Του Kristian Niemietz
Η Βενεζουέλα “αντιμετωπίζει προβλήματα” γιατί η χώρα πήρε μια “λάθος στροφή”, δήλωσε ο σκιώδης Υπουργός Εθνικής Οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου John McDonnell. Είναι μάλλον μια επιεικής διατύπωση, αλλά υποθέτω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε μ' αυτή.
Η διάγνωση όμως του McDonnell ως προς το τι ακριβώς ήταν αυτή η “λάθος στροφή” ήταν δημιουργική:
“Δεν πιστεύω ότι υπήρξε σοσιαλιστική χώρα. Πήρε μια λάθος στροφή όταν έφυγε ο Τσάβες και πιστεύω ότι δυστυχώς έκτοτε δεν ακολουθούν τις σοσιαλιστικές πολιτικές που ανέπτυξε ο Τσάβες. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν”.
Δυστυχώς, ο δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη δεν πίεσε τον McDonnell να γίνει λίγο πιο συγκεκριμένος ως προς την αξίωσή του αυτή. Ποιες από τις “σοσιαλιστικές πολιτικές που ανέπτυξε ο Τσάβες” εγκαταλείφθηκαν, διακόπηκαν ή ανετράπησαν από την κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο; Μήπως ο Μαδούρο ιδιωτικοποίησε εκ νέου επιχειρήσεις που είχαν κρατικοποιηθεί; Μήπως ήρε κάποιους από τους ελέγχους των τιμών που είχε επιβάλει ο Τσάβες; Μήπως έδειξε επιείκεια στον ιδιωτικό τομέα; Ποια ήταν η δραστική αλλαγή πολιτικής που έκανε τον McDonnell να αναστρέψει την κρίση του ως προς τη Βενεζουέλα, ένα μοντέλο το οποίο επαινούσε ως τον “σοσιαλισμό στην πράξη” μόλις πριν από τέσσερα χρόνια;
Φυσικά δεν υπήρξε καμία πολιτική αλλαγή. Ο Μαδούρο ποτέ δεν υπήρξε μια αυτόνομη πολιτική προσωπικότητα. Πάντα, πρώτα και κύρια, ήταν ένας πιστός του Τσάβες, και ακολουθεί σήμερα “τις πολιτικές που ανέπτυξε ο Τσάβες” μέχρι κεραίας. (Πράγμα που γνώριζε ο Τσάβες, γι' αυτό άλλωστε και τον όρισε διάδοχό του εξαρχής).
Πότε όμως πήρε η Βενεζουέλα τη λάθος στροφή; Πώς γίνεται και η κάποτε πλουσιότερη χώρα της νότιας Αμερικής να έχει καταλήξει σ' αυτή την αποτυχία;
Ενώ το φταίξιμο ανήκει όντως στον Τσάβες, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ο Τσαβισμός δεν αναδύθηκε ξαφνικά από το πουθενά. Οι σπόροι υπήρχαν από πριν. Πάρτε για παράδειγμα την παρακάτω περιγραφή:
“Οι νέοι ηγέτες της Βενεζουέλας επικεντρώθηκαν στη βιομηχανία πετρελαίου ως την κύρια πηγή χρηματοδότησης των μεταρρυθμιστικών οικονομικών και κοινωνικών τους πολιτικών. Χρησιμοποιώντας έσοδα από το πετρέλαιο, η κυβέρνηση παρενέβη σημαντικά στην οικονομία. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το ζήτημα της γενικής κοινωνικής μεταρρύθμισης ξοδεύοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στην εκπαίδευση, την υγεία, τον εξηλεκτρισμό, το πόσιμο νερό και άλλους βασικούς στόχους.
Η αύξηση των δημόσιων δαπανών εκφράστηκε κυρίως με την επέκταση της γραφειοκρατίας. Το κράτος δημιούργησε εκατοντάδες νέες κρατικές επιχειρήσεις και αποκεντρωμένους φορείς καθώς ο δημόσιος τομέας ανέλαβε τον ρόλο της κύριας μηχανής της οικονομικής ανάπτυξης. Πέρα από την ίδρυση νέων επιχειρήσεων σε τομείς όπως οι εξορύξεις, τα πετροχημικά, και η υδροηλεκτρική ενέργεια, το κράτος εξαγόρασε και πρώην ιδιωτικές”.
Το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί περιγραφή των πεπραγμένων στα χρόνια του Τσάβες. Όμως είναι στην πραγματικότητα μια περίληψη των όσων συνέβησαν τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Σ' εκείνα ακριβώς τα χρόνια, όταν η χώρα είχε πλημμυρίσει με χρήματα από το πετρέλαιο, η οικονομία της Βενεζουέλας έγινε οικονομία πατρωνίας και το κράτος της Βενεζουέλας έγινε κράτος προσοδοθηρίας. Φανταστείτε την Ελλάδα της δεκαετίας του 1980, ενισχυμένη με πετροδολάρια.
