Τα έσοδα από προμήθειες καλά κρατούν στις τράπεζες. Το ίδιο συμβαίνει και με τα τοκοχρεολυτικά έσοδα από τις εξυπηρετήσεις των δανείων που έχουν χορηγηθεί από τις τράπεζες. Με ένα μεγάλο ερωτηματικό για τα «πορτοκαλί» και «κόκκινα» δάνεια που μπορεί να προκύψουν σαν αποτέλεσμα της θεομηνίας στο Θεσσαλικό κάμπο.
Εκεί που τα πράγματα πηγαίνουν πιο δύσκολα, είναι στις χορηγήσεις νέων δανείων. Διότι εκεί είναι το μέλλον των τραπεζών. Στα νέα δάνεια. Τα οποία σχετίζονται άμεσα, τόσο με την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και με το ύψος των επιτοκίων. Όσον αφορά την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, τα σημάδια από την αυξητική πορεία του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος είναι απολύτως θετικά. Εκεί που είναι πιο σύνθετα, είναι ως προς το κόστος του χρήματος, όπως είχε αναλύσει ο Κωνσταντίνος Μαριόλης εδώ.
Η κατακόρυφη αύξηση του κόστους δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα σαν αποτέλεσμα της πολιτικής υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, έχει οδηγήσει σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το τραπεζικό σύστημα σε αρνητικές ροές δανείων. Δηλαδή η καθαρή πιστωτική επέκταση ήταν αρνητική κατά 401 εκατ. ευρώ. Που σημαίνει πως οι χορηγήσεις των νέων δανείων ήταν μικρότερες από τις αποπληρωμές των προηγούμενων δανείων.
Και αυτό είναι λογικό, αφού η κατά +67% άνοδος του μέσου σταθμισμένου επιτοκίου από το 3,71% στο 6,21%, που συντελέστηκε τους τελευταίους 12 μήνες, δρα αποτρεπτικά για όποιον σκέφτεται να δανειοδοτηθεί από το τραπεζικό σύστημα. Ειδικά όταν δεν έχει καταστεί σαφής ο χρόνος που θα χρειαστεί μέχρι την επιστροφή του πληθωρισμό στα επίπεδα του 2% που αποτελεί διακαή στόχο της ΕΚΤ. Που θα σημάνει και τη λήξη του συναγερμού και την απαρχή αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.
Ως γνωστόν τα υψηλά επιτόκια έχουν σαν στόχο τη μείωση της ζήτησης. Και αυτό διότι αφενός το «χρήμα που κυκλοφορεί» γίνεται λιγότερο και ακριβότερο και αφετέρου οι συνθήκες χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις γίνονται ολοένα και πιο περιοριστικές λόγω των αυστηρότερων κριτηρίων δανειοδότησης.
Και σήμερα βλέπουμε πως ακόμα και στην καρδιά της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως είναι η Γερμανία να εκφράζονται ανησυχίες για το που μπορεί να οδηγηθεί η Ευρώπη μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Αφού τόσο η παραγωγή όσο και η κατανάλωση, πιέζονται από το κόστος χρήματος.
Με τα επιτόκια της ΕΚΤ για την αποδοχή καταθέσεων και την αναχρηματοδότηση να βρίσκονται στο 4% και 4,5% αντιστοίχως, και την εκτίμηση ότι οποιαδήποτε θετική εξέλιξη θα υπάρξει στην καλύτερη των περιπτώσεων προς τις αρχές του Q3 του 2024, είναι φανερό πως τα επιχειρηματικά πλάνα όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν ανατραπεί.
Έχει επηρεάσει η συγκράτηση της πιστωτικής επέκτασης το εγχώριο τραπεζικό σύστημα; Όπως φαίνεται στις λογιστικές καταστάσεις, όχι. Αφού τα έσοδα από τόκους για το σύνολο των συστημικών τραπεζών, παρουσίασαν αύξηση της τάξης του +60% από το πρώτο εξάμηνο του 2022, έως το πρώτο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη διολίσθηση των τιμών των τραπεζικών μετοχών και η υποχώρηση του Τραπεζικού Χρηματιστηριακού Δείκτη κατά -19%, από τα υψηλά των 1109 μονάδων κάτι δείχνει. Και πιθανότατα αυτό το «κάτι» εκφράζει την ανησυχία των επενδυτών για τις αδύναμες επιδόσεις των νέων δανειοδοτήσεων. Οι αναλυτές εκτιμούν πως η υποχώρηση των τιμών, ίσως και να ενσωματώνει ακόμα και ανησυχίες για αύξηση των κόκκινων δανείων λόγω των επιπτώσεων από τη θεομηνία.
Με δεδομένο ότι οι Ευρωπαϊκοί πόροι που θα διοχετευτούν στη χώρα μας προϋποθέτουν συνέργεια με ιδιωτικά κεφάλαια και τραπεζικές χρηματοδοτήσεις και με δεδομένο επίσης πως στο τέλος του έτους «κλείνουν» κάποιοι κύκλοι αποπληρωμών, είναι πιθανόν αυτό το αρνητικό ισοζύγιο να ανατραπεί. Η αγορά έχει ανάγκη τη μη διατάραξη της πορείας του τραπεζικού success story, που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια.