Macron, μετά την απόφασή του να εθνικοποιήσει προσωρινά το ναυπηγείο του Saint-Nazaire, υποστήριξε ότι η επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας έχει ως στόχο να προστατεύσει τις θέσεις των 7.000 Γάλλων εργαζομένων. Σύμφωνα με την αρχική συμφωνία του κ. Hollande, κάποιες από αυτές τις θέσεις εργασίας θα πήγαιναν σε Ιταλούς εργαζομένους. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι 70% των Γάλλων πολιτών υποστηρίζει σήμερα την απόφαση του Macron.
Ο πραγματικός οικονομικός λόγος πίσω από την κίνηση του κ. Macron είναι ότι η ναυπηγική είναι μια πολύ επικερδής αγορά. Για παράδειγμα, μέσα στους επόμενους μήνες, το αυστραλιανό ναυτικό θα παραγγείλει 20 πολεμικά πλοία αξίας 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ το καναδικό ναυτικό να παραγγείλει 15 πολεμικά πλοία αξίας πάνω από 15 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τον Ιούλιο του 2016 η Fincantieri κατάφερε να κερδίσει τους Γάλλους ανταγωνιστές της και να διασφαλίσει μια παραγγελία αξίας 5 δισεκατομμυρίων ευρώ (καθώς και περίπου 10.000 θέσεις εργασίας) μόνο από το Κατάρ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περίπου 120.000 εργαζόμενοι απασχολούνται σε ναυπηγεία (εμπορικά και πολεμικά, κατασκευαστικά και επισκευαστικά) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο ναυπηγικός τομέας είναι σημαντικός είναι ότι συνδέεται με άλλους τομείς όπως οι μεταφορές, η ασφάλεια, η ενέργεια, η έρευνα και το περιβάλλον.
Οι Γάλλοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι η εθνικοποίηση της STX δεν σχετίζεται με την Ιταλία καθαυτή, αλλά οφείλεται σε μια ανησυχία για τις σχέσεις της Fincantieri με κινεζικές εταιρείες. Το ναυπηγείο του Saint-Nazaire είναι πολεμικό και εμπορικό ταυτόχρονα. Έτσι, η γαλλική κυβέρνηση πιστεύει ότι η Fincantieri μπορεί εντέλει να διαρρεύσει σημαντικές επιχειρηματικές πληροφορίες στους Κινέζους συνεταίρους της. Αυτό θα επέτρεπε στην Κίνα να έχει άμεση πρόσβαση στην προηγμένη γαλλική τεχνολογία και τεχνογνωσία. Αυτό με τη σειρά του θα επέτρεπε στις κινεζικές ναυπηγικές εταιρείες να ενισχύσουν την αυξανόμενη θέση τους στην αγορά και να πλήξουν τις γαλλικές επιχειρήσεις μέσω σκληρότερου ανταγωνισμού. Οι Κινέζοι θα είχαν ακόμη πρόσβαση σε πολύτιμα στρατιωτικά δεδομένα και προς το παρόν δεν είναι σύμμαχοι των Γάλλων. Επιπροσθέτως, συμβόλαια (και δουλειές) μπορεί να χάνονταν από το Saint-Nazaire (και πιθανώς από την Ευρώπη).
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι παρά την εκλογική πλατφόρμα του κ. Macron υπέρ της παγκοσμιοποίησης, ο νέος Γάλλος Πρόεδρος εξελέγη με μια εκστρατεία που υποσχόταν μια “προστατευτική Ευρώπη”. Αυτό το σχέδιο περιλάμβανε το αίτημα για έναν μηχανισμό εναντίον των ανεπιθύμητων εξαγορών από ξένους σε στρατηγικά σημαντικούς τομείς. Όπως υπογραμμίσαμε σε ένα πρόσφατο άρθρο, οι κινεζικές εταιρείες επεκτείνονται σήμερα με ραγδαίους ρυθμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, η πιθανότητα η Κίνα να αποκτήσει εμμέσως πρόσβαση σε μια ακόμη ευρωπαϊκή (και γαλλική) βιομηχανία θα μπορούσε να ενισχύσει τις προστατευτικές κινήσεις του κ. Macron.
Δουλεύει η ιδέα του Macron για την “προστατευτική Ευρώπη”; Ή μήπως είναι απλώς ένας πιο φιλικός τρόπος να ζητά μια βιομηχανική πολιτική τύπου “η Ευρώπη πρώτα”; Αντί να αποκλείονται οι κινεζικές εταιρείες από την Ευρώπη ή να εγείρονται νέα εμπόδια στο εμπόριο εναντίον του Πεκίνου, μια πολύ καλύτερη επιλογή για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα ήταν να ολοκληρώσουν την επενδυτική συμφωνία ΕΕ-Κίνας που ξεκίνησε στα τέλη του 2013 όσο το δυνατόν συντομότερα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το βασικό πρόβλημα ως προς τις ξένες επενδύσεις της Κίνας στην Ευρώπη αφορά την ανταποδοτικότητα, μολονότι η Κίνα κατέχει μόλις το 1% των μετοχών των ευρωπαϊκών άμεσων επενδύσεων. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα το γεγονός ότι και οι Κινέζοι αξιωματούχοι εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την έλλειψη εμπορικής ανταποδοτικότητας, ιδίως στον τομέα της Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Έτσι, μια συνολική επενδυτική συμφωνία που επιτρέπει στις ευρωπαϊκές εταιρείες να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση τις κινεζικές αγορές και αντιστρόφως θα ενίσχυσε εντέλει την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ και την επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και θα δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας.
Αν συνεπώς ο Macron πιστεύει ότι μπορεί να σώσει την Ευρώπη από τον λαϊκισμό πιέζοντας για σκληρότερη εμπορική άμυνα και αυστηρότερη επιλογή των κινεζικών επενδύσεων, κάποιος θα πρέπει να του θυμίσει ότι ένας εμπορικός πόλεμος με την Κίνα δεν είναι προς το συμφέρον καμίας ευρωπαϊκής χώρας. Ακόμη, δεδομένης της προθυμίας του Πεκίνου να ενισχύσει περαιτέρω τους εμπορικούς δεσμούς με την ΕΕ τις επόμενες δεκαετίες μέσα από το μεγάλο σχέδιο “Μια ζώνη, ένας δρόμος”, η προληπτική διατάραξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα να πλήξει τους Ευρωπαίους πολίτες.
--
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Αυγούστου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του European Policy Information Center και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.
Φωτογραφία SOOC