'Άθικτες παραμένουν οι προοπτικές των θεμελιωδών μεγεθών των ελληνικών τραπεζών, όπως επισημαίνουν μεγάλοι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι.
Οι τριγμοί που προκλήθηκαν παγκοσμίως στον τραπεζικό κλάδο από τις αρχές Μαρτίου έχουν δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών, περισσότερο από την οπτική του κλίματος παρά από αυτή των θεμελιωδών μεγεθών. Ωστόσο, αυτοί οι τριγμοί οδήγησαν σε ένα sell off που ξεπέρασε το 20% γύρω από τις ελληνικές τράπεζες τον Μάρτιο.
Με τις αγορές πλέον πιο ήρεμες και την εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα να έχει σταδιακά αποκατασταθεί, η ορατότητα στο σκέλος της κερδοφορίας έχει βελτιωθεί εκ νέου κάτι που αποτυπώθηκε και στη σημαντική ανάκαμψη του τραπεζικού δείκτη από τον «πυθμένα» που κατέγραψε το Μάρτιο.
Όλοι συμφωνούν ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σήμερα σε θέση να απορροφήσουν τυχόν κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές. Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους. Τα κόκκινα δάνεια από το 44%. σήμερα έχουν υποχωρήσει στο 8%. Οι τράπεζες διατηρούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αρκετά πιο υψηλά του ελάχιστου ορίου και φυσικά έχουν επανέλθει σε κερδοφορία μετά από μία σειρά ζημιογόνων χρήσεων.
Ο τραπεζικός δείκτης από τα χαμηλά της 20ής Mαρτίου 2023 έχει ανακάμψει κατά περίπου 13,49%. Τη μεγαλύτερη ανοδική αντίδραση καταγράφει η μετοχή της Πειραιώς (+20,31%) και ακολουθούν η Εθνική (+14,62%), η Eurobank (+14,11%) και η Alpha Bank (+7,67%).
Οι ελληνικές τράπεζες πιστοποιούν και με τα τριμηνιαία αποτελέσματά τους που έχουν ήδη δημοσιεύσει η Πειραιώς και η Alpha Bank ότι είναι κεφαλαιακά θωρακισμένες, με υγιές χαρτοφυλάκιο, βελτιωμένα καθαρά έσοδα τόκων και τελικά ισχυρή κερδοφορία, που αναμένεται να συνεχιστεί ολόκληρο το έτος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος
Ικανοποίηση για τη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας και τη μείωση των «κόκκινων» δανείων εκφράζει η ΤτΕ. Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα προειδοποιεί λόγω διεθνών αναταράξεων και κινδύνων στην κτηματαγορά. Το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2022: 8,7%) μειώθηκε, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Συνεπώς, οι ενέργειες των τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστούν προκειμένου να επιτευχθεί περαιτέρω σύγκλιση. Η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία το 2022 αποτελεί θετική εξέλιξη, ενώ και το 2023 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση των οργανικών εσόδων. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
Η Morgan Stanley
Αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες, η Morgan Stanley αναφέρει ότι για φέτος αποτελούν το προτιμώμενο «play» μεταξύ των τραπεζών της περιοχής CEEMEA (Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική) για τους εξής λόγους:
-Εξυγίανση του ισολογισμού με αποτέλεσμα μονοψήφιο δείκτη NPE και για τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες από το 4ο τρίμηνο του ‘22,
-Αύξηση των δανείων λόγω της μακροοικονομικής ανάκαμψης, της ανάκαμψης των 'Αμεσων Ξένων Επενδύσεων και τα κονδύλια ανάκαμψης της ΕΕ μεσοπρόθεσμα,
-Υψηλή ευαισθησία των NIMs (καθαρά επιτοκιακά περιθώρια) στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, δεδομένου του υψηλού ποσοστού δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και της χρηματοδότησης που καθοδηγείται τις καταθέσεις όψεως.
-Η ποιότητα του ενεργητικού συνεχίζει να δείχνει ανθεκτικότητα.
