Ελληνικές Vs ευρωπαϊκές τράπεζες: Η υπεραπόδοση και το ράλι των μετοχών
Shutterstock
Shutterstock

Ελληνικές Vs ευρωπαϊκές τράπεζες: Η υπεραπόδοση και το ράλι των μετοχών

Ο κλάδος που συμβάλλει τα μέγιστα στη διαφοροποίηση της γενικότερης πορείας του Χρηματιστηρίου Αθηνών τα τελευταία χρόνια, είναι αδιαμφισβήτητα ο τραπεζικός. Οι αποδόσεις των μετοχών των ελληνικών τραπεζών καθώς και του αντίστοιχου τραπεζικού χρηματιστηριακού δείκτη, τόσο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, όσο και της τελευταίας πενταετίας, από το 2019 μέχρι σήμερα, είναι θεαματικές.

Και αυτό το πραγματικό γεγονός αποτυπώνεται στη σύγκριση των ακόλουθων διαγραμμάτων, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό δείκτη παραγώγων Euro STOXX Banks και τον Τραπεζικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Euro STOXX 600 Banks (52 weeks)

Τραπεζικός Δείκτης Χρηματιστηρίου Αθηνών (52 εβδομάδων)

Όπως είδαμε στα ανωτέρω διαγράμματα ο Euro STOXX 600 Banks παρουσίασε μέσα στις τελευταίες 52 εβδομάδες άνοδο της τάξης του +6,13%, ενώ ο Τραπεζικός Δείκτης Χρηματιστηρίου Αθηνών στο ίδιο χρονικό διάστημα εμφάνισε άνοδο της τάξης του +53%.

Σε βάθος πενταετίας η διαφορά των αποδόσεων ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό τραπεζικό δείκτη είναι ακόμα μεγαλύτερη. Όπως βλέπουμε και στις ακόλουθες γραφικές παραστάσεις της πορείας των δυο δεικτών, ο Euro STOXX 600 Banks παρουσίασε άνοδο της τάξης του +16%, ενώ μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα ο αντίστοιχος Τραπεζικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατέγραψε άνοδο της τάξης του +309%.

Euro STOXX 600 Banks (5 years)

Τραπεζικός Δείκτης Χρηματιστηρίου Αθηνών (5 ετών)

Η υπεραπόδοση των μετοχών των ελληνικών τραπεζών οφείλεται σε μια σειρά από λόγους, όπως είναι η εξυγίανση των ισολογισμών τους από το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αναβάθμιση του αξιόχρεου τους από τους οίκους αξιολόγησης, η κεφαλαιακή ενίσχυση τους, η έξοδος τους στις αγορές μέσω ομολογιακών εκδόσεων, η μείωση του κόστους λειτουργίας, η αναμενόμενη διανομή μερίσματος και κυρίως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Και η υπεραπόδοση αυτή δεν συντελέστηκε μέσα στο στενό εγχώριο επενδυτικό περιβάλλον, ώστε να υπάρχει υποψία φούσκας ή σενάριο παρέμβασης ή χειραγώγησης. Συντελέστηκε στην ανοιχτή και ελεύθερη αγορά, με κύριο άξονα την αποχώρηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τη μετοχική βάση της Eurobank, της Alpha Bank και της Εθνικής Τράπεζας.

Οπότε οι τρέχουσες αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών ενσωματώνουν τις προηγηθείσες και τρέχουσες κεφαλαιακές εισροές από το εξωτερικό και τις προσδοκίες από τις αντίστοιχες αναμενόμενες μέσα στο 2024. Ήδη από την αρχή του έτους στην αγορά τραπεζικών μετοχών έχουν κατευθυνθεί κάποιες εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ.

Όλα αυτά συμβαίνουν μέχρι σήμερα. Τι αναμένεται για το επόμενο χρονικό διάστημα;

Η Fitch Ratings στην ειδική έκθεση «Western European Banks Outlook 2024», έχει προβεί σε ειδική ονομαστική μνεία για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Αναφέρει λοιπόν στην έκθεση της ότι το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης θα κινηθεί μέσα στο 2024 στα ίδια επίπεδα με το 2023 και εξ αυτού του λόγου, το αξιολογεί με «neutral» ή «stable», δηλαδή με ουδέτερη σύσταση.

Αυτό το «stable» της Fitch Ratings, έχει δυο αναγνώσεις. Η Morgan Stanley υποστηρίζει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν μείνει πίσω σε σχέση με τις αμερικανικές, τόσο σε ανάπτυξη, όσο και σε αποδόσεις. Εκτιμώντας ότι το επόμενο χρονικό διάστημα αυτό το χάσμα θα μειωθεί.

Αντιθέτως, οι Financial Times, σε editorial άρθρα τους εκτιμούν ότι με δεδομένο πως η ευρωπαϊκή οικονομία παλεύει να αποφύγει την ύφεση, ένα θετικό σενάριο επανάκαμψης δεν είναι ορατό. Παρ’ όλο που αναμένεται η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Αντιθέτως, στην ίδια έκθεση της, η Fitch Ratings αναβαθμίζει την εκτίμηση της για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, βελτιώνοντας τη σύσταση της, από «stable» σε «positive». Δηλαδή από «σταθερή» σε «θετική».

Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό που προσφέρει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στις ελληνικές τράπεζες. Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει τη θεμελιώδη κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης από το 2019, με εξαιρετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς, χωρίς ωστόσο να στηρίζεται στην πιστωτική επέκταση.

Οπότε η αύξηση της συμμετοχής των τραπεζών στην πραγματική οικονομία μέσα στο 2024, αλλά και στο επόμενο χρονικό διάστημα, δεν αποτελεί μια απλή υπόθεση εργασίας σε μια χρηματιστηριακή ανάλυση, αλλά την απόλυτη αναγκαιότητα. Η αναμενόμενη πιστωτική επέκταση θα έρθει να διασκεδάσει και τις ανησυχίες, από τη μείωση των επιτοκίων που θα μειώσει με τη σειρά της τα περιθώρια των εσόδων από τόκους.

Όσον αφορά τις τιμές στο χρηματιστηριακό ταμπλό, οι μετοχές της Eurobank και της Eθνικής Τράπεζας κονταροκτυπιούνται για τη δεύτερη θέση στη λίστα της υψηλής κεφαλαιοποίησης με την Eurobank να διατηρεί το προβάδισμα ειδικά μετά από την ανακοίνωση τω κινήσεων της στο εξωτερικό, η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς τροχιοδρομεί εν αναμονή της δημόσιας προσφοράς για το 27% του μετοχικού της κεφαλαίου που κατέχει το ΤΧΣ και η μετοχή της Alpha Bank έχοντας αφομοιώσει το στρατηγικού χαρακτήρα deal με την UniCredit έχει διασπάσει ανοδικά και το επίπεδο των 1,70 ευρώ.