Επιστρέφει το «φάντασμα» της τραπεζικής κρίσης;
Shutterstock
Shutterstock

Επιστρέφει το «φάντασμα» της τραπεζικής κρίσης;

Εκεί που είχαμε αρχίσει να ξεχνάμε τη μεγάλη ανησυχία που κυρίευσε τις χρηματιστηριακές αγορές και την κοινή γνώμη σχετικά με την οικονομική υγεία των τραπεζών, μερικές ανακοινώσεις οικονομικών αποτελεσμάτων μας επανέφεραν στην πραγματικότητα.

Μπορεί να αποφεύχθηκε η εκδήλωση μίας πραγματικής τραπεζικής κρίσης αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όλα πηγαίνουν καλά. Τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοίνωσαν τη Δευτέρα δύο από τις πρωταγωνίστριες της δεύτερης εβδομάδας του Μαρτίου, δηλαδή η αμερικανική περιφερειακή τράπεζα First Republic (FRC NYSE) και η ελβετική Credit Suisse (CSGN ZURICH, CS NYSE) δεν άφησαν καμία αμφιβολία σχετικά με το πόσο σοβαρά ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπισαν.

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις ήταν αυτό της μαζικής αποχώρησης των καταθετών από τις δύο τράπεζες, όπως και από άλλες που βρέθηκαν σε δύσκολη θέση εκείνες τις μέρες.

Στην περίπτωση της First Republic, το σύνολο των καταθέσεων των πελατών της ήταν 173,5 δισ. στις 9 Μαρτίου, δηλαδή την ημέρα που άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα της Silicon Valley Bank. Την τελευταία μέρα του Μαρτίου και του πρώτου τριμήνου οι καταθέσεις είχαν μειωθεί δραματικά στα 104,5 δισ.

Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν μία ομάδα μεγάλων τραπεζών δεν είχε καταθέσει 30 δισ. για να στηρίξει την τράπεζα. Αυτό σημαίνει αφενός πως στην πραγματικότητα έφυγαν οι μισές καταθέσεις μέσα σε είκοσι μέρες και αφετέρου πως αν οι μεγάλες τράπεζες δεν είχαν «βάλει πλάτη» η φυγή θα είχε πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις και θα είχε απειλήσει τη βιωσιμότητα της First Republic.

Τα αρνητικά δεν σταματούν όμως εκεί. Η τράπεζα έχει αναγκαστεί να λάβει βραχυπρόθεσμα δάνεια από την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα (Fed), πράγμα που την επιβαρύνει με σημαντικά έξοδα και υπονομεύει τη μελλοντική κερδοφορία της. Η διοίκηση της τράπεζας δήλωσε πως σκοπεύει να απολύσει σχεδόν το 25% του προσωπικού μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες αμφιβολίες για τη δυνατότητά της να ανακάμψει.

Ενδεικτικό της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται η τράπεζα είναι το γεγονός πως η ενημέρωση των αναλυτών το βράδυ της Δευτέρας, αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων κράτησε μόλις 12 λεπτά. Ακόμα περισσότερα μας λέει το γεγονός πως οι αξιωματούχοι της τράπεζας δεν δέχθηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις των αναλυτών.

Η αντίδραση της μετοχής της τράπεζας ήταν εξαιρετικά αρνητική κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης της Wall Street, καθώς σημείωσε της τάξης του 30% και έφθασε σε τιμές χαμηλότερες και από αυτές των μέσων του Μαρτίου. Όπως ήταν αναμενόμενο, παρέσυρε πτωτικά τις μετοχές πολλών άλλων περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ και επηρέασε και αυτές των μεγάλων τραπεζών της χώρας, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα παρόμοια με αυτά της First Republic. 

Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, αρκετά συζητήθηκαν και τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου που ανακοίνωσε τη Δευτέρα η πολύπαθη Credit Suisse. Παρά το γεγονός πως, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν απειλεί πλέον τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος της Ελβετίας και της Ευρώπης αφού σύντομα θα απορροφηθεί από τη συμπατριώτισσά της UBS (UBSG ZURICH, UBS NYSE), ορισμένα πράγματα που ακούστηκαν θορύβησαν λίγο τις αγορές.

Δεν αναφερόμαστε τόσο στα οικονομικά της αποτελέσματα, τα οποία πλέον δεν έχουν μεγάλη σημασία, όσο στην τεράστια απώλεια καταθέσεων από τους πελάτες της το τελευταίο εξάμηνο. Από τις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου μέχρι το τέλος του φετινού Μαρτίου, περίπου 200 δισ. ελβετικά φράγκα έφυγαν από την τράπεζα, πάνω από το 50% του συνόλου των καταθέσεων στο τέλος του Σεπτεμβρίου.

Ένα μέρος αυτών των καταθέσεων κατέληξε στην UBS, πράγμα που σημαίνει πως τελικά θα μείνει μέσα στον ίδιο οργανισμό αλλά το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, όπως και στην περίπτωση της First Republic: στην ευκολία με την οποία οι καταθέτες αποσύρουν τα χρήματά τους από μία τράπεζα αν φοβηθούν πως κάτι δεν πηγαίνει καλά.

Αυτό μπορεί να αποβεί θανατηφόρο για μία τράπεζα, όπως έγινε στην περίπτωση της αμερικανικής Silicon Valley Bank και αποτελεί και σημαντική απειλή για ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα στην περίπτωση που εμφανιστεί κάποιου είδους πανικός, δικαιολογημένος ή μη, ταυτόχρονα σε μεγάλο αριθμό τραπεζών.

