Του Γιώργου Παυλόπουλου
Γιατί ανέλαβε η Γερμανία την πρωτοβουλία για την εξεύρεση μιας συμφωνίας στη Λιβύη και όχι μια από τις άλλες χώρες της Ευρώπης που έχουν μάλιστα πιο ενεργή ανάμιξη στις εξελίξεις στην χώρα της βορείου Αφρικής; Η απάντηση, σε μεγάλο βαθμό, πρέπει να αναζητηθεί στη στάση του Βερολίνου τα προηγούμενα χρόνια.
Το 2011, για παράδειγμα, όταν Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο πρωταγωνίστησαν στην βίαιη και μέσω στρατιωτικής επέμβασης ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι, οι Γερμανοί τηρούσαν μια ουδέτερη ουσιαστικά στάση. Επίσης, τη στιγμή που Γάλλοι και Ιταλοί «σκοτώνονταν» για την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας, οι Γερμανοί ήταν ουσιαστικά απόντες και το ενδιαφέρον τους περιοριζόταν στον έλεγχο των προσφυγικών ροών, ειδικά μετά το 2015.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτός ο λόγος που η Ανγκελα Μέρκελ ήταν η οικοδεσπότης της χθεσινής διάσκεψης. Κι αυτό διότι η Γερμανία διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με τους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές της κρίσης στη Λιβύη – δηλαδή, με την Ρωσία και με την Τουρκία. Αντιθέτως, ο Εμανουέλ Μακρόν σχεδόν δεν… μιλιέται με τον Ταγίπ Ερντογάν, όπως φάνηκε και στην «οικογενειακή φωτογραφία» της διάσκεψης.
Μια παλιά ιστορία
Οι ιδιαίτερες και στενές σχέσεις Γερμανίας και Τουρκίας είναι, λοιπόν, ένας ακόμη βασικός παράγοντας που έφερε την πρώτη σε θέση οδηγού όσον αφορά στις κινήσεις που κάνει η Ευρώπη για το ζήτημα της Λιβύης. Πρόκειται, άλλωστε, για σχέσεις που έχουν τόσο οικονομική όσο και πολιτική διάσταση – χωρίς κανείς να παραγνωρίζει και τους ιστορικούς δεσμούς ανάμεσα στις δύο χώρες, που αποδείχθηκαν και με τη σύμπλευσή τους στη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, πριν και μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Οι αριθμοί είναι αδιαμφισβήτητοι
Ειδικά σε οικονομικό επίπεδο, πάντως, οι αριθμοί είναι αδιαμφισβήτητοι: Η Γερμανία, για του λόγου το αληθές, είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός εταίρος της Τουρκίας, με το διμερές εμπόριο να αγγίζει σε αξία τα 35 δισ. δολάρια ετησίως και να αυξάνεται διαρκώς.
Παράλληλα, περισσότερες από 7.000 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων (θυγατρικές ή κοινοπραξίες με τουρκικές) δραστηριοποιούνται στην τουρκική αγορά και μάλιστα σε ιδιαιτέρως κρίσιμους τομείς. Επίσης, οι άμεσες επενδύσεις από τη Γερμανία προς την Τουρκία αντιπροσωπεύουν το 7-8% των συνολικών προς τη χώρα και η ροή συνεχίζεται.
Την ίδια στιγμή, σχεδόν 75.000 τουρκικές επιχειρήσεις – κυρίως μικρές και μεσαίες – λειτουργούν στη Γερμανία, έχοντας ιδρυθεί από μέλη της πολυπληθούς κοινότητας των 3 και πλέον εκατ. Τούρκων που ζουν στη χώρα. Ο κύκλος εργασιών τους ξεπερνά τα 35 δισ. ευρώ ετησίως και συνεισφέρει σημαντικά στο γερμανικό ΑΕΠ.
Σημαντικός είναι και ο αριθμός των Γερμανών τουριστών που επισκέπτεται την Τουρκία, ο οποίος τείνει να φτάσει τα 4 εκατ. σε ετήσια βάση, προσφέροντας έσοδα πολλών δισ. στον προϋπολογισμό της. Αλλά και σε επίπεδο εξοπλισμών, η αξία των γερμανικών εξαγωγών προς την Τουρκία το 2019 άγγιξαν τα 300 εκατ. ευρώ.
Η κρίση του προσφυγικού
Πέρα από όλα αυτά, φυσικά, ρόλο-κλειδί για την περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στο Βερολίνο και την Άγκυρα έχει παίξει η προσφυγική κρίση. Η κορύφωσή της, το 2015, κλόνισε την κυβέρνηση Μέρκελ και την ανάγκασε να πρωταγωνιστήσει για την υπογραφή μιας συμφωνίας ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία, κάτι που έγινε τον Μάρτιο του 2016.
Έκτοτε και παρά τις κατά καιρούς σοβαρές αναταράξεις που γνώρισαν οι διμερείς σχέσεις – όπως συνέβη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, όταν το Βερολίνο αρνήθηκε να εκδώσει τους αντιπάλους του Ερντογάν που είχαν ζητήσει άσυλο (υπηρετούσαν κυρίως στις υπηρεσίες του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη) – η γερμανική πλευρά προάσπισε ως κόρη οφθαλμού αυτή τη συμφωνία.
Η ίδια δε η καγκελάριος φρόντισε να μην κόψει ποτέ τους δεσμούς της με τον Ερντογάν, έστω κι αυτός συχνά είχε περάσει… γενεές δεκατέσσερις την Γερμανία, κατηγορώντας την ακόμη και για περίθαλψη «τρομοκρατών», δηλαδή γκιουλενιστών και Κούρδων αντικαθεστωτικών. Αποδεικνύοντας, έτσι, για μια ακόμη φορά ότι στη διπλωματία και τις διεθνείς σχέσεις (για το Βερολίνο, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό…), ο σκοπός αγιάζει τα μέσα – ειδικά όταν ο σκοπός έχει τόσο μεγάλη αξία, όση η Τουρκία για τη Γερμανία.