Έχοντας καλύψει τους φετινούς στόχους από τα ¾ της φετινής χρονιάς ήταν λογικό οι τράπεζες να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους για την πορεία της χρήσης δίνοντας ενθαρρυντικά μηνύματα για την κερδοφορία της επόμενης χρήσης. Καταλύτης για αυτή τη θετική αλλαγή ήταν αφενός η αύξηση των επιτοκίων που ενίσχυσε την βασική πηγή επαναλαμβανόμενου εισοδήματος που προέρχεται από τους τόκους των δανείων και η ανθεκτική συμπεριφορά του δανειακού χαρτοφυλακίου στην αύξηση του κόστους δανεισμού.
Μέχρι στιγμής οι τράπεζες έχουν κατεβάσει στην τελική γραμμή του 2022 κέρδη ύψους 2,85 δισ. ευρώ -και με τη συνδρομή εκτάκτων- ενισχύοντας τα κεφάλαια τους διευκολύνοντας παράλληλα την πιστωτική επέκταση. Η θετική εικόνα αύξησε και την προβλεπτική ικανότητα της επόμενης χρήσης ανεβάζοντας παράλληλα των πήχη των αναμενόμενων επιδόσεων. Να τι θα πρέπει να αναμένουμε από το αναθεωρημένο επιχειρηματικό πλάνο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Eurobank: Αναμφίβολα η Eurobank είχε την πιο επιθετική αναθεώρηση στόχων: Η διαφορά στα ενήμερα δάνεια αναμένεται να φθάσει τα 3 δις ευρώ από 2,3 δις ευρώ, το οργανικό αποτέλεσμα αναμένεται να φθάσει στο 1,1 δισ. ευρώ από 865 εκατ. ευρώ. Η απόδοση της ενσώματης καθαρής (RoTBV) θα προσεγγίσει το 11% από περίπου 10% με τα προσαρμοσμένα κέρδη ανά μετοχή να διαμορφώνονται στα 0,17 ευρώ από 0,14 ευρώ. Το κόστος των απομειώσεων αναμένεται να αυξηθεί στις 70 μονάδες βάσης από 65 δηλώνοντας μια «προληπτικά συντηρητική» στάση. Ο δείκτης NPE αναμένεται να υποχωρήσει στο 5,5% με κάλυψη 70% από 5,8% και 64% όπως είχε εκτιμηθεί αρχικά. Τέλος τα βασικά κεφάλαια FL Β3 CET1 θα διαμορφωθούν στο 14,6% από 13,6%.
Εθνική Τράπεζα: Η τράπεζα αναθεώρησε ανοδικά τα οργανικά κέρδη στα 600 εκατ. ευρώ από 490 εκατ. ευρώ αυξάνοντας παράλληλα την απόδοση της ενσώματης καθαρής θέσης στο 10%, από 9%. Παράλληλα η Εθνική Τράπεζα αναμένει λιγότερα NPEs στο τέλος της χρονιάς στην περιοχή του 5% έναντι 6% αρχικά.
Alpha Bank: Σημαντική είναι η βελτίωση και στις προβλέψεις της Alpha Βank. Το εισόδημα από τόκους το 2022 αναμένεται να αυξηθεί στα 1,3 δις ευρώ από 1,2 δις ευρώ αυξάνοντας τα καθαρά επαναλαμβανόμενα κέρδη στα 400 εκατ. ευρώ από 330 εκατ. ευρώ αρχικά. Της ενσώματης καθαρής (RoTBV) θα προσεγγίσει το 7% από περίπου 6% ενώ τα NPEs θα υποχωρήσουν στο 7% από 8% αρχικά. Το κόστος απομειώσεων είναι αυξημένο κατά 5 μονάδες βάσης έναντι των αρχικών 70. Η Alpha Bank σε βάθος διετίας στοχεύει σε απόδοση 10% της ενσώματης καθαρής θέσης και διανομή μερίσματος από την χρήση του 2023 σε ποσοστό 20-30% των καθαρών κερδών.
Τράπεζα Πειραιώς: Τα επαναλαμβανόμενα κέρδη από μετοχή αναμένεται να φθάσουν τα 0,37 ευρώ από 0,35 πριν, οι δείκτες βασικών κεφαλαίων FL Β3 CET1 θα ξεπεράσουν το 11% από περίπου 11% πριν ενώ η καθαρή επαναλαμβανόμενη κερδοφορία θα προσεγγίσει τα 500 εκατ. ευρώ από περίπου 480 εκατ. ευρώ που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη. Ο δείκτης NPE στο τέλος της χρονιάς θα βρίσκεται κάτω από 8% από περίπου 8% περίπου ενώ η απόδοση της ενσώματης καθαρής (RoTBV) θα προσεγγίσει το 9% από περίπου 8% πριν.
Η αποτίμηση των τραπεζών εξακολουθεί να υστερεί έναντι των Ευρωπαϊκών Τραπεζών οι οποίες διαπραγματεύονται στο 0,7 της καθαρής τους θέσης. Η ψαλίδα του εύρους των εγχώριων αποτιμήσεων φαίνεται να έχει ανοίξει με βάση την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην μείωση των NPEs, στην προσδοκώμενη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων αλλά και το ενδεχόμενο μερισματικής διανομής. Έτσι κοντά στα επίπεδα των Ευρωπαϊκών μέσων όρων αλλά με αξιόλογο ακόμα περιθώριο διαπραγματεύεται η Eurobank (0,66x) και η Εθνική Τράπεζα (0,63x) ενώ αισθητά χαμηλότερα βρίσκονται οι Alpha Bank (0,41x) και Τράπεζα Πειραιώς (0,33x) υποδηλώνοντας και κάποιο ρίσκο αστοχιών στο τελευταίο μίλι του δρόμου προς την κανονικότητα.
Όλες αυτές οι βελτιώσεις δεν είναι τυχαίο ότι έχουν ξαναβάλει τον κλάδο στο στόχαστρο ποιοτικών επενδυτών και δημιουργούν ενδιαφέρον που ξεφεύγει από τα στενά όρια των επενδυτικών κεφαλαίων και αφορά στρατηγική συμμετοχή. Σε άλλες εποχές θα μιλούσαμε για τις παραδοχές των τεστ αντοχής του τραπεζικού κλάδου που είναι προγραμματισμένο για το 2023. Σήμερα μιλάμε για στρατηγικούς επενδυτές. Αν μη τι άλλο αυτή είναι από μόνη της μια μεγάλη πρόοδος που έχει αντανάκλαση και στο Χρηματιστήριο.