Του Γιώργου Παυλόπουλου
Τέλος τα ψέματα. Σε μερικές ώρες, το πρωί της Πέμπτης, οι κάλπες θα ανοίξουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και όταν κλείσουν, τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας, θα δώσουν απάντηση στο βασικό ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα και τους πολίτες της από τις 23 Ιουνίου 2016. Από την στιγμή, δηλαδή, της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος που αποφάσισε την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εάν ο Μπόρις Τζόνσον και οι Συντηρητικοί καταφέρουν να διασφαλίσουν – εκτός από το υψηλότερο ποσοστό που είναι δεδομένο – και την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή των 650 εδρών, τότε θεωρητικά τα πράγματα θα απλοποιηθούν. Διότι ο πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί (και δεν έχει λόγο να αθετήσει την υπόσχεσή του) ότι τότε θα προχωρήσει ταχύτατα στην έγκριση της συμφωνίας που έχει ήδη συνάψει με την ΕΕ. Κι αυτό, με τη σειρά του, θα ανοίξει τον δρόμο για την ολοκλήρωση του Brexit ως τις 31 Ιανουαρίου 2020, οπότε και λήγει η νέα παράταση η οποία έχει δοθεί από τις Βρυξέλλες.
Σε αντίθετη περίπτωση, εφόσον δηλαδή ο Τζόνσον δεν πάρει την πλειοψηφία, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ο ηγέτης των Εργατικών έχει υποσχεθεί, από την πλευρά του, ότι θα οδηγήσει τη Βρετανία σε δεύτερο δημοψήφισμα, εντός του Ιανουαρίου, δίνοντας στους πολίτες τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε τη συμφωνία αποχώρησης (την υπάρχουσα ή μια νέα την οποία ελπίζει ότι θα προλάβει να πετύχει) είτε την παραμονή στην ΕΕ.
Για να συμβεί, βεβαίως, κάτι τέτοιο, θα πρέπει πρώτα να έχει καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση με τη στήριξη των άλλων κομμάτων, όπως των Φιλελευθέρων και των Σκοτσέζων του SNP. Κι αυτά είναι σίγουρο ότι θα θέσουν όρους – και πάνω από όλα, ότι η κυβέρνηση που θα γίνει θα έχει «ειδικό σκοπό» και δεν θα έρθει για να βγάλει τετραετία.
Εφόσον πάντως οδηγηθούμε στο δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά δεδομένο. Άλλωστε, στο συγκεκριμένο ερώτημα – αποχώρηση ή παραμονή στην ΕΕ – οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο διχασμός στη βρετανική κοινωνία καλά κρατεί.
Άλλο ποσοστά και άλλο έδρες
Εδώ, πρέπει να προειδοποιήσουμε τους αναγνώστες του liberal να μην βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα με βάση τα ποσοστά που θα δίνουν τα exit polls. Κι αυτό διότι το εκλογικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου, πεμπτουσία του οποίου είναι η απλή πλειοψηφία στις 650 μονοεδρικές περιφέρειες, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ένα κόμμα να θριαμβεύσει σε ποσοστό, αλλά να μην έχει την απόλυτη πλειοψηφία σε έδρες.
Για να συμβεί, βεβαίως, αυτό, θα πρέπει να υπάρξουν μαζικές «υπόγειες» μετακινήσεις ψηφοφόρων όλων των άλλων κομμάτων προς τον ή την υποψήφιο κάθε περιφέρειας που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει του ή της αντιπάλου του από τους Τόρις. Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι όλοι θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι το πλέον πιθανό σενάριο, η εμπειρία (ειδικά από τη Βρετανία) έχει δείξει πως όλα μπορούν να γίνουν.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, πάντως, όπως εύκολα καταλαβαίνουν οι πάντες, η αυριανή αναμέτρηση είναι αμφίρροπη και δύσκολα προβλέψιμη. Το παραδέχθηκε χθες και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι είναι πολύ μεγάλος ο κίνδυνος ενός νέου κοινοβουλευτικού αδιεξόδου και καλώντας τα στελέχη και τους οπαδούς του κόμματός του να δώσουν τη μάχη μέχρι τέλους για κάθε ψήφο.
Η αναμέτρηση αυτή είναι, ταυτόχρονα, εξαιρετικά κρίσιμη, για το μέλλον τόσο του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και της ΕΕ. Διότι, πολύ απλά, ό,τι και να λένε όλοι και όσο σίγουροι και αν εμφανίζονται, ένα «διαζύγιο» θα αποτελέσει μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης, η οποία αναμφίβολα θα επιταχύνει τις εξελίξεις και τις ανακατατάξεις στη Γηραιά Ήπειρο. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που ορισμένοι βιάζονται να τελειώνει το Brexit, ελπίζοντας την επόμενη ημέρα να πιάσουν καλύτερο «στασίδι». Ο Εμανουέλ Μακρόν πρώτος από όλους.