Mε κέρδη ολοκλήρωσαν τις συναλλαγές οι ευρωαγορές, μετά το deal εξαγοράς της Credit Suisse από την UBS. Η μετοχή της πρώτης σημείωσε απώλειες άνω του 55%, ενώ της UBS κέρδισε 1,26%.
Ο Dax κέρδισε 1,12%, ο CAC 1,27%, o Stoxx 600 0,98% και ο FTSE 0,93%. Όπως αναφέρουν αναλυτές στο CNBC, η νευρικότητα στις αγορές έρχεται μετά τη συμφωνία εξαγοράς με τους φόβους για γενικευμένη τραπεζική κρίση από τη μία να υποχωρούν, από την άλλη όμως να εκφράζονται αμφιβολίες σχετικά με τον τρόπο που έγινε η εξαγορά.
Νωρίτερα, με σημαντικές απώλειες έκλεισαν οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες στις ασιατικές αγορές, με το Χονγκ Κονγκ να καταγράφει απώλειες της τάξεως του 2,65%.
Παράλληλα, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός δείκτης σημειώνει πτώση 5,92%, καθώς οι τελευταίες εξελίξεις φαίνεται να έχουν επηρεάσει στην εμπιστοσύνη των επενδυτών γενικότερα στον τραπεζικό κλάδο. Συγκεκριμένα, στο Παρίσι, η BNP Paribas σημείωσε πτώση άνω του 8% και η Société Générale άνω του 7%. Στη Φρανκφούρτη, η Deutsche Bank σημείωσε απώλειες άνω του 6% και η Commerzbank σχεδόν 5%. Στο Λονδίνο, η Standard Chartered υποχώρησε άνω του 6%, η NatWest πάνω από 4% και η HSBC 3%.
Το ιστορικό της εξαγοράς
H εξαγορά της Credit Suisse από την UBS έναντι 3,2 δισ. δολαρίων πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα. Την ίδια στιγμή όμως η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας επιχειρεί να στείλει ηχηρό μήνυμα στην επενδυτική κοινότητα για την διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, «θωρακίζοντας» το deal με δάνεια 108 δισ. δολαρίων και κρατικές εγγυήσεις 9 δισ.
Το βέβαιο είναι σε μια κατάσταση ακραίας αβεβαιότητας, η εξαγορά της Credit Suisse από την UBS επέτρεψε την εξεύρεση λύσης για την εγγύηση της σταθερότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το τίμημα έγινε σε αξία 3 δισ. φράγκων ή 3,23 δισ. δολ. με την τιμή να διαμορφώνεται στα 0,76 φράγκα ανά μετοχή, πολύ χαμηλότερα από αυτήν στην οποία έκλεισε την Παρασκευή ο τίτλος της Credit Suisse (1,86 ελβετικά φράγκα).
Στο μέτωπο της παροχής κρατικών εγγυήσεων, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ελβετίας χορηγεί στην UBS ποσά ύψους 9 δισ. φράγκων για την ανάληψη πιθανών ζημιών που προκύπτουν από κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία που αναλαμβάνει η τράπεζα.
Οι ελβετικές ρυθμιστικές αρχές αναγκάστηκαν να παρέμβουν για να βρεθεί άμεση λύση, προκειμένου να αποτρέψουν τη διάχυση της κρίσης εμπιστοσύνη προς την Credit Suisse σε ολόκληρο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αυτή η λύση «δεν είναι μόνο αποφασιστική για την Ελβετία (...) αλλά για τη σταθερότητα του συνόλου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος», δήλωσε ο πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου παρουσία των προέδρων των δύο ελβετικών τραπεζικών κολοσσών, του Κολμ Κέλεχερ για την UBS και του Άξελ Λέχμαν για την Credit Suisse και του προέδρου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας Αλαίν Μπερσέ.
