Ο Janan Ganesh, ένας συχνά πρωτότυπος αν όχι και εικονοκλάστης αρθρογράφος, αναρωτήθηκε γιατί οι κακές κυβερνήσεις, όπως για παράδειγμα οι λαϊκιστικές, δεν φαίνεται να υπονομεύουν την οικονομική ανάπτυξη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα (Why Hasn’t Populism Done More Economic Harm - Γιατί ο λαϊκισμός δεν έχει κάνει περισσότερο οικονομικό κακό, Financial Times, 23 Ιανουαρίου 2024). Αυτό μας δίνει μια καλή ευκαιρία να ξαναδούμε όσα δεν μπορούν να αποδείξουν οι επιδόσεις του ΑΕΠ.
Εδώ και επτά ή οκτώ δεκαετίες είναι γνωστό στους οικονομολόγους (τουλάχιστον σε εκείνους που μελέτησαν το θέμα) ότι μολονότι το ΑΕΠ μπορεί να βοηθήσει αυτούς που θα πάρουν κάτι περισσότερο από αυτό, δεν μετρά την «κοινωνική ευημερία» (μερικές φορές αποκαλούμενη και «συνολική ωφέλεια»).
Κρύβεται πολλή θεωρία για την ευημερία και την οικονομία πίσω από τους λόγους που ισχύει αυτό, αλλά οι λόγοι μπορούν να αποδοθούν διαισθητικά με λίγους περισσότερο ή λιγότερο ισοδύναμους τρόπους - τουλάχιστον αυτό θα προσπαθήσω εγώ να κάνω.
(Η βασική θεωρία βρίσκεται στο «Evaluation of Real National Income [Oxford Economic Papers, 1950] του Paul A. Samuelson και στο «The Simple Analytics of Welfare Maximization» του Francis M. Bator [American Economic Review Μάρτιος 1957].)
Ας δούμε κάποιες διαφορετικές περιγραφές του τι συμβαίνει αφού η κυβέρνηση αναγκάσει την οικονομία να κινηθεί στα όρια της παραγωγικής δυνατότητας (production possibility frontier - PPF) αποφασίζοντας μόνη της ότι θα παραχθεί περισσότερο από κάτι και λιγότερο από κάτι άλλο:
-Κάποιοι καταναλωτές και ενδεχομένως κάποιοι εργαζόμενοι και ιδιοκτήτες κεφαλαίων βλάπτονται. Στην οικονομική ορολογία, η κίνηση αυτή δεν συνιστά βελτίωση κατά Pareto. Δεδομένου ότι κάποιοι κερδίζουν και άλλοι χάνουν, δεν υπάρχει κάποιος κοινωνικός-επιστημονικός (οικονομικός) τρόπος να διαπιστώσει κανείς εάν η «κοινωνική ευημερία» έχει αυξηθεί ή μειωθεί, ανεξάρτητα από τα στοιχεία του ΑΕΠ.
Δεν υπάρχει κανένας πρακτικός τρόπος, ούτε καν (όπως καταδεικνύεται στο άρθρο του Samuelson που αναφέρεται παραπάνω) υπάρχουν θεωρητικές φόρμουλες, για να αποζημιωθούν όσοι ζημιώνονται. Τελικά, η αιτία έγκειται στην αδυναμία διαπροσωπικών συγκρίσεων ωφέλειας. (Φυσικά, εάν ο καθένας αποκτά υψηλότερο πραγματικό εισόδημα χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα άλλο,
θα ξέρουμε ότι η χρησιμότητα ή η ατομική ευημερία του καθενός θα έχει αυξηθεί, και επομένως θα έχει αυξηθεί και η «κοινωνική ευημερία»).
-Οι τιμές, που χρησιμεύουν για την πρόθεση μήλων και πορτοκαλιών ώστε να υπολογιστεί το ΑΕΠ, χάνουν την προηγούμενη αντιστοιχία τους με τις αποτιμήσεις των καταναλωτών.