Ο αμερικανικός οίκος θέτει σύσταση «overweight» για τη μετοχή της Eurobank, αυξάνοντας την τιμή στόχο στα 1,55 ευρώ (βασικό σενάριο) από 1,37 ευρώ προηγουμένως, ενώ στο "βασικό σενάριαο" η τιμή φτάνει στα 1,90 ευρώ (από 1,82 ευρώ) .
Η Morgan Stanley για την Alpha Bank δίνει "σύσταση υπεραπόδοσης" με τιμή-στόχο τα 1,44 (από 1,37 ευρώ) στο βασικό σενάριο, και στα 1,70 (από 1,67) στο ανοδικό σενάριο.
Η Goldman Sachs
Η Goldman Sachs τονίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν από τα ισχυρότερα αποθέματα ρευστότητας στην ευρωζώνη, ενώ προβλέπει πως ο δείκτης NPE του κλάδου θα υποχωρήσει στο 5% φέτος και στο 3,5% το 2024. Αυξάνει τις τιμές στόχους και των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών. Ειδικότερα, η νέα τιμή στόχος για την Alpha Bank είναι στο 1,70 ευρώ από 1,60 ευρώ προηγουμένως , για την Eurobank στο 1,55 ευρώ από 1,40 ευρώ πριν, για την Εθνική στα 6,20 ευρώ από 5,40 ευρώ πριν και για την Πειραιώς στα 2,75 ευρώ από 2,20 ευρώ.
Η Deutsche Bank
«Ταύρος» για τις ελληνικές τράπεζες δηλώνει η Deutsche Bank και τις αναβαθμίζει, θέτοντας και για τις 4 συστημικές σύσταση αγοράς. Για την Πειραιώς δίνει τιμή - στόχο στα 2,95 ευρώ (από 1,8 ευρώ), για τη Eurobank, με την τιμή στόχο τα 1,7 ευρώ ( από τα 1,45 ευρώ), για την Alpha Bank τα 1,6 ευρώ (από 1,55 ευρώ) και για την Εθνική τα 6,15 ευρώ (από τα 5,1 ευρώ).
Ο οίκος προβλέπει διψήφια μέση κερδοφορία φέτος 10,8% και 10,5% για το 2024 και εκτιμά ότι θα δώσουν μέρισμα με τη μέση μερισματική απόδοση να είναι υψηλή και να προβλέπεται τώρα στο 4,1% και στο 6,2% για τις προοπτικές του 2024. Οι πολλαπλασιαστές κερδών έχουν μέση τιμή 5,4 τώρα.
Η HSBC
Η HSBC παραμένει με συστάσεις «αγορά» και για τις τέσσερις τράπεζες με τιμές στόχους 6,75 ευρώ για την Εθνική , 3,35 ευρώ για την Πειραιώς, 1,45 ευρώ για την Alpha Bank και 1,60 ευρώ για τη Eurobank.
Οι ελληνικές τράπεζες φαίνονται ελκυστικές με 0,55 φορές σε δείκτη P/TBV, 20% χαμηλότερα κάτω από τις αναδυόμενες αγορές και 25% χαμηλότερα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η Eurobank Equities
Η Eurobank Equities υποστηρίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες απολαμβάνουν έναν συνδυασμό ισχυρής ρευστότητας (δείκτης κάλυψης LCR στο 200%, μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ), υγιών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (δείκτες CET 1 στο 14,9%) και χαρτοφυλακίου εμπορικών ακινήτων CRE που ενέχει λιγότερο κίνδυνο από ό,τι σε άλλες αγορές, πιστεύει ότι οι πολύ θετικές προοπτικές του κλάδου παραμένουν άθικτες. Εκτιμά πως η διανομές μερισμάτων θα ξεκινήσουν το 2023, με την Εθνική να κάνει την αρχή, και το 2024 θα ακολουθήσουν Alpha Bank και Πειραιώς. Θέτει τιμές στόχους, στα 1,66 ευρώ για την Alpha Bank , στα 5,90 ευρώ για την Εθνική και στα 3,24 ευρώ για την Πειραιώς.