Φωτογραφία αρχείου
Φ. Καραβίας (Eurobank): Στροφή της Ευρώπης σε μεγάλες επενδύσεις
Φωτογραφία αρχείου

Φ. Καραβίας (Eurobank): Στροφή της Ευρώπης σε μεγάλες επενδύσεις

Την εκτίμησή του ότι η Ευρώπη θα στραφεί προς τις επενδύσεις είτε με τη συνέχεια του Ταμείου Ανάκαμψης, είτε στην παρούσα μορφή είτε με κάποιο άλλο πλάνο, αλλά σε κάθε περίπτωση θα στραφεί σε ένα μεγάλο επενδυτικό σχέδιο, διατύπωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Eurobank Φωκίων Καραβίας.

Όπως είπε, οι επενδύσεις είναι στην παρούσα συγκυρία εθνική προτεραιότητα και η πολιτεία συμμερίζεται αυτή την ιεράρχηση και την προβάλλει στη χάραξη της πολιτικής της. Αλλά το θέμα δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, πρόσθεσε ο κ. Καραβίας, καθώς η Ευρώπη συνειδητοποιεί πόσο πίσω έχει μείνει.

«Δική μου εκτίμηση είναι ότι το ΤΑΑ, είτε με τη σημερινή του μορφή ή με κάποια άλλη, θα έχει συνέχεια. Θα έχει συνέχεια, καθώς η Ευρώπη συνειδητοποιεί πόσο πίσω έχει μείνει. Επίσης, η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό είναι η καλύτερη των τελευταίων δεκαετιών. Και τέλος, υπάρχει πολιτική σταθερότητα, απαραίτητη για κάθε οικονομική μεγέθυνση», είπε.

Το θέμα δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, ανέφερε ο κ. Καραβίας μιλώντας στο Συνέδριο Athens Investment Forum. «Όλη η Ευρώπη έχει μείνει πίσω και χρειάζεται ένα επενδυτικό άλμα. Το περιγράφουν οι δύο μείζονες παρεμβάσεις των εκθέσεων Λέτα και Ντράγκι. Η έκθεση Λέτα σημειώνει την ανάγκη αύξησης της ανταγωνιστικότητας και ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς.

Προπάντων όμως, η έκθεση Ντράγκι αναδεικνύει το μέγεθος της πρόκλησης: η Ευρώπη υστερεί έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας σε ανταγωνιστικότητα, σε καινοτομία και νέες τεχνολογίες. Για να καλύψει το κενό χρειάζεται επενδύσεις της τάξης των 800 δις το χρόνο, δηλαδή περίπου 5 μονάδες του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κάθε χρόνο.

Για την Ελλάδα, η νέα ευρωπαϊκή συνειδητοποίηση δίνει μια μεγάλη ευκαιρία. Ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε στο 15% του ΑΕΠ από 11% το 2019. Σημαντική πρόοδος. Όμως, ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 22%. Σύμφωνα με τη στοχοθεσία της έκθεσης Ντράγκι, θα πρέπει να φτάσει το 27%. Στη χώρα μας, εφόσον υιοθετηθεί αυτός ο στόχος, απαιτείται μια σταθερή αύξηση των επενδύσεων παγίων της τάξης του 9% το χρόνο σε πραγματικούς (αποπληθωρισμένους) όρους και κάθε χρόνο, για μια πλήρη δεκαετία. 

Δηλαδή, θα χρειαστεί μια διαρκής επενδυτική άνοιξη που παρόμοια της δεν έχει δει η χώρα, από τη δεκαετία του 1950», είπε ο κ. Καραβίας. 

