Γράφουν οι Peter Van Doren και David Kemp
Τα εσωτερικά έγγραφα του Facebook που δημοσιοποίησε η καταμαρτυρήτρια Frances Haugen και η επακόλουθη κατάθεσή της ενώπιον της Γερουσίας αναθέρμαναν τη συζήτηση σχετικά με τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες και τους αντιμονοπωλιακούς νόμους.
Τα τελευταία λίγα χρόνια, πολιτικοί που διαφέρουν μεταξύ τους όσο η γερουσιαστής Elizabeth Warren και ο πρώην Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχουν εκφράσει ανησυχίες για την υποτιθέμενη μονοπωλιακή ισχύ εταιριών όπως οι Facebook, Google, Amazon και Apple.
Κάποιοι ερμηνεύουν τις πληροφορίες που περιέχονται στα διαρρεύσαντα έγγραφα του Facebook ως ήττα της εταιρίας κοινωνικών μέσων στη μάχη της έναντι των αντιμονοπωλιακών ρυθμιστών.
Ένα άρθρο στο Politico αυτή την εβδομάδα τόνισε ότι «Τα έγγραφα του Facebook αποτελούν θησαυρό για τον αντιμονοπωλιακό πόλεμο της Ουάσινγκτον».
Ενώ τα μέσα συνδέουν τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες με κακές συμπεριφορές και προτείνουν την ανάληψη αντιμονοπωλιακών μέτρων ως μια λύση, τα ίδια τα έγγραφα δεν παρέχουν πολλές αποδείξεις ισχύος στην αγορά και βλάβης των καταναλωτών, στοιχεία κεντρικά για την αντιμονοπωλιακή πολιτική.
Στο τρέχον τεύχος του Regulation, o Jonathan Klick διαφωνεί με τη χρήση αντιμονοπωλιακών μέτρων εναντίον των τεχνολογικών εταιριών καθώς οι υπηρεσίες κοινωνικές δικτύωσης που προσφέρουν διατίθενται δωρεάν στους καταναλωτές.
Όπως έχει επισημάνει ο συνάδελφός μας Ryan Bourne, η αγορά του Facebook δεν είναι η κοινωνική δικτύωση, αλλά η διαφήμιση.
Και σε ό,τι αφορά την πώληση διαφημιστικού χώρου και τον ανταγωνισμό για την προσέλκυση της προσοχής των καταναλωτών, το Facebook αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό από άλλες εταιρίες, τεχνολογικές και μη, όπως οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές.
Αν η ισχύς στην αγορά σε ό,τι αφορά τη διαφήμιση δεν είναι το πρόβλημα, τότε πού εντοπίζεται αυτό; Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το μέγεθος και η θέση των τεχνολογικών εταιριών τους δίνει πλεονεκτήματα σε άλλες αγορές όπου εντάσσονται.
Οτιδήποτε αγγίζουν μετατρέπεται σε χρυσό. Όμως τα σχετικά άγνωστα Zoom και GoToWebinar κατέλαβαν περίπου το 60% της αγοράς τηλεσυσκέψεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ υπηρεσίες από τεχνολογικούς γίγαντες όπως το Microsoft Teams, το Amazon Chime και το Facebook Messenger απέτυχαν εντυπωσιακά μεταξύ των καταναλωτών.
Τι ισχύει όμως ως προς το επιχείρημα ότι το Facebook χρησιμοποιεί το «μονοπώλιό» του για να αποκτήσει πλεονέκτημα στις υπηρεσίες βίντεο και ανταλλαγής μηνυμάτων; Τα έγγραφα που διέρρευσαν απορρίπτουν ξεκάθαρα αυτές τις ανησυχίες.
Το Politico αναφέρει ότι ενώ το ιδιοκτησίας Facebook Instagram έχει εξαιρετικές επιδόσεις μεταξύ των εφήβων και των νέων ενηλίκων.
«Τα μόνα άλλα πεδία όπου άλλες εφαρμογές ξεπερνούν το Instagram και το Facebook είναι η ανταλλαγή μηνυμάτων και η διασκέδαση», όπως βρήκε η έρευνα.
