Του Matteo Baccaglini
Οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών θα έφριξαν μαθαίνοντας ότι οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχεδιάζουν ένα εκτεταμένο νέο ταμείο 100 δισ. ευρώ για την προώθηση των ευρωπαϊκών τεχνολογικών γιγάντων.
Το έγγραφο των 173 σελίδων που αποκαλύφθηκε από το Politico στα τέλη του Αυγούστου του 2019 διεκτραγωδεί την απουσία Ευρωπαίων ανταγωνιστών έναντι των αμερικανικών και κινεζικών τιτάνων όπως η Google, η Facebook, η Alibaba και η Tencent. Το έγγραφο περιλαμβάνει εν είδει καταλόγου ευχών την ενίσχυση Ευρωπαίων “κλαδικών πρωταθλητών” με άμεσα κεφάλαια και νέες εξαιρέσεις για τη χορήγηση κρατικής βοήθειας, ώστε τα κράτη-μέλη να βοηθήσουν τους δικούς τους πρωταθλητές.
Μεγάλο μέρος της κάλυψης από τον τύπο χαρακτήρισε τις προτάσεις αυτές ως ένα “ταμείο πλούτου” (sovereign wealth fund). Αυτό είναι κάτι το ασύνηθες: συνήθως τα ταμεία αυτά χρηματοδοτούνται από δημοσιονομικά πλεονάσματα και τεράστια αποθέματα ξένου συναλλάγματος που προέρχονται από έσοδα από εξαγωγές, ιδίως πετρελαίου. Ιδρύονται με τρόπο ώστε η σημερινή, παροδική ευημερία που προέρχεται από αυτές τις πηγές να μην εξανεμιστεί από δαπάνες στο παρόν, αλλά να επενδύεται για το μέλλον.
Αντίθετα, το προτινόμενο ευρωπαϊκό ταμείο θα χρηματοδοτείται εν μέρει από τον ιδιωτικό τομέα και εν μέρει από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ο οποίος δεν παρουσιάζει κάποιο τεράστιο πλεόνασμα. Αντί να μεγιστοποιεί τις αποδόσεις των επενδύσεων, θα ενισχύει ανοιχτά μια πολιτική για τους εγχώριους παραγωγικούς κλάδους. Πιο εύστοχα περιγράφεται αυτό ως ένα ταμείο κρατικών επενδύσεων (state investment fund), παρά ως ταμείο πλούτου.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το ταμείο υποκύπτει στη λαϊκιστική ιδέα των “εθνικών πρωταθλητών” - των μεγάλων κερδοσκοπικών εταιρειών που αναμένεται ότι θα προωθούν τα πολιτικά συμφέροντα του κράτους στο οποίο εδρεύουν, και με τη σειρά τους επωφελούνται από ευνοϊκές κρατικές πολιτικές και ευρεία πατριωτικού τύπου λατρεία.
Η φιλοσοφία των εθνικών πρωταθλητών είναι καταστροφική για τον ανταγωνισμό της αγοράς. Το κράτος σπανίως είναι καλύτερο από την αγορά στο να μαντεύει τους μελλοντικούς νικητές. Συχνά, οι κρατικές επιδοτήσεις στους εθνικούς πρωταθλητές σπαταλούν τα χρήματα των φορολογούμενων σε αναποτελεσματικές εταιρίες-φούσκες, αφαιρώντας πολύτιμο κεφάλαιο από νεοφυείς επιχειρήσεις που υπό άλλες συνθήκες θα ανθούσαν.
Πάρτε για παράδειγμα την καταστροφική πολιτική της Βρετανίας να προωθεί αναποτελεσματικούς εθνικούς πρωταθλητές κατά τη δεκαετία του 1970, μεταξύ των οποίων και τις Alfred Herbert, British Leyland και International Computers Limited. Όταν εγκαταλείφθηκε αυτή η πολιτική κατά τη δεκαετία του 1980, μετά από γενναιόδωρες αλλά αναποτελεσματικές επιδοτήσεις και δαπανηρές εθνικοποιήσεις, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη εκτοξεύθηκαν καθώς η ανταγωνιστική πίεση αυξήθηκε και αντιμετωπίστηκε σημαντικά η χρόνια υπερστελέχωση. Αναλογιστείτε ακόμη την Quaero, μια γαλλογερμανική μηχανή αναζήτησης. Το 2008, το εγχείρημα αυτό έλαβε 99 εκ. ευρώ από χρήματα Γάλλων φορολογούμενων. Μέσα σε έξι χρόνια, εγκαταλείφθηκε η προσπάθεια να ανταγωνιστεί τις Yahoo και Google.
