Γράφει ο Rainer Zitelmann
Ίσως, το σημαντικότερο και πιο αμφιλεγόμενο ερώτημα που αντιμετωπίζουμε στην ερμηνεία των οικονομικών ιδεών του Αδόλφου Χίτλερ είναι αυτό που αφορά τη σχέση που είχαν η οικονομία της αγοράς και τα στοιχεία της προγραμματισμένης οικονομίας στη θεώρησή του.
Στην πραγματικότητα, ως ένα βαθμό μπορούμε μόνο να υποθέσουμε τις πραγματικές απόψεις του Χίτλερ πριν από το 1933, καθώς κράτησε μυστικά τα σχέδιά του, κυρίως για να μην προκαλέσει τους επιχειρηματίες. Στις συνομιλίες του με τον Ότο Βάγκενερ, τον επικεφαλής του τομέα οικονομικής πολιτικής του NSDAP, ο Χίτλερ υπογράμμισε επανειλημμένα τη σημασία να μείνουν κρυφά τα οικονομικά του σχέδια. Τον Σεπτέμβριο του 1931, για παράδειγμα, είπε:
«Το συμπέρασμα είναι αυτό που έχω πει κατά καιρούς, ότι αυτή η ιδέα δεν πρόκειται να γίνει αντικείμενο προπαγάνδας, ούτε καν αντικείμενο της οποιασδήποτε συζήτησης, παρά μόνο μέσα στην πιο εσωτερική ομάδα μελέτης. Μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση μόνο όταν κρατάμε την πολιτική εξουσία στα χέρια μας. Και ακόμη και τότε θα έχουμε ως αντίπαλους, εκτός από τους Εβραίους, και όλη την ιδιωτική βιομηχανία, ιδιαίτερα τη βαριά βιομηχανία, καθώς και τους μεσαίους και μεγάλους γαιοκτήμονες και φυσικά τις τράπεζες».
Σε ομιλίες του προς βιομηχάνους πριν από το 1933, ο Χίτλερ παρουσιάστηκε ως υποστηρικτής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας - σε άλλες όμως ομιλίες του επιτέθηκε δριμύτατα στον καπιταλισμό. Συχνά είχε μια ευκαιριακή τακτική λέγοντας μόνο όσα ήξερε ότι ήθελε το κοινό του να ακούσει. Ένα πράγμα είναι ωστόσο σίγουρο: η κύρια πρόθεση του Χίτλερ ήταν προφανώς να συμβιβάσει τα πλεονεκτήματα των αρχών του ανταγωνισμού και της επιλογής (με την κοινωνικο-δαρβινιστική έννοια) με τα «πλεονεκτήματα» μιας κρατικά ελεγχόμενης οικονομίας.
Ενώ το κράτος έπρεπε να κατευθύνει την οικονομία σύμφωνα με την αρχή “το κοινό συμφέρον πριν από το ιδιοτελές” και να θέτει τους στόχους, δε σχεδίαζε την κατάργηση της αρχής του ανταγωνισμού εντός αυτού του πλαισίου, γιατί κατά την άποψη του, ήταν μια σημαντική πηγή οικονομικής ανάπτυξης και τεχνικής προόδου. Το σημαντικό πάντως ήταν ότι ο Χίτλερ δε συμμεριζόταν τις πεποιθήσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με τον οποίο το κοινό καλό προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των διαφόρων ιδιοτελών συμφερόντων.
Αυτό γίνεται σαφές σε μια ομιλία του Χίτλερ στις 13 Νοεμβρίου 1930:
«Σε όλες τις επιχειρηματικές δράσεις, σε όλη τη ζωή μάλιστα, θα πρέπει να καταργήσουμε την ιδέα ότι το ατομικό όφελος είναι το σημαντικότερο και από αυτό δημιουργείται το συλλογικό όφελος και συνεπώς το ατομικό όφελος και μόνο συνιστά το όφελος της κοινότητας. Το αντίθετο ισχύει: Το όφελος της κοινότητας καθορίζει το ατομικό όφελος. Το ατομικό κέρδος ζυγίζεται μόνο από το κέρδος της κοινότητας... Εάν αυτή η αρχή δε γίνει αποδεκτή, τότε αναπόδραστα θα αναπτυχθεί ένας εγωισμός που θα καταστρέψει την κοινότητα».
