Ο τραπεζικός κλάδος έχει περάσει από πολλές ρυθμίσεις και αλλαγές προκειμένου να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής (τεχνολογία, προϊόντα, κλπ) αλλά και στην κοινή αρχιτεκτονική κανόνων και θεσμών που διέπει το παγκόσμιο σύστημα μεταφοράς κεφαλαίων. Οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση της σταθερότητας, στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας σε οικονομικούς κλυδωνισμούς, στη μείωση του κόστους των συναλλαγών και στην εναρμόνιση των χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχουν αυξηθεί οι φωνές που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα ή την πραγματική χρησιμότητα που έχει η εντατική ρύθμιση και οι απαιτήσεις σε κανονιστικό και κεφαλαιακό επίπεδο. Κοινώς, οι τράπεζες – και δη οι Ευρωπαϊκές – τείνουν να αναλώνονται περισσότερο σε διαδικασίες και αναφορές και λιγότερο στο πραγματικό αντικείμενο των εργασιών τους.
Ένας προβληματισμός που είναι σε διαρκή συζήτηση είναι το ύψος των ελάχιστων κεφαλαίων που οι τράπεζες οφείλουν να διακρατούν προκειμένου να διασφαλίζουν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, στις περισσότερες χώρες οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να διατηρούν υψηλότερα ελάχιστα κεφαλαιακά αποθέματα προκειμένου ο σταθμισμένος κίνδυνος να είναι μικρότερος και να μειώνονται οι πιθανότητες που θα οδηγούσαν σε μια νέα χρηματοπιστωτική κατάρρευση.
Οι περισσότερες χώρες έχουν μέχρι τώρα εφαρμόσει τους κανονισμούς για τα ελάχιστα κεφαλαιακά αποθέματα της Βασιλείας ΙΙΙ με τις ΗΠΑ να ακολουθούν πάντα με αρκετή καθυστέρηση. Η κυβέρνηση Τραμπ υπήρξε σθεναρός πολέμιος της υποχρέωσης των τραπεζών να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια καθώς αυτό κάνει τις τράπεζες να αποστρέφονται περισσότερο τον κίνδυνο και να είναι λιγότερο πρόθυμες να χρηματοδοτούν έργα που δημιουργούν θέσεις εργασίας και οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, στο θέμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων η εξέταση των δεδομένων του παρελθόντος έδειξε ότι οι υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις έχουν θετικό αντίκτυπο στην οικονομία.
Οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες του Ρίτσμοντ, της Νέας Υόρκης και το ΔΝΤ εξέτασε πώς η αλλαγή των τραπεζικών κεφαλαιακών απαιτήσεων επηρεάζει την αύξηση του ΑΕΠ. Δεν χρειάστηκε να εξετάσουν τις τιμές των μετοχών των τραπεζών και τα αποτελέσματα για τους επενδυτές, διότι είναι προφανές ότι οι τράπεζες που πρέπει να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια είναι λιγότερο κερδοφόρες και συνεπώς τα μερίσματα τους είναι λιγότερα προς στους μετόχους τους. Όμως οι κανονισμοί αυτοί σχεδιάστηκαν για να κρατήσουν την οικονομία και τις καταθέσεις ασφαλείς και να αποτρέψουν μεγάλες οικονομικές καταστροφές. Και φαίνεται ότι από αυτή την άποψη, η ρύθμιση έχει λειτουργήσει.
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τη μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια ενός έως πέντε ετών μετά την αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών. Η διάμεση τιμή είναι η μεγάλη κουκκίδα, ενώ το εύρος της διακύμανσης αντιπροσωπεύει το 95% των αποτελεσμάτων. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι όταν αυξάνονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις η μεταβολή της αύξησης του ΑΕΠ παραμένει αμετάβλητη.
Ακόμα, το εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων περιορίζεται σημαντικά ακόμα και όταν υπάρχει αρνητική ανάπτυξη (ύφεση). Το οποίο σημαίνει ότι οι αυξανόμενες κεφαλαιακές απαιτήσεις μετριάζουν την ανάληψη κινδύνων από τις τράπεζες, αλλά δεν μειώνουν την αύξηση του ΑΕΠ. Ενώ οι περισσότερες ρυθμίσεις τείνουν να αποτυγχάνουν και να δημιουργούν κόστος στη διαχείριση, η κανονιστική δέσμευση των τραπεζών να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια και να δανείζουν λιγότερο επιθετικά είναι μια ρύθμιση που κάνει μάλλον καλά τη δουλειά της.