Οι έφηβοι και οι νέοι ενήλικες είναι πιθανότερο να χρησιμοποιούν συνήθη μηνύματα (30%) ή Snapchat (24%) για την ανταλλαγή μηνυμάτων έναντι τόσο του Instagram όσο και του Facebook Messenger (από 14%), όπως βρήκε μια άλλη έρευνα. Όλες οι ηλικίες δήλωσαν ότι είναι πιθανότερο να παρακολουθήσουν βίντεο στο YouTube η το TikTok απ’ ό,τι στο Facebook ή στο Instagram.
Ο διάλογος σχετικά με τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες και την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία συχνά παραβλέπει τον ρόλο που διαδραματίζουν οι ιδιωτικές εταιρίες στην πολιτική πίεση για την εφαρμογή αντιμονοπωλιακών μέτρων ώστε να αυξηθεί η ζήτηση για τα δικά τους προϊόντα έναντι των ανταγωνιστών τους.
Στο τρέχον τεύχος του Regulation, ο Thomaw Lambert παρουσιάζει παραδείγματα αυτής της συμπεριφοράς.
Οι παραδοσιακές εφημερίδες βρίσκονται σε παρακμή γιατί δεν διαθέτουν πλέον τοπικά διαφημιστικά μονοπώλια. Οι δωρεάν υπηρεσίες ειδήσεων της Google και της Facebook χρησιμοποιούν «αποκόμματα» (snippets) από παραδοσιακές πηγές μαζί με συνδέσμους που οδηγούν στις πηγές εκείνες.
Μολονότι οι παραδοσιακές εφημερίδες θα μπορούσαν εύκολα να αρνηθούν την πρόσβαση, δεν το κάνουν καθώς αυτά τα ειδησεογραφικά αποκόμματα οδηγούν καταναλωτές στις αρχικές ιστοσελίδες τους. Αυτό που ζητούν είναι αποζημίωση.
Ο Lambert υποστηρίζει ότι η Ισπανία, η Γαλλία και η Αυστραλία υποχρεώνουν το Facebook να καταβάλλει τέλη αδειοδότησης για την υποστήριξη των παραδοσιακών ειδησεογραφικών οργανισμών καθώς οι τελευταίοι καλύπτουν τις πολιτικές εξελίξεις και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των εκλογικών αποφάσεων των πολιτών μέσω της ειδησεογραφικής κάλυψης.
Τα μέλη της κυβέρνησης προσφέρουν επιδοτήσεις με αντάλλαγμα την ευνοϊκή κάλυψη.
Η Epic Games που δημιούργησε το δημοφιλές βιντεοπαιχνίδι Fortnite, υποστηρίζει ότι τόσο η Apple όσο και η Google παραβιάζουν τους αντιμονοπωλιακούς νόμους υποχρεώνοντας όλες τις αγορές εφαρμογών να γίνονται μέσω των δικών τους καταστημάτων εφαρμογών.
Ο Lambert υποστηρίζει ότι ο λόγος για τη διαμαρτυρία της Epic είναι ότι θέλει η Apple και η Google να νομισματοποιήσουν τις πλατφόρμες τους κατά τρόπο πιο ευνοϊκό προς την Epic.
Σε μια πρόσφατη συνομιλία του στο Twitter με τον ιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της Epic, Τim Sweeny, εξηγεί:
«Οι δημιουργοί εφαρμογών όμως όπως η Epic θα ήθελαν να δουν την Apple να νομισματοποιεί τον έλεγχο της πλατφόρμας της με διαφορετικό τρόπο, καθώς το σύστημα που έχει επιλέξει η Apple (30% προμήθεια επί των πωλήσεων) αφαιρεί περισσότερα κέρδη από τις δημοφιλείς εφαρμογές και επιδοτεί τις νεοφυείς.
Αν επικρατήσει η Epic και επιβάλει στην Apple (1) να επιτρέψει τη διανομή εφαρμογών iOS εκτός του App Store και (2) να επιτρέψει την αγορά υπηρεσιών εντός των εφαρμογών που δεν εμπίπτουν στο μερίδιο εσόδων της Apple, η δύναμη αγοράς της Apple δεν θα μειωνόταν ούτε κατ’ ελάχιστο.