Ενόψει των επιτυχιών που επιτεύχθηκαν στη συνέχεια από τις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης, οι επιφυλάξεις του Χίτλερ ενάντια στον κρατικό σχεδιασμό της οικονομίας σταδιακά μειώθηκαν. Το πόσο σημαντικό θεωρούσε ο Χίτλερ το ζήτημα του κρατικά ελεγχόμενου προγραμματισμού της οικονομίας φαίνεται από το γεγονός ότι τον Αύγουστο του 1936 έγραψε προσωπικά ένα «Υπόμνημα για το Τετραετές Σχέδιο 1936». Σε αυτό το υπόμνημα εκφραζόταν ο θαυμασμός και ο φόβος του για το σοβιετικό σύστημα της σχεδιασμένης οικονομίας: «Η γερμανική οικονομία, ωστόσο, είτε θα μάθει να κατανοεί τα νέα οικονομικά καθήκοντα, είτε θα αποδειχθεί ανίκανη να συνεχίσει να επιβιώνει σε αυτούς τους σύγχρονους καιρούς κατά τους οποίους το σοβιετικό κράτος καταστρώνει ένα γιγάντιο σχέδιο».
Ο Χίτλερ ήταν πεπεισμένος για την ανωτερότητα του σοβιετικού συστήματος σχεδιασμένης οικονομίας έναντι του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως ένας ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ζήτησε και επέβαλε τόσο έντονα την επέκταση του κρατικού ελέγχου της οικονομίας και στη Γερμανία.
Ο Χίτλερ απέδιδε την επιτυχία της εθνικοσοσιαλιστικής οικονομικής πολιτικής πρωτίστως στον κρατικό έλεγχο της οικονομίας. Το αργότερο από το 1940, ο Χίτλερ γινόταν όλο και περισσότερο υπέρμαχος της κρατικής προγραμματισμένης οικονομίας – εν μέρει επειδή ήταν πεπεισμένος για την ανωτερότητα της Σοβιετικής Ένωσης και του οικονομικού της συστήματος. Στους μονολόγους που απηύθυνε προς τον στενό του κύκλο (γνωστοί ως «επιτραπέζιες συνομιλίες») στις 27-28 Ιουλίου 1941, ο Χίτλερ είπε ότι «Μια λογική αξιοποίηση των δυνάμεων ενός έθνους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια προγραμματισμένη από ψηλά οικονομία».
Περίπου δύο εβδομάδες αργότερα είπε: «Όσον αφορά τον προγραμματισμό της οικονομίας, είμαστε ακόμα στην αρχή και φαντάζομαι ότι θα είναι κάτι το υπέροχο να οικοδομήσουμε μια περιεκτική γερμανική και ευρωπαϊκή οικονομική τάξη». Η δήλωση ότι, όσον αφορά τον σχεδιασμό της οικονομίας, ήταν ακόμη στην αρχή είναι σημαντική γιατί δείχνει ότι ο Χίτλερ δε σκεφτόταν καθόλου να μειώσει την κρατική παρέμβαση – ούτε καν στη μετά τον πόλεμο εποχή – αλλά, αντίθετα, σκόπευε να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τα εργαλεία κρατικού ελέγχου της οικονομίας.
Στις 5 Ιουλίου του 1942, ο Χίτλερ εξέφρασε την άποψη ότι αν η γερμανική οικονομία ήταν σε θέση μέχρι τότε να αντιμετωπίσει αναρίθμητα προβλήματα «... αυτό εντέλει οφειλόταν επίσης στο γεγονός ότι η κατεύθυνση της οικονομίας είχε σταδιακά τεθεί υπό τον μεγαλύτερο έλεγχο του κράτους. Μόνο έτσι κατέστη δυνατό να επιβληθεί ο συνολικός εθνικός στόχος έναντι των συμφερόντων των μεμονωμένων ομάδων. Ακόμη και μετά τον πόλεμο δε θα μπορούσαμε να απαρνηθούμε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας, γιατί τότε κάθε ομάδα συμφερόντων θα σκεφτόταν αποκλειστικά την εκπλήρωση των δικών της επιθυμιών».
Η άποψη του Χίτλερ για το σοβιετικό οικονομικό σύστημα φαίνεται επίσης να άλλαξε από σκεπτικισμό σε θαυμασμό. Σε μια επιτραπέζια ομιλία στις 22 Ιουλίου 1942, ο Χίτλερ υπερασπίστηκε σθεναρά το σοβιετικό οικονομικό σύστημα, ακόμη και το λεγόμενο “Σύστημα Σταχάνοφ”, το οποίο ήταν “υπερβολικά ανόητο” να γελοιοποιηθεί: «Πρέπει να έχει κανείς ανεπιφύλακτο σεβασμό για τον Στάλιν. Με τον τρόπο του, ο τύπος είναι μια ιδιοφυΐα! Γνωρίζει πολύ καλά τα ιδανικά του, όπως τον Τζένγκις Χαν και ούτω καθεξής, και ο οικονομικός του σχεδιασμός είναι τόσο περιεκτικός που ξεπερνιέται μόνο από το δικό μας Τετραετές Σχέδιο. Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι δεν υπάρχουν άνεργοι στην ΕΣΣΔ, σε αντίθεση με τις καπιταλιστικές χώρες όπως οι ΗΠΑ».