Ακόμη, οι εθνικοί πρωταθλητές καλλιεργούν και συντηρούν μη υγιείς σχέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων και των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι κυβερνήσεις καταπνίγουν τον ανταγωνισμό για να ευνοήσουν τις αγαπημένες τους εταιρίες, ιδίως μέσω δασμών επί των εισαγωγών και ευνοϊκών ρυθμίσεων. Οι εταιρίες παίζουν έναν ρόλο στην ίδια τη διατύπωση των ρυθμίσεων: το σκάνδαλο του Boeing 737 αποκάλυψε την επιρροή της Boeing επί των εγκρίσεων για θέματα ασφάλειας στην Αμερική. Με τη σειρά τους, οι εθνικοί πρωταθλητές υπηρετούν πολιτικούς στόχους για να διατηρήσουν την πολιτική εύνοια, εφαρμόζοντας πρακτικές όπως η υπερστελέχωση ή η διεθνής επέκταση σε στρατηγικές τοποθεσίες. Οι καταναλωτές και οι φορολογούμενοι επωμίζονται τον λογαριασμό μέσω κατασπατάλησης πόρων, υψηλότερων τιμών και αγαθών χαμηλότερης ποιότητας.
Το προτεινόμενο ταμείο, πέρα από τη δημιουργία εθνικών πρωταθλητών, υιοθετεί τον προστατευτισμό ζητώντας υψηλότερους μονομερείς δασμούς εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, απαγορεύσεις σε κινεζικές εταιρίες που επιδοτούνται από το Πεκίνο να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς και περισσότερα εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές με χώρες που έχουν χαμηλότερες περιβαλλοντικές προδιαγραφές.
Αυτοί που θα πληρώσουν για όλα αυτά είναι οι Ευρωπαίοι. Ενώ η ιδιοκτησία ή ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό μπορεί να παρέχει υψηλότερης ποιότητας προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή, το να κλείνουμε την πόρτα στο ελεύθερο εμπόριο πλήττει τους ντόπιους καταναλωτές και δυσανάλογα τους φτωχότερους.
Σε κάθε περίπτωση η “ξένη ιδιοκτησία” είναι μια θολή έννοια. Οι πολυεθνικές εταιρίες έχουν περιουσιακά στοιχεία και συμφέροντα σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στη χώρα όπου εδρεύουν. Οι εταιρίες δεν ανήκουν στα κράτη: η ιδιοκτησία τους πηγάζει από ένα περίπλοκο και διασυνδεδεόμενο δίκτυο συμβατικών συμφωνιών μεταξύ μετόχων, διευθυντών, στελεχών και άλλων που συχνά ανήκουν σε διάφορες εθνικότητες. Το να ενθαρρύνει μία χώρα την ξένη ιδιοκτησία δεν θα πρέπει να θεωρείται ως κίνηση υπονόμευσής της, πολύ περισσότερο εφόσον μπορεί να την πλουτίσει.
Από πλευράς της, η ΕΕ μπορεί να προωθήσει μια περισσότερο φιλική προς την τεχνολογία Ευρώπη χωρίς να καταφύγει στον κοντόφθαλμο και δαπανηρό λαϊκισμό ενός ταμείου κρατικών επενδύσεων. Θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους τοπικούς κόμβους τεχνολογίας με μειωμένους επιχειρηματικούς φορολογικούς συντελεστές ή να προωθήσει ρυθμίσεις φιλικές προς την επιχειρηματικότητα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα κράτη-μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις στον δείκτη Ευκολίας Επιχειρηματικής Δράσης μετά τη Δανία, έχουν τους πιο ζωντανούς τεχνολογικούς κλάδους στην Ευρώπη, με εταιρίες όπως οι JustEat, ASOS, Ericsson και Spotify.
Όπως ανακάλυψαν οι ρυθμιστές μέσα από την εμπειρία του GDPR, οι περίπλοκες και δυσκίνητες ρυθμίσεις - για τη συμμόρφωση στις οποίες μόνο οι μεγαλύτερες εταιρίες διαθέτουν την τεχνογνωσία και τα χρήματα που χρειάζεται - τείνουν να ενισχύουν τους ήδη υφιστάμενους παίκτες στην αγορά εις βάρος των νέων καινοτόμων.
Υπάρχει ακόμη η ελπίδα ότι τα σχέδια αυτά δεν θα υλοποιηθούν. Η ομάδα μετάβασης της νέας Επιτροπής, που ξεκινά τον Νοέμβριο, δημοσίως έχει αρνηθεί κάθε γνώση των σχεδίων, ενώ η απερχόμενη Επιτροπή υποβάθμισε το υπόμνημα χαρακτηρίζοντάς το “ανεπίσημα έγγραφα εσωτερικής ανταλλαγής ιδεών”. Ακόμη και με την σχετικά δημοσιονομικώς συνετή Βρετανία εκτός της ΕΕ, άλλα κράτη-μέλη που μπορεί να χρειαστεί να κυρώσουν τα σχέδια, πιθανότατα θα αντιταχθούν στις προτάσεις αυτές, με τη Φινλανδία ήδη να έχει σηματοδοτήσει την αντίθεσή της έναντι τυχόν νέων προστατευτικών μέτρων. Κανείς μπορεί μόνο να ελπίζει.
* * *
O Matteo Baccaglini κάνει την πρακτική του στο Epicenter.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 19 Σεπτεμβρίου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.