Το κακό είναι πως σε μία τέτοια υποθετική περίπτωση, πρόβλημα θα αντιμετωπίσει μία τράπεζα ακόμα και αν έχει κινηθεί με σωφροσύνη και δεν έχει κάνει λάθη σαν αυτά της Credit Suisse, της Silicon Valley Bank, της Signature Bank ή της First Republic. Για να μην πανικοβαλλόμαστε όμως, αναφερόμαστε σε ένα θεωρητικό ενδεχόμενο χωρίς αξιόλογες πιθανότητες εμφάνισης. 

Αν θέλουμε να ακούσουμε για ένα ενδεχόμενο που συγκεντρώνει πραγματικές πιθανότητες εμφάνισης, καλό είναι να δώσουμε λίγη σημασία στα λόγια του Ρόμπερτ Κάπλαν, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος του παραρτήματος της Fed στην πόλη του Ντάλας από το 2015 έως το 2021, οπότε αποχώρησε στον απόηχο της φασαρίας σχετικά με τις αγοραπωλησίες του ιδίου και άλλων στελεχών της Fed, οι οποίοι ήταν αρκετά δραστήριοι στο αμερικανικό χρηματιστήριο.

Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία των λεγομένων του, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας πως ήταν από τα λίγα στελέχη της Fed που δεν ασπάστηκε την θεωρία του παροδικού (transitory) πληθωρισμού, όπως επίσης το γεγονός πως διαφώνησε με την αύξηση του ορίου πάνω από το οποίο μία τράπεζα έπρεπε να περνάει μέσα από αυστηρά stress tests.

Υπενθυμίζουμε πως η αύξηση του ορίου από τα 100 στα 250 δισεκατομμύρια δολάρια θεωρείται από πολλούς πως έπαιξε ρόλο στα προβλήματα της Silicon Valley Bank και των άλλων περιφερειακών τραπεζών. Ο Κάπλαν μίλησε πριν από μερικές μέρες σε στελέχη της επενδυτικής τράπεζας Evercore ISI. Μέρος αυτών που είπε παρουσιάστηκε από τον δημοσιογράφο Νικ Τιμιράος της Wall Street Journal. Ο Κάπλαν είπε λοιπόν πως δεν είναι ακόμα εφικτή η εκτίμηση της πλήρους έκτασης των προβλημάτων του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος.

Θεωρεί μάλιστα πως τα προβλήματα θα κρατήσουν δύο με τρία χρόνια και όχι μόνο μερικούς μήνες. Αυτό που θεωρεί βέβαιο είναι πως όλες οι τράπεζες και ειδικά οι μικρότερες, θα περιορίσουν σημαντικά την έκθεσή τους σε δάνεια, θέλοντας να κινηθούν πιο συντηρητικά. Αυτό θα έχει οπωσδήποτε αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα στις ΗΠΑ, κυρίως προς το τέλος του χρόνου αφού πολλές τράπεζες ήδη έχουν σαν στόχο τη μείωση του κινδύνου στους ισολογισμούς τους για το τέλος του 2023.

Κάτι άλλο που επισημαίνει είναι το γεγονός πως κάποιες περιφερειακές τράπεζες, όπως η First Republic στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, έχουν αναγκαστεί να χρησιμοποιήσουν βραχυπρόθεσμα δάνεια από την Fed, τα οποία κατά τον Κάπλαν απλώς παίζουν τον ρόλο της υποβοηθούμενης αναπνοής, χωρίς να δίνουν τη δυνατότητα σε αυτές να λειτουργήσουν πραγματικά σαν τράπεζες.

Γενικά ο Κάπλαν πιστεύει πως οι τράπεζες θα συρρικνωθούν το επόμενο χρονικό διάστημα, πράγμα που όπως είπαμε θα κάνει κακό στην οικονομία. Ενόψει της σοβαρότητας της κατάστασης και του γεγονότος πως ακόμα δεν ξέρουμε πόσο άσχημα μπορεί να γίνουν τα πράγματα, ο πρώην επικεφαλής της Dallas Fed πιστεύει πως η αύξηση των επιτοκίων στις 22 Μαρτίου, όπως και αυτή που φαίνεται βέβαιη για την 3η Μαΐου, δεν είναι σωστές κινήσεις.

Όπως είπε, είναι καλύτερο να ανεβούν τα επιτόκια αργότερα όταν ξέρουμε τι μας γίνεται παρά να τα ανεβάσουμε τώρα προκαλώντας μεγαλύτερα προβλήματα στις τράπεζες και να αναγκαστούμε να τα κατεβάσουμε εσπευσμένα. 

Τα όσα λέει ο Κάπλαν μας ακούγονται αρκετά λογικά. Δεν είναι ανάγκη να ζήσουμε μία τραπεζική κρίση σαν αυτή του 2008 για να πάθει σημαντική ζημιά η οικονομία.

Τουλάχιστον στις ΗΠΑ, η απότομη αλλαγή που έφερε στο τραπεζικό σύστημα η γρήγορη άνοδος των επιτοκίων μπορεί να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες που να οδηγήσουν στην αναγκαστική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας για αρκετά μεγάλο διάστημα, με συνέπειες που ίσως είναι αρκετά πιο σοβαρές απ’ όσο υποθέτουμε αυτή τη στιγμή. Η «τραπεζική κρίση» μπορεί να άρχισε με θορυβώδη τρόπο μέσα στον Μάρτιο αλλά μπορεί να συνεχιστεί με σχετικά αθόρυβο και ύπουλο τρόπο.