Ο θαυμασμός του Χίτλερ για το σοβιετικό σύστημα επιβεβαιώνεται επίσης στις σημειώσεις του Wilhelm Scheidt, ο οποίος - ως βοηθός του «εκπροσώπου του Χίτλερ για τη στρατιωτική ιστορία» Walther Scherff και μέλος της ομάδας του Αρχηγείου του Führer - είχε στενή επαφή με τον Χίτλερ και μερικές φορές συμμετείχε ακόμη και σε ενημερώσεις. Ο Scheidt γράφει ότι ο Χίτλερ “προσηλυτίστηκε στον Μπολσεβικισμό”. Από τις παρατηρήσεις του Χίτλερ, λέει, θα μπορούσαν να προκύψουν οι ακόλουθες αντιδράσεις: «Πρώτον, ο Χίτλερ ήταν αρκετά υλιστής ώστε να είναι ο πρώτος που αναγνώρισε τα τεράστια εξοπλιστικά επιτεύγματα της ΕΣΣΔ στο πλαίσιο της ισχυρής, γενναίας και περιεκτικής οικονομικής οργάνωσης της.»
Ο Scheidt γράφει ότι υπό το πρίσμα αυτών των εντυπώσεων ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει και εκφράσει «την εσωτερική σχέση του συστήματός του με τον τόσο έντονα αντιτιθέμενο μπολσεβικισμό», και παραδεχόταν ότι «αυτό το σύστημα του εχθρού αναπτύχθηκε πολύ πιο ολοκληρωμένα και ευθέως. Ο εχθρός του έγινε το κρυφό του υπόδειγμα”. Η «εμπειρία της κομμουνιστικής Ρωσίας» και ιδιαίτερα η εντύπωση της υποτιθέμενης ανωτερότητας του σοβιετικού οικονομικού συστήματος, είχε προκαλέσει μια έντονη αντίδραση στον Χίτλερ και στον κύκλο των πιστών του: «Τα άλλα οικονομικά συστήματα φάνηκαν να μην είναι ανταγωνιστικά σε σύγκριση με αυτό». Σχετικά με την εντύπωση της ορθολογικής οργάνωσης της γεωργίας στην ΕΣΣΔ και των «τεράστιων βιομηχανικών εγκαταστάσεων που έδωσαν μια εύγλωττη μαρτυρία παρά την καταστροφή τους», ο Χίτλερ, λέει ο Scheidt, ήταν «ενθουσιώδης».
Ο Γερμανός δικτάτορας παραδέχτηκε κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας του με τον Μπενίτο Μουσολίνι στις 22 Απριλίου 1944, ότι είχε πειστεί: «Και ο καπιταλισμός έχει ολοκληρώσει την πορεία του, τα έθνη δεν ήταν πλέον πρόθυμα να τον υποστηρίξουν. Οι νικητές που πρόκειται να επιβιώσουν είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός – και ίσως ο μπολσεβικισμός στην Ανατολή».
Ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν πεπεισμένος, όπως τόνισε στην τελευταία του ραδιοφωνική ομιλία στις 30 Ιανουαρίου 1945, «ότι η εποχή του απεριόριστου οικονομικού φιλελευθερισμού είχε εκπνεύσει». Αυτές οι δηλώσεις του Χίτλερ από το 1935 έως το 1945, αλλά ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 και μετά, δείχνουν ότι είχε γίνει σφοδρός επικριτής του συστήματος της ελεύθερης επιχειρηματικότητας και ισχυρός υποστηρικτής του συστήματος της προγραμματισμένης, ελεγχόμενης από το κράτος οικονομίας.
Αυτό το δοκίμιο βασίζεται στο περιεχόμενο του νέου βιβλίου του Rainer Zitelmann, Hitler’s National Socialism.
*Ο Rainer Zitelmann είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Κοινωνιολογίας. Έχει γράψει 22 βιβλία. Έχει διδάξει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και υπήρξε επικεφαλής τομέα μιας μεγάλης γερμανικής εφημερίδας. Αυτό το άρθρο βασίζεται στο βιβλίο του The Power of Capitalism.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Φεβρουαρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του CapX.co και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.