Της συμφωνίας για την διάσωση του 167 ετών ελβετικού τραπεζικού γίγαντα προηγήθηκε ένας αγώνας δρόμου όλων των εμπλεκομένων, προκειμένου αυτή να κλείσει εντός της ημέρας, πριν ανοίξουν οι παγκόσμιες αγορές.
Οι επιπτώσεις στις θέσεις εργασίας δεν είναι για την ώρα σαφείς. Η UBS δήλωσε ότι αναμένει ετήσια εξοικονόμηση κόστους περίπου 7 δισ. δολαρίων μέχρι το 2027.
Σύμφωνα με την Ελβετική Εποπτική Αρχή Χρηματοπιστωτικών Αγορών (FINMA) η ρευστότητα θα προσφερθεί από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας θα περιλαμβάνει δάνειο που θα καλύπτεται από ομοσπονδιακή εγγύηση. Παράλληλα, έκανε γνωστό πως θα είναι δυνατή η συνέχιση όλων των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των δύο τραπεζών χωρίς περιορισμούς ή διακοπές. Ενώ ανακοίνωσε πως θα συνεργαστεί με τις εθνικές και διεθνείς αρχές, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και η Βρετανική Ρυθμιστική Αρχή (BPRA).
Όπως τόνισε η υπουργός Οικονομικών της Ελβετίας, Κάριν Κέλερ Σούτερ, η χρεοκοπία μιας παγκοσμίως σημαντικής τράπεζας θα δημιουργούσε ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Ενώ επισήμανε ότι δεν πρόκειται για κρατική διάσωση της τράπεζας αλλά εμπορική λύση, καθώς «θέλαμε να αποφύγουμε τη διάσωση», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας υπογράμμισε πως μια αποτυχία θα είχε σοβαρή συνέπεια στη διεθνή φήμη της Ελβετίας.
Η συγχώνευση των δύο τραπεζικών κολοσσών, που συγκαταλέγονται στο κλαμπ των 30 τραπεζικών ιδρυμάτων που είναι υπερβολικά σημαντικά για να πτωχεύσουν, έπρεπε να ολοκληρωθεί και ανακοινωθεί πριν από το άνοιγμα των ασιατικών αγορών, με την ελπίδα ότι η κίνηση αυτή θα αρκέσει για να προλάβει τον γενικευμένο πανικό.
Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε αναβρασμό από την στιγμή που οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αύξησαν σημαντικά τα επιτόκιά τους για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό. Πολλές τράπεζες δεν είχαν προετοιμασθεί για την κίνηση αυτή έπειτα από πολλά χρόνια πρόσβασης σε φθηνό χρήμα.
Η πρόσφατη πτώχευση της Silicon Valley Bank και άλλων τοπικών αμερικανικών τραπεζών αύξησε την αγωνία των επενδυτών και τους ώθησε προς την πώληση τραπεζικών τίτλων που θεωρήθηκαν επισφαλείς.
Στην περίπτωση της Credit Suisse, παρά τις προσπάθειες της διεύθυνσής της να θέσει σε εφαρμογή τριετές σχέδιο αναδιάρθρωσης, οι επενδυτές κατευθύνθυηκαν προς την έξοδο, ενώ η τράπεζα είχε δυσκολίες πρόσβασης σε ρευστότητα σε λογικές τιμές.
Ενα πακέτο 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων που χορήγησε την Τετάρτη η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας έπειτα από μία μαύρη μέρα στο χρηματιστήριο δεν έδωσε παρά μία σύντομη ανάπαυλα στην τράπεζα.
Οι ρυθμιστικές αρχές και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντιμετώπισαν τεράστιες πιέσεις από τους κύριους οικονομικούς εταίρους της Ελβετίας για την εξυγίανση της κατάστασης πριν αυτή μολύνει ολόκληρο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τους Financial Times και το Blick, οι πελάτες της τράπεζας απέσυραν 10 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα μέσα σε μία ημέρα στο τέλος της περασμένης εβδομάδας.