Η Apple θα συνέχιζε να χρεώνει «εξωανταγωνιστικές» τιμές για πρόσβαση στο iOS, καθώς ελέγχει το iOS. Απλώς, θα έπρεπε να το κάνει αυτό με έναν τρόπο που θα ευνοούσε την Epic εις βάρος δημιουργών λιγότερο δημοφιλών εφαρμογών, για παράδειγμα, χρεώνοντας όλους τους δημιουργούς για πρόσβαση στη Διεπαφή Προγραμματισμού Εφαρμογής (Application Programming Interface - ΑΡΙ).
Το τρίτο παράδειγμα του Lambert περιγράφει το ρόλο της ΙΒΜ και της Oracle στην πολιτική πίεση υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 230 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών (Telecommunications Act), το οποίο σήμερα εξαιρεί τις διαδικτυακές πλατφόρμες από νόμιμες ενέργειες για περιεχόμενο που δημιουργήθηκε από χρήστες.
Η Oracle και η ΙΒΜ ανταγωνίζονται με την Google και την Amazon στην παροχή υπολογιστικών υπηρεσιών νέφους, αλλά δεν διαθέτουν πλατφόρμες.
Συνεπώς πιέζουν για τις νομικές εκείνες αλλαγές που θα αυξήσουν το κόστος για την Google και την Amazon, οι οποίες θα πρέπει να ανησυχούν έτσι περισσότερο για το περιεχόμενο που παράγουν οι χρήστες.
Ακόμη, η ΙΒΜ πουλά προϊόντα λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης, μια εκδοχή του Watson που διαγωνίστηκε στο τηλεπαιχνίδι Jeopardy, που θα μπορούσαν να προσφέρουν συμμόρφωση με την «εύλογη φροντίδα» για τον έλεγχο και την εξάλειψη «παράνομου ή προσβλητικού» περιεχομένου από χρήστες.
Η Google και το Facebook δεν είναι πάντα τα θύματα. Και οι δύο εταιρίες ωφελήθηκαν από τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation - GDPR) της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2018.
Η ρύθμιση αυτή επέβαλε νέες υποχρεώσεις σε ό,τι αφορά τη χρήση πληροφοριών τρίτων χρηστών και την πώλησή τους για ψηφιακή διαφήμιση.
Τόσο η Google όσο και το Facebook αύξησαν το μερίδιο αγοράς τους στην ευρωπαϊκή δαπάνη ψηφιακών διαφημίσεων μετά την εφαρμογή του GDPR καθώς οι εταιρίες προτιμούν να συγκεντρώσουν τις διαφημιστικές τους δαπάνες σε εταιρίες που εμπιστεύονται ότι δεν θα παραβιάσουν τους κανόνες.
Και το GDPR κάνει δυσκολότερο σε τρίτα μέρη να συλλέγουν τις προσωπικές πληροφορίες που είναι τόσο πολύτιμες για τις στοχευμένες διαφημίσεις, συνεπώς οι ψηφιακές εταιρίες που έχουν άμεση σχέση με τους χρήστες μπορούν να αποκτήσουν τη συναίνεσή τους να χρησιμοποιούν τα δεδομένα τους. Η Google και το Facebook εξαρτώνται πολύ λιγότερο από δεδομένα τρίτων μερών.
Η αντιμονοπωλιακή πολιτική συχνά παρουσιάζεται ως η ευγενής προσπάθεια δημόσιων αξιωματούχων έναντι των σκοτεινών μηχανεύσεων των ισχυρών εταιριών. Στην πραγματικότητα, οι αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις είναι συχνά μια προσπάθεια κάποιων εταιριών να αποκτήσουν προνόμια στην αγορά έναντι άλλων εταιριών μέσω της πολιτικής διαδικασίας.
* Ο Peter van Doren είναι υπεύθυνος έκδοσης του τριμηνιαίου επιστημονικού περιοδικού Regulation και ειδικός σε θέματα ρύθμισης οικιών, γης, ενέργειας, περιβάλλοντος, μεταφορών και εργασίας. Ο David Kemp είναι βοηθός ερευνητής στο Cato Institute.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 29 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.