Τους διαύλους επικοινωνίας με τον Βλαντιμίρ Πούτιν αποκαθιστά ο Όλαφ Σολτς με ένα ωριαίο τηλεφώνημα που έρχεται μεσούσης της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία και καταδεικνύει ότι κάτι αλλάζει πλέον στη στάση του Βερολίνου εν όψει της πρόωρης κάλπης της 23ης Φεβρουαρίου, και σαφώς ως απόρροια της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το ζήτημα της Ουκρανίας και της χρηματοδότησης της άμυνάς της έναντι του Ρώσου εισβολέα διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην πολιτική κρίση που οδήγησε στην κατάρρευση του τρικομματικού συνασπισμού υπό τον Όλαφ Φολτς, με τη διαμάχη σχετικά με πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες να έχει αποτελέσει τελικά το «κερασάκι στην τούρτα» που οδήγησε στην αποπομπή του Κρίστιαν Λίντνερ και την «έξοδο» των Φιλελευθέρων του FDP.
Με την κλυδωνιζόμενη γερμανική οικονομία σε πρώτο πλάνο, η Ουκρανία βρίσκεται στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας που έχει ήδη αρχίσει στο Βερολίνο, με τον Όλαφ Σολτς να αναλαμβάνει μία αναμενόμενη για κάποιους, πρόωρη και βεβιασμένη κατ’ άλλους, πρωτοβουλία να συνομιλήσει με τον Πούτιν τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμη σταθμίσει συνολικά το νέο περιβάλλον στις διατλαντικές σχέσεις, και ειδικά στο Ουκρανικό, ενώπιον της επανεκλογής Τραμπ.
Το τηλεφώνημα ήλθε σε συνέχεια της συνομιλίας που είχε ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν (αν και επισήμως το Κρεμλίνο το διέψευσε), και ενώ είναι δεδομένο πως ο Τραμπ σκοπεύει να έλθει σε συμφωνία με τον Ρώσο πρόεδρο για να τερματιστεί ο πόλεμος, οδηγώντας το Κίεβο σε μία διαπραγμάτευση που πιθανότατα θα σηματοδοτεί την απώλεια του 20% των εδαφών του.
Στο Βερολίνο από την άλλη -που η κυβερνητική κρίση ξέσπασε τη χειρότερη δυνατή στιγμή- το κλίμα είναι πολύ διαφορετικό. Εκεί κυρίαρχη είναι η άποψη ότι οποιαδήποτε παράδοση στη Ρωσία ουκρανικού εδάφους θα επέτρεπε στον Βλαντιμίρ Πούτιν να διεκδικήσει την επαναχάραξη των συνόρων της Ευρώπης με τη βία και να υποτάξει κυρίαρχο κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Το τηλεφώνημα, ωστόσο, ήλθε να καταδείξει πως η αμερικανική προεδρική κάλπη και οι επικείμενες εκλογές στη Γερμανία ίσως αλλάζουν τα δεδομένα.
Ήταν η πρώτη επικοινωνία Σολτς-Πούτιν έπειτα από μία διετία, και ήλθε σε κρίσιμη καμπή του πολέμου στην Ουκρανία. Η Μόσχα, με την υποστήριξη και Βορειοκορεατών στρατιωτών, σχεδιάζει μια σημαντική αντεπίθεση για να εκδιώξει τις ουκρανικές δυνάμεις από τη δυτική περιοχή του Κουρσκ, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις σημειώνουν ταχεία συστηματική πρόοδο στην προέλαση στην ανατολική Ουκρανία.
Κατά τον εκπρόσωπο της γερμανικής κυβέρνησης Στέφεν Χέμπερσταϊτ, ο Γερμανός καγκελάριος κάλεσε τον Πούτιν να αποσύρει τα στρατεύματά του από την Ουκρανία και να έλθει σε συνομιλίες με το Κίεβο για την επίτευξη «δίκαιης και διαρκούς ειρήνης». Ο Σολτς εξέφρασε την ανησυχία του και για την εμπλοκή Βορειοκορεατών στρατιωτών στο μέτωπο, προειδοποιώντας ότι θα αποτελούσε σοβαρή κλιμάκωση. Παράλληλα, εξέφρασε την πρόθεση της Γερμανίας να στηρίξει την Ουκρανία στον «επιθετικό πόλεμο» εναντίον της για όσο περισσότερο δυνατόν.