«Δεν είναι εύκολο, δεν είναι αδύνατο, είναι απαραίτητο», πρόσθεσε. «Αλλά έχει προϋποθέσεις. Πρώτα από όλα μια συναίνεση και στράτευση στο στόχο. Για παράδειγμα, υπάρχει μια συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ, που δεν πιστεύουμε ότι θα έχει καν αντίκρυσμα στους καταναλωτές, ενδεχομένως τονώσει ακόμη περισσότερο το μοντέλο κατανάλωσης, αλλά κυρίως θα στερήσει δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος - όσος υπάρχει και όσος δημιουργείται - πρέπει να στραφεί σε επενδυτικά κίνητρα.

Πρόσφατα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ ανέφερε ως παράδειγμα - και είναι σωστό παράδειγμα - τις υπεραποσβέσεις για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Σήμερα, υπάρχει δυναμική, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επιτάχυνση των επενδύσεων. 

Πρώτον, το τραπεζικό σύστημα είναι ξανά ισχυρό, χρηματοδοτεί ήδη όλα τα μεγάλα έργα στη χώρα και έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει ακόμη περισσότερες επενδύσεις. 

Δεύτερον, οι περισσότερες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υγιείς ισολογισμούς και καλή κερδοφορία, μέρος της οποίας μπορούν και πρέπει να κατευθύνουν σε νέες επενδύσεις, 

Τρίτον, υπάρχει το μεγάλο εργαλείο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και λοιποί ευρωπαϊκοί πόροι που φτάνουν τα 97 δις έως το 2027», σημείωσε ο κ. Καραβίας.

Όπως παρατήρησε, «η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε ανοδική τροχιά. Ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο ευρωπαϊκό. Το 2023 έκλεισε στο 2,3% – έχοντας τη 6η καλύτερη επίδοση μεταξύ των 20 χωρών της ευρωζώνης. Περιμένουμε ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης άνω του 2% για φέτος και επιτάχυνση στο 2,4% και για τα έτη 2025 και 2026, λόγω της ωρίμανσης των έργων του ΤΑΑ και της βελτίωσης στο εξωτερικό περιβάλλον.

Η δημοσιονομική πειθαρχία έχει γίνει κατανοητή πια, ως θεμέλιο της οικονομικής πολιτικής. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διατηρηθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα και φέτος και τα επόμενα χρόνια. Το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, αλλά μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ με ρυθμό υψηλότερο από κάθε άλλη χώρα. Η πρόσφατη πρόβλεψη του ΔΝΤ (Fiscal Monitor) είναι ότι θα μειωθεί κατά σχεδόν 30 μονάδες, στο 132,8% το 2029, πιθανόν μικρότερο από εκείνο της Ιταλίας.

Μπορεί, κοιτάζοντας από μέσα τα πράγματα, να εστιάζουμε στα προβλήματα, αλλά από το εξωτερικό, μακροσκοπικά, η πρόοδος είναι εντυπωσιακή και αναγνωρίζεται. Οι αγορές μιλούν στην πράξη με τις αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου να είναι χαμηλότερες (στην 5ετία) όχι μόνο από εκείνες των ιταλικών αλλά τώρα πια και των γαλλικών. 

Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσοι αναλυτές θα τολμούσαν μια τέτοια πρόβλεψη πριν ακόμη από 2 ή 3 χρόνια - για να μη θυμηθούμε τι συνέβαινε και πού βρισκόμασταν πριν από μόλις μία δεκαετία. Συνέπεια αυτών είναι η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό να έχει αναβαθμιστεί, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά, σε μια περίοδο με πολλαπλές προκλήσεις στη γειτονιά μας.

Καλά νέα έχουμε και σε άλλα πεδία. Ο ελληνικός τουρισμός τα τελευταία χρόνια σημειώνει αλλεπάλληλα ρεκόρ, αν και η φετινή περίοδος - παρότι εξαιρετική - δείχνει πως μπορεί να βρισκόμαστε κοντά στην κορυφή της δυναμικής του. Η διατήρηση και περαιτέρω αύξηση της συνεισφοράς του τουρισμού στην οικονομία θα απαιτήσει έναν στρατηγικό προσανατολισμό προς τη βελτίωση της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη και όχι μόνο του αριθμού των αφίξεων. 

