Μπορούν οι μετοχές να σπάσουν το ρεκόρ διετίας;
Shutterstock
Shutterstock

Μπορούν οι μετοχές να σπάσουν το ρεκόρ διετίας;

Πέρυσι η χρηματιστηριακή αγορά της Wall Street κατάφερε να σβήσει σχεδόν όλες τις απώλειες που υπέστη το 2022. Ήταν λογικό. Οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, διέψευσαν τους φόβους ύφεσης και ο πληθωρισμός φαίνεται να δαμάστηκε. Ωστόσο, οι μετοχές δεν είναι φθηνές πλέον.

Ποια θα είναι η πορεία των μετοχών φέτος; Η μόνη ειλικρινής απάντηση στο ερώτημα αυτό στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς είναι ότι ουδείς γνωρίζει. Είναι όμως ευκολότερο να προβλεφθεί το πώς θα πορευτούν σε ορίζοντα δεκαετίας.

Οι τσιμπημένες μετοχές τεχνολογίας που ήταν οδηγοί της αγοράς πέρυσι δεν τα πήγαν καλά τις πρώτες ημέρες του 2024. Οι «υπέροχες 7» -Apple, Microsoft, Alphabet, Amazon, Nvidia, Tesla και Meta- χάνουν 0,9% φέτος σε σύγκριση με απώλειες 0,1% στον S&P 500.

Ο κλάδος της τεχνολογίας δεν είναι ο μόνος που είναι ακριβός σήμερα. Με εξαίρεση την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες και το real estate, οι πολλαπλασιαστές κερδών (Ρ/Ε) σήμερα είναι υψηλότεροι από τον ιστορικό μέσο όρο από το 1999.

Το συμπέρασμα δεν είναι απαραίτητα ότι επίκειται διόρθωση, ούτε ότι το 2024 θα είναι άσχημη χρονιά για το χρηματιστήριο ή για τις υπέροχες 7 μετοχές.

Δεδομένης της δυναμικής της αμερικανικής οικονομίας, το ιστορικό υψηλό που κατέγραψε ο δείκτης S&P 500 στις 3 Ιανουαρίου του 2022 μπορεί να καταρριφθεί σύντομα. Τα επίπεδα αποτιμήσεων δεν είναι τελικά καλός δείκτης του πότε οι επενδυτές πρέπει να πωλούν μετοχές.

Σε αυτό που τα Ρ/Ε είναι καλοί δείκτες είναι στο να προβλέπουν το μέγεθος των μακροχρόνιων αποδόσεων. Αυτό είναι το πόρισμα μελέτης του καθηγητή Robert Shiller του πανεπιστημίου Yale, ο οποίος ερεύνησε την πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς από το 1871 μέχρι το 2023.

Η μελέτη κατέληξε στ' ότι οι αποτιμήσεις είναι κακός οδηγός για το πού θα βρίσκονται οι μετοχές σε ένα χρόνο, αλλά πολύ καλύτερος οδηγός για να προβλεφθεί η μακροπρόθεσμη απόδοσή τους.

Οι επενδυτές που τοποθετούνται σε μετοχές στο ξεκίνημα ενός οικονομικού κύκλου συνήθως αμείβονται με υψηλότερες αποδόσεις. Όσοι επένδυσαν το 1949 πέτυχαν ετήσια απόδοση 19% την επόμενη δεκαετία, προσαρμοσμένη για τον πληθωρισμό, σύμφωνα με τη μελέτη. Ο λόγος ήταν ότι οι τιμές των μετοχών άργησαν να προσαρμοστούν στη μεταπολεμική αύξηση των εταιρικών κερδών.

Παρομοίως, οι επενδυτές που αγόρασαν φτηνές μετοχές στην πτώση του 1980 κατάφεραν ετήσια απόδοση 12% στα χρόνια της προεδρίας του Ronald Reagan.

Αντίθετα, οι τοποθετήσεις σε υπερτιμημένες μετοχές το 1966 έδωσαν ετήσια απόδοση 0,4%. Και οι τοποθετήσεις σε μετοχές σε χρονιές επενδυτικής μανίας, όπως το 1929 ή το 1999, κατέληξαν σε μεγάλες ζημιές.

Υπήρξαν και εξαιρέσεις. Οι μετοχές τα πήγαν καλά μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 καθώς η κολοσσιαία πτώση της κερδοφορίας ήταν έκτακτο γεγονός που έκανε τις αποτιμήσεις να φαίνονται ακριβές.

Η δυσκολία με τη νέα χρονιά που ξεκίνησε είναι ότι η οικονομία τεχνικά ανακάμπτει από μια επιβράδυνση, αλλά στην πραγματικότητα όχι. Η ύφεση της πανδημίας προκλήθηκε από τις αρχές για λόγους υγειονομικούς και ο στασιμοπληθωρισμός που θα ακολουθούσε δεν επιβεβαιώθηκε.

Πιο απλά, είναι δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά αν η οικονομία βρίσκεται σήμερα στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος ενός κύκλου.

Μπορεί να γίνει ένας παραλληλισμός με το 2013, τότε που ξεκίνησε μια άνοδος της κερδοφορίας των επιχειρήσεων μετά από πτωτική περίοδο. Οι επενδυτές που αγόρασαν τότε είδαν τις τιμές των μετοχών να αυξάνονται 10% ετησίως την επόμενη δεκαετία. Για να το πετύχει αυτό η αγορά έπρεπε το Ρ/Ε της να ανέβει από το 17 στις 23 φορές με την κερδοφορία των επιχειρήσεων να αυξάνεται μόνο κατά 8%. Για να επαναληφθεί η απόδοση αυτή την επόμενη δεκαετία οι αποτιμήσεις θα πρέπει να φτάσουν σε Ρ/Ε 28.

Αν υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 2% ένα νοικοκυριό που επενδύει 1.000 ευρώ σήμερα θα αναμένει ότι η επένδυσή του θα έχει αυξηθεί στα 2.591 ευρώ το 2034 αν οι τιμές των μετοχών και τα μερίσματα αυξηθούν όπως την περίοδο 2013-2023. Αν η αγορά πορευτεί όπως έκανε κατά μέσο όρο την περίοδο μετά το 1871, η επένδυση θα έχει αυξηθεί στα 2.000 ευρώ. Τελικά, οι μετοχές δεν έχουν αντικαταστάτη στα χαρτοφυλάκια. Όμως, οι επενδυτές δεν πρέπει να δείχνουν τον ίδιο ενθουσιασμό σήμερα με αυτόν που έδειχναν την περασμένη δεκαετία.