Στη σχετική ανακοίνωση που εκδόθηκε την ίδια στιγμή από το Κρεμλίνο αναφέρεται ότι ο Πούτιν μετέφερε στον Όλαφ Σολτς πως τυχόν συμφωνία για την Ουκρανία θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις «νέες εδαφικές πραγματικότητες και τα βαθύτερα αίτια της σύγκρουσης», τα οποία παγίως αποδίδει στις πολιτικές του ΝΑΤΟ. Το πλαίσιο που έχει θέσει ο Πούτιν από τον Ιούνιο για τον τερματισμό του πολέμου είναι ότι η Ουκρανία θα πρέπει να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της για το ΝΑΤΟ και να αποσύρει όλα τα στρατεύματά της από το σύνολο του εδάφους των τεσσάρων επαρχιών στο Ντονμπάς, το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων ελέγχει και έχει μονομερώς προσαρτήσει η Μόσχα.
Η γερμανική κυβέρνηση ενημέρωσε πως ο Όλαφ Σολτς είχε συνομιλήσει με τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ενημερώνοντας τον για την επικείμενη συνομιλία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Θα συνομιλούσε ξανά στη συνέχεια με τον Ζελένσκι, και θα ενημέρωνε και τους δυτικούς συμμάχους για το περιεχόμενο της συνομιλίας.
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι φέρεται σύμφωνα με δημοσιεύματα να είχε καλέσει τον Σολτς να μην έλθει σε επαφή με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, λέγοντας ότι αυτό θα μείωνε το καθεστώς απομόνωσης του Ρώσου ηγέτη και δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα ως προς τον τερματισμό του πολέμου. Όταν το τηλεφώνημα έγινε και η συνομιλία άρχισε να κάνει τον γύρο του κόσμου, ο Ζελέσνκι επανήλθε λέγοντας δημόσια ότι η επικοινωνία «άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας» υπονομεύοντας τις προσπάθειες απομόνωσης του Πούτιν. «Τώρα μπορεί να υπάρξουν και άλλες συζητήσεις, άλλα τηλεφωνήματα. Μόνο πολλά λόγια. Και αυτό είναι ακριβώς αυτό που ήθελε εδώ και καιρό ο Πούτιν: είναι εξαιρετικά σημαντικό γι' αυτόν να εξασθενήσει η απομόνωσή του».
Από την όλη εξίσωση, δεν λείπει το γεγονός ότι ο Όλαφ Σολτς βρίσκεται ενώπιον πολιτικής πίεσης από την Άκρα Δεξιά και την πλατφόρμα Βάγκενγκνεχτ που πρόσκεινται στη Ρωσία, και θέλουν τη διακοπή της γερμανικής βοήθειας προς το Κίεβο και τη λήξη του πολέμου. Ουσιαστικά το τηλεφώνημα αυτό αποτελεί μία σημαντική διπλωματική εξέλιξη, η οποία αντανακλά την πολύπλοκη αλληλεπίδραση της εσωτερικής πολιτικής, των διεθνών σχέσεων και της συνεχιζόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία. Η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της Ουκρανίας σε χρήματα και όπλα μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η διεξαγωγή των πρόωρων εκλογών στις 23 Φεβρουαρίου σημαίνει ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα βρίσκεται εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας όταν ο Τραμπ θα ορκίζεται πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 20 Ιανουαρίου -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ευρώπη που τη δεδομένη στιγμή χρειάζεται ισχυρή ηγεσία απέναντι στο δόγμα Τραμπ «Πρώτα η Αμερική». Αυτό σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στη γερμανική και ευρωπαϊκή πολιτική, με πιθανές συνέπειες για την ευρωπαϊκή συνεργασία, εν αναμονή των κινήσεων του νέου προέδρου στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, πρωτίστως στο μέτωπο της Ουκρανίας, και φυσικά στο πεδίο της οικονομίας.
Ο Όλαφ Σολτς, ο λιγότερο δημοφιλής καγκελάριος της Γερμανίας, βρίσκεται αντιμέτωπος με πιέσεις από το εσωτερικό του SPD να παραιτηθεί και να αφήσει τον υπουργό Άμυνας Μπόρις Πιστόριους να οδηγήσει το κεντροαριστερό κόμμα του στις ομοσπονδιακές εκλογές του επόμενου έτους. Αν ο Πιστόριους, ο οποίος είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός στη χώρα εδώ και καιρό, είναι υποψήφιος πρωθυπουργός, το SPD εκτιμάται ότι θα λάβει περισσότερες ψήφους. Οι ψήφοι του κόμματος εκτιμάται ότι κινούνται στην εκλογική κλίμακα του 16%, περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τις εκλογές του 2021 και στην τρίτη θέση πίσω από την εθνικολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Πρώτη δύναμη είναι σταθερά επί μήνες στις δημοσκοπήσεις οι Χριστιανοδημοκρατική/Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CDU-CSU).