Επρόκειτο για ένα μοντέλο που οικοδομήθηκε πάνω στις υψηλές και τις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου. Όταν οι τιμές του πετρελαίου έφτασαν στο υψηλότερο σημείο τους στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και ξεκίνησε τότε μια μακρά περίοδος σταθερής μείωσής τους, το πάρτυ τελείωσε. Η Βενεζουέλα συνέχισε να είναι μια πλούσια χώρα, αλλά η οικονομική της απόδοση έγινε ασταθής. Το κράτος προσπάθησε να διατηρήσει τα υψηλά επίπεδα δημόσιων δαπανών στα οποία είχε συνηθίσει ο πληθυσμός καταφεύγοντας στον δανεισμό και το τύπωμα χρήματος. Μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του 1980 και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από λιγότερο του 30% του ΑΕΠ σε περίπου 70%, και ο πληθωρισμός αυξήθηκε από περίπου 10% σε άνω του 60%.
Διαδοχικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτές τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, αλλά το βρήκαν πολιτικώς αδύνατο. Ξεκίνησαν προγράμματα προσαρμογής, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν.
Σ' αυτές ακριβώς τις συνθήκες γεννήθηκε ένας ιδιόμορφος αριστερός λαϊκισμός, του οποίου ο Τσαβισμός έγινε η πιο ακραία εκδοχή. Και οι δύο προκάτοχοι του Ούγκο Τσάβες είχαν αντιταχθεί στον “νεοφιλελευθερισμό” (δηλαδή, στα οικονομικά), και είχαν υποσχεθεί την επιστροφή στις παλιές μέρες των ανεξέλεγκτων δαπανών του 1970. Μόλις εξελέγησαν, και οι δύο έπρεπε να κάνουν μια στροφή 180 μοιρών.
Αν οι τιμές του πετρελαίου είχαν παραμείνει σταθερές μετά την εκλογή του Τσάβες το 1998, η προεδρία του μπορεί να είχε ακολουθήσει το ίδιο μοτίβο: κάποιες αρχικές λαϊκιστικές κορώνες, και στη συνέχεια μια στροφή 180 μοιρών με αντιδημοφιλείς περικοπές δαπανών και μέτρα προσαρμογής. Λίγο μετά, θα είχε αναδυθεί ο επόμενος λαϊκιστής, ο οποίος θα κατήγγελε τον Τσάβες ως ξεπουλημένο στον νεοφιλελευθερισμό.
Ο Τσάβες όμως ήταν τυχερός. Η ορκωμοσία του συνέπεσε με την αρχή μιας χωρίς προηγούμενο κούρσας των τιμών του πετρελαίου, που θα κρατούσε για περίπου 15 χρόνια.
Για μια ακόμη φορά, η Βενεζουέλα πλημμύρισε με χρήματα από το πετρέλαιο. Το εισόδημα από πετρέλαιο υπερπενταπλασιάστηκε σε πραγματικούς όρους, και οι κρατικές δαπάνες εκτοξεύθηκαν από κάτω του 30% του ΑΕΠ σε άνω του 40%. Οι καλές εποχές είχαν επιστρέψει.
Κατά την πρώτη θητεία του Τσάβες (1992-2002), οι πολιτικές του δεν ήταν ιδιαίτερα σοσιαλιστικές. Στα πρώτα χρόνια του, ο Τσαβισμός ήταν απλώς μια τούρμπο εκδοχή της κρατικής σπατάλης της δεκαετίας του 1970. Κατά τη δεύτερη όμως θητεία του, το κράτος άρχισε να παρεμβαίνει πιο επιθετικά στην οικονομία, ιδίως μέσω ελέγχων των τιμών. Όταν οι αρχικές παρεμβάσεις αποτύγχαναν να αποδώσουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, η κυβέρνηση στρεφόταν εναντίον του εκάστοτε κλάδου, κατηγορώντας τους φορείς του για “σαμποτάζ” και “συσσώρευση αποθεμάτων”. Τότε παρενέβαινε ακόμη πιο επιθετικά, καταλήγοντας συχνά σε “εκδικητικές κρατικοποιήσεις”.
