Του Daniel Freeman
Μετά από τρεις δεκαετίες σχετικής σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός επέστρεψε δυναμικά στις προηγμένες οικονομίες του κόσμου. Η τάση ξεκίνησε στις αρχές του 2021 και παρόλο που τα επίπεδα του πληθωρισμού φαίνεται να έχουν κορυφωθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, παραμένει ασαφές πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να επανέλθει η σταθερότητα των τιμών.
Ίσως τα πιο πιεστικά ερωτήματα που αντιμετωπίζουν οι οικονομολόγοι σήμερα είναι, πρώτον, γιατί ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε, και δεύτερον, τι πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Ως προς το πρώτο από αυτά τα ερωτήματα, έχει γίνει δημοφιλές να αποδίδεται από την αριστερά ο πληθωρισμός σε μεγάλες εταιρείες που χρησιμοποιούν πρόσφατα παγκόσμια γεγονότα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία ως μια δικαιολογία για να αυξήσουν τις τιμές – μια ιδέα γνωστή ως «πληθωρισμός απληστίας - greedflation». (Παραδόξως ίσως, οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας δεν αποδίδουν τις δεκαετίες σχετικά χαμηλού πληθωρισμού στον εταιρικό αλτρουισμό). Ως προς το δεύτερο ερώτημα, οι πολιτικές της δεκαετίας του εβδομήντα, όπως οι έλεγχοι τιμών, αρχίζουν να επιστρέφουν.
Το άρθρο του Willem Buiter στην πιο πρόσφατη έκδοση του Economic Affairs προσφέρει μια λιγότερο ηθικολογική εξήγηση της προέλευσης του πληθωρισμού, ενώ καλεί τους κεντρικούς τραπεζίτες να διδαχθούν από τις πολιτικές που πέτυχαν να μειώσουν τον πληθωρισμό στη δεκαετία του '80 αντί να μιμηθούν εκείνες που απέτυχαν τη δεκαετία του '70.
Η ανάλυση του Buiter για την προέλευση του πληθωρισμού επικεντρώνεται σε μια σειρά από κρίσεις στη ζήτηση, όπως οι πολιτικές τόνωσης που υιοθέτησαν όλες οι μεγάλες οικονομίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μαζί με κραδασμούς στην προσφορά, που περιλαμβάνουν μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις. Υποστηρίζει επίσης ότι τα νομισματικά κίνητρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν πολύ επιθετικά και συνεχίστηκαν για πάρα πολύ καιρό. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο Buiter επισημαίνει ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της FED συνέχισε να αγοράζει ομόλογα μέχρι τον Μάρτιο του 2022, περισσότερο από ένα χρόνο αφότου ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να αυξάνεται σταθερά.
Οι βραχυπρόθεσμοι κλυδωνισμοί στην προσφορά περιλαμβάνουν τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος έχει διαταράξει το εμπόριο ζωτικών εμπορευμάτων και τη στρατηγική Zero Covid της Κίνας, η οποία μείωσε την παραγωγή του μεγαλύτερου εξαγωγέα βιομηχανικών αγαθών στον κόσμο. Αυτά τουλάχιστον είναι παροδικά και ελπίζεται ότι έχουν ήδη ξεπεράσει τον αντίκτυπό τους στα μεγέθη του πληθωρισμού. Αλλά ο Buiter εντοπίζει επίσης μακροπρόθεσμες καθυστερήσεις στην προσφορά, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (και των κυβερνητικών προσπαθειών για τον περιορισμό της), της διαδικασίας αποπαγκοσμιοποίησης που προκύπτει από τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και, τέλος, της γήρανσης του πληθυσμού στις προηγμένες οικονομίες και πλέον ολοένα και περισσότερο και σε οικονομίες μεσαίου εισοδήματος. Αυτός ο τελευταίος παράγοντας όχι μόνο μειώνει την αναλογία εργαζομένων προς εξαρτώμενα άτομα, αλλά και την τάση για αποταμίευση, καθώς οι ηλικιωμένοι τείνουν να αποταμιεύουν λιγότερο από τα άτομα σε ηλικία εργασίας. Αυτοί οι παράγοντες συνδυαστικά σημαίνουν, κατά την άποψη του Buiter, ότι η εποχή στην οποία οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορούσαν να διατηρούν εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο του πληθωρισμού έχει παρέλθει οριστικά.
Ο Buiter προτείνει ότι μέρος της εξήγησης για την αδυναμία των κεντρικών τραπεζών να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό ήταν ότι ορισμένες από αυτές βρίσκονται σε μια κατάσταση δημοσιονομικής επικυριαρχίας την οποία ορίζει ως την κατάσταση «όπου η κεντρική τράπεζα αναγκάζεται να καθορίσει τα επιτόκια πολιτικής της, να χρηματοδοτήσει την κυβέρνηση και να εμπλακεί σε νομισματικές εκδόσεις με τρόπους που είναι ασυμβίβαστοι με την επιδίωξη της σταθερότητας των τιμών και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από δημοσιονομικά κριτήρια». Ουσιαστικά, η ονομαστική τραπεζική ανεξαρτησία δεν συνοδεύεται από μια κουλτούρα στην οποία οι τραπεζίτες είναι σε θέση να αντισταθούν στην πίεση των κυβερνήσεων να χρησιμοποιήσουν τα νομισματικά μέτρα με ακατάλληλο τρόπο.