-Δεν καθορίζει πλέον η δύναμη των καταναλωτών που τι θα παραχθεί στην οικονομία, αλλά οι κυβερνώντες ή κάποια πλειοψηφία. Φανταστείτε, για παράδειγμα, ότι το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά 10% και ότι όλη η ανάπτυξη ωφελεί τον βασιλιά ενώ όλα τα άλλα άτομα φτωχοποιούνται: «η οικονομία» έχει βελτιωθεί, αλλά δεν υπάρχει κανένας επιστημονικός τρόπος να αποδειχθεί ότι η ευημερία έχει αυξηθεί.
-Η ελεύθερη αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων που βρίσκονται στην προσφορά και εκείνων που βρίσκονται στη ζήτηση εμποδίζεται από το να καθορίσει το από τι θα αποτελείται η «οικονομική ανάπτυξη» ή για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιείται. Για να το δούμε αυτό με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο, φανταστείτε ότι καθώς προχωρούσε το έτος 2023, το κράτος δέσμευε συνεχώς όλα τα εισοδήματα των υπηκόων του πάνω από το επίπεδο διαβίωσης και επένδυε τα έσοδα αυτά σε ένα χαρτοφυλάκιο που αντικατοπτρίζει τον S&P 500.
Δεδομένου ότι ο δείκτης αυτός αυξήθηκε κατά 24% κατά τη διάρκεια του έτους και αν υποτεθεί ότι η κυβέρνηση επένδυσε τα χρήματα όπως τα κατάσχεσε τακτικά (γραμμικά) κατά τη διάρκεια του έτους, το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο θα είχε απόδοση 12%. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση κατέβαλλε τελικά αυτό το κέρδος στους υπηκόους της, δεν έχει νόημα να πούμε ότι «η οικονομία» αναπτύχθηκε κατά 12%.
Συνοψίζοντας: Εάν και στον βαθμό που οι παραγωγοί δεν είναι ελεύθεροι να κερδίσουν χρήματα παράγοντας αυτό που ζητούν οι καταναλωτές στις ελεύθερες αγορές (αυτό που ονομάζεται κυριαρχία των καταναλωτών), η διαμόρφωση του αριθμού των μονάδων αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται και οι τιμές τους (και το όνομα αυτής της διαμόρφωσης είναι ΑΕΠ) είναι βασικά χωρίς νόημα, ή, αν θέλετε, αντιπροσωπεύει αυτό που οι κυβερνώντες θέλουν να παραχθεί στις τιμές που αντιπροσωπεύουν τις αντισταθμίσεις που εκείνοι κάνουν.
Στην οικονομική ορολογία, μια αύξηση του ΑΕΠ που υπαγορεύεται από την κυβέρνηση δεν σηματοδοτεί μια βελτίωση κατά Pareto, δηλαδή μια αύξηση της ευημερίας ορισμένων ατόμων χωρίς μείωση της ευημερίας κανενός άλλου. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, ωστόσο, θα έβλεπαν ως βελτιώσεις κατά Pareto την παραγωγή ή τη χρηματοδότηση «δημόσιων αγαθών» που επιθυμούν όλοι αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί η χρήση τους από τους μη πληρωτές (όπως η εδαφική άμυνα), καθώς και τη μείωση των «εξωτερικοτήτων».
Έτσι, εάν οι διευθυντικές πολιτικές ενός ηγεμόνα οδηγούν στην παραγωγή, ας πούμε, περισσότερου χάλυβα και λιγότερου σιταριού, η αύξηση του ΑΕΠ δεν σημαίνει ότι η οικονομία έχει αναπτυχθεί με την έννοια της αύξησης της αξίας της κατανάλωσης όπως αξιολογείται από τους ίδιους τους καταναλωτές.
Μόνο μακροπρόθεσμα και κυρίως αρνητικά η εξέλιξη του (κατά κεφαλήν) ΑΕΠ μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα: εάν αυτό βυθιστεί ή μείνει στάσιμο (όπως συνέβη στην Αργεντινή για μεγάλα χρονικά διαστήματα), μπορεί, ειδικά εάν άλλοι δείκτες επιβεβαιώνουν την τάση, το δούμε αυτό ως διάψευση της ευεργετικής συμβολής του ηγεμόνα στην οικονομική αποτελεσματικότητα.
* Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Outaouais
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Φεβρουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.