Έτσι, οι κρατικοποιήσεις του Τσάβες δεν ακολουθούσαν κάποιο στρατηγικό σχέδιο. Ήταν ένα εργαλείο συμμόρφωσης, για την τιμωρία των απείθαρχων φορέων του ιδιωτικού τομέα. Ο περίφημος “σοσιαλισμός του 21ου αιώνα” ήταν ένας περιπτωσιολογικός “σοσιαλισμός της αντεκδίκησης”. Η κυβέρνηση του Τσάβες αδιαφόρησε για τη νομοκρατία. Οι βασικοί δείκτες διακυβέρνησης, που μετρούν την αξιοπιστία του νομικού συστήματος, την ισχύ της προστασίας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων κτλ, επιδεινώθηκαν έντονα.
Δεν χρειάζεται να πιστεύει κανείς στις ελεύθερες αγορές για να συνειδητοποιήσει ότι ο Τσαβισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει ένα λειτουργικό οικονομικό μοντέλο. Η ιδέα ότι οι έλεγχοι στις τιμές οδηγούν σε ελλείψεις προϊόντων είναι στοιχειώδη οικονομικά. Η ιδέα ότι μια αρπακτική κυβέρνηση, που κατάσχει τυχαία την ιδιωτική ιδιοκτησία αποτρέπει την οικονομική δραστηριότητα, δεν είναι καν οικονομικά - είναι απλώς κοινή λογική. Ούτε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να δει κανείς πως μια ραγδαία επέκταση των προγραμμάτων κρατικών δαπανών αυξάνει το πεδίο της διαφθοράς, της πατρωνίας και της ευνοιοκρατίας.
Ο Τσαβισμός ενέτεινε τα ήδη υφιστάμενα οικονομικά προβλήματα και δημιούργησε νέα. Η υπερεξάρτηση στο πετρέλαιο για παράδειγμα προϋπήρχε του Τσάβες. Δημιουργώντας όμως ένα εχθρικό περιβάλλον για τους επενδυτές και τους επιχειρηματίες σε άλλους κλάδους, ο Τσάβες έκανε τα πράγματα χειρότερα. Όταν πρωτοεξελέγη ο Τσάβες, το πετρέλαιο αποτελούσε πάνω από το 70% των εξαγωγών της Βενεζουέλας. Μέχρι το θάνατό του, είχε φτάσει σχεδόν να είναι το μόνο της εξαγωγικό αγαθό.
Ο Τσαβισμός δημιούργησε συνεχείς ελλείψεις στα καταναλωτικά αγαθά, μεταξύ των οποίων και αυτά της πρώτης ανάγκης. Ήδη το 2007, όταν η φούσκα το πετρελαίου ήταν σε πλήρη ανάπτυξη, η Washington Post ανέφερε:
“Το κρέας έχει εξαφανιστεί από τα σούπερ μάρκετ της Βενεζουέλας αυτή την εβδομάδα, αφήνοντας πίσω άνοστα κομμάτια όπως πόδια κοτόπουλου, ενώ ολοένα και περισσότερο ακριβά τεχνητά γλυκαντικά αντικαθιστούν τη ζάχαρη.
Η κυβέρνηση του Τσάβες κατηγορεί τους αδίστακτους κερδοσκόπους, όμως οι φορείς της παραγωγής λένε ότι η ευθύνη ανήκει στους κρατικούς ελέγχους των τιμών. Οι αρχές επέδραμαν την Τετάρτη σε μια αποθήκη στο Καράκας όπου και κατάσχεσαν επτά τόνους ζάχαρης.
Ελλείψεις έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί σε προϊόντα από το γάλα μέχρι τον καφέ από το 2003, όταν ο Τσάβες άρχισε να ελέγχει τις τιμές για 400 βασικά προϊόντα”.
Είναι αδύνατο να εντοπίσει κανείς μια και μόνη συγκεκριμένη “λάθος στροφή” στην οικονομική ιστορία της Βενεζουέλας. Πρόκειται περισσότερο για ζήτημα σωσσώρευσης οικονομικών διαστρεβλώσεων στον χρόνο, και ανάδρασης μεταξύ τους. Ο Τσαβισμός όμως ενέτεινε τις χειρότερες τάσεις της πολιτικής στη Βενεζουέλα, και τις έφτασε στα απόλυτα άκρα τους, διαβρώνοντας παράλληλα εκείνες τις πτυχές του οικονομικού τοπίου της χώρας που λειτουργούσαν σχετικά καλά.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η κληρονομιά του Τσάβες. Ο McDonnell κάνει εντελώς λάθος να υπονοεί ότι η σημερινή κυβέρνηση την έχει καθ' οποιονδήποτε τρόπο “προδώσει”. Μακάρι να το είχε κάνει. Η Βενεζουέλα θα ήταν λιγότερο δυστυχισμένη σήμερα.
--
Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής θεμάτων Υγείας και Πρόνοιας στο Institute for Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Μαΐου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.