Ο Buiter αναφέρει δύο περιπτωσιολογικές μελέτες καταστροφικών οικονομικών συνεπειών που προέκυψαν από αυτήν την κατάσταση. Η πρώτη είναι η Αργεντινή. Ο συγγραφέας αποδίδει την απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής να εγκαταλείψει τον στόχο της να φτάσει τον πληθωρισμό στο 5% έως το 2020 στην πίεση της κυβέρνησης και στη συνεχιζόμενη χρήση νομισματικών μέτρων που ανέρχονται σε πάνω από το 7% του ΑΕΠ για τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το χειρότερο και των δύο κόσμων, καθώς η κυβέρνηση συνέχισε να μην είναι σε θέση να αποφύγει την χρεοκοπία τον Μάιο του 2020, ενώ ο πληθωρισμός έκτοτε εκτοξεύτηκε πάνω από το όριο του 100%.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι η Σρι Λάνκα. Εδώ η κυβέρνηση, που υποφέρει από μια σοβαρή περίπτωση αφελούς λαφερισμού, προσπάθησε να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη περικόπτοντας τους ήδη χαμηλούς φόρους. Ωστόσο, όταν η προσδοκώμενη ανάπτυξη απέτυχε να πραγματοποιηθεί, η Κεντρική Τράπεζα της Σρι Λάνκα χρηματοδότησε το έλλειμμα μέσω δημιουργίας χρήματος - ουσιαστικά αγοράζοντας το δημόσιο χρέος. Αυτό αποδείχθηκε μη βιώσιμο καθώς ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε και τελικά οδήγησε σε χρεοκοπία και ανατροπή της κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2022 μετά από μια σειρά από μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους.
Αν και αυτά τα εφιαλτικά σενάρια προέρχονται από φτωχές και εύθραυστες οικονομίες, ο πειρασμός της δημοσιονομικής δέσμευσης επικρέμεται πάνω από πολλές κεντρικές τράπεζες και σε προηγμένες οικονομίες. Ο Buiter υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπήρξε ιδιαίτερα ευάλωτη στις πολιτικές πιέσεις, αλλά ότι ούτε η Τράπεζα της Αγγλίας ούτε η Fed είναι θωρακισμένες. Το επιχείρημά του δεν είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει ποτέ να αγοράζουν δημόσιο χρέος ή να δανείζουν στην κυβέρνηση, αλλά να είναι ικανές και πρόθυμες να πουν «όχι», εάν κάτι τέτοιο απειλεί τις εντολές τους για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Η πρόγνωση του Buiter είναι ζοφερή, σίγουρα περισσότερο από τα πρόσφατα συμπεράσματα της Σκιώδους Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν διατηρήσει τα επιτόκια πολύ χαμηλά για πάρα πολύ καιρό και από την πανδημία και μετά ήταν υπερβολικά πρόθυμες να συναινέσουν στην πίεση των κυβερνήσεων να χρησιμοποιήσουν νομισματικά μέτρα για τη χρηματοδότηση των δαπανών. Μας λένε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο επίπεδο του στόχου του, εκτός εάν τα επιτόκια αυξηθούν σημαντικά, εξέλιξη που με τη σειρά της θα προκαλέσει ύφεση. Εάν οι κεντρικές τράπεζες αναβάλουν αυτό το πικρό φάρμακο, το αποτέλεσμα θα είναι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό να μην εδραιώνονται καθώς οι εργαζόμενοι και οι παραγωγοί θα αναμένουν υψηλό πληθωρισμό για το άμεσο μέλλον και θα προσαρμόζουν ανάλογα τις απαιτήσεις τους για τους μισθούς και τις τιμές. Εάν συμβεί αυτό, η νομισματική σύσφιξη που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση της σταθερότητας των τιμών θα γίνει ακόμη πιο σκληρή και θα διαρκέσει περισσότερο.
Παρ’ όλο που δεν είναι μονεταριστής, εδώ ο Buiter απηχεί το επιχείρημα του Friedman ότι το φτηνό χρήμα σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τον αλκοολισμό: όταν προσπαθεί κανείς να απεξαρτηθεί, τα δυσάρεστα αποτελέσματα γίνονται αισθητά αμέσως ενώ τα οφέλη χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να φανούν. Αλλά τώρα, όπως και τότε, όσο περισσότερο καθυστερεί η θεραπεία, τόσο δυσκολότερος είναι ο δρόμος προς την ανάρρωση.
--
Ο Daniel Freeman είναι συνεργάτης του Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 19 Μαΐου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.