Τα φορολογικά έσοδα αυξάνουν και υποστηρίζουν ορθές πολιτικές μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης, ιδίως των επιχειρήσεων και των μισθωτών, και μείωσης του μη μισθολογικού κόστους.

Σε σχέση, λοιπόν, με το χτες έχουν γίνει άλματα. Η εικόνα σήμερα είναι θετική, όπως και οι άμεσες προοπτικές. Αλλά, βλέποντας το μέλλον, ο κίνδυνος είναι η επανάπαυση. Δεν έχουμε φτάσει εκεί που θέλουμε και που έχει ανάγκη η χώρα - απέχουμε πολύ. Έχει σημασία να αναγνωρίσουμε τώρα, που είμαστε στον ανοδικό κύκλο, τις προκλήσεις και να κινηθούμε προληπτικά.

Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι αυτή που ανέφερα στην αρχή. Η οικονομία μας δεν έχει ξεφύγει από το καταναλωτικό μοντέλο. Η κατανάλωση αποτελεί ακόμη σήμερα την κύρια συνιστώσα του ΑΕΠ με πολύ υψηλό ποσοστό, στο 68,7%, και περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από το μέσο αντίστοιχο στην Ευρωζώνη. Συγχρόνως, συνέπεια του καταναλωτικού μοντέλου αποτελεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το οποίο έφτασε το 6,3% το 2023, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, και φέτος παρουσιάζει τάση περαιτέρω αύξησης». 

Το πιστεύουμε και το δηλώνουμε εδώ και πολλά χρόνια και νομίζω ότι αποτελεί πια κοινό κτήμα, είπε ο κ. Καραβίας: «για να μπει η οικονομία σε γερές, υγιείς βάσεις, για να στηρίξουμε την απασχόληση και να κρατήσουμε τους νέους στη χώρα, για να αντιμετωπίσουμε τη δημογραφική πρόκληση, για να χρηματοδοτήσουμε στο μέλλον το ασφαλιστικό, για να καλύψουμε τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες και, συνολικά, για να ανασυγκροτήσουμε την οικονομία με όρους μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας δεν υπάρχει παρά ένας μόνο δρόμος. Επενδύσεις σε ενέργεια, υποδομές, τουρισμό, βιομηχανία, βιομηχανική Γεωργία, logistics, data centers, εκπαίδευση».

Κατέληξε αναφέροντας: «Επανέρχομαι στην έκθεση Ντράγκι, η οποία πέρα από το θέμα των επενδύσεων αναφέρει ότι η Ευρώπη υστερεί στο ζήτημα της καινοτομίας. Η Ευρώπη υστερεί στην καινοτομία, αλλά η χώρα μας είναι ουραγός στην 25η θέση των 27 κρατών-μελών. Εδώ η υστέρηση είναι δομική. Συνδέεται με το ύψος των επενδύσεων, αλλά και πιο δύσκολες μεταβλητές, όπως η ποιότητα της εκπαίδευσης. 

Τα Πανεπιστήμιά μας, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, δεν είναι ακόμη επαρκώς εξωστρεφή. Δεν προσελκύουν φοιτητές από το εξωτερικό, ιδίως τη γεωγραφική μας περιφέρεια, ενώ και η έρευνα μοιάζει να κινείται σε δεύτερο πλάνο σε σχέση με την ακαδημαϊκή διδασκαλία. 

Η Ελλάδα, χώρα ελκυστική, που πλεονεκτεί σε τρόπο ζωής, με πολιτιστική κληρονομιά, φυσικό περιβάλλον, δεν έχει άλλους λόγους, εκτός από ιδεοληψίες, να υστερεί στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος εκπαίδευσης, έρευνας και καινοτομίας έναντι χωρών όπως η Ολλανδία. Ο τρόπος που κινήθηκε η Κύπρος τα τελευταία χρόνια μας δίνει ένα απλό και κοντινό παράδειγμα».