Οι ανησυχίες των αξιωματούχων της Fed για την πορεία του πληθωρισμού και το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων οδήγησε και σήμερα σε απώλειες τη Wall.
Σε αυτό το κλίμα ο Dow υποχώρησε 0,52% στις 34.765 μονάδες, ο Nasdaq 1,15% στις 13.474 μονάδες και ο S&P 500 0,38% στις 4.404 μονάδες.
Όπως αναφέρει το CNBC από τα πρακτικά της Fed φαίνεται πως οι αξιωματούχοι της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας βλέπουν πολλές αβεβαιότητες στην οικονομία και τις αγορές και ανησυχούν για τον επίμονο πληθωρισμό. «Το γεγονός πως οι αξιωματούχοι της Fed βλέπουν αυξημένες πιθανότητες για νέες αυξήσεις επιτοκίων θέτει σε αμφισβήτηση της επικρατούσα μέχρι σήμερα άποψη ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν αμετάβλητα» σχολιάζουν αναλυτές.
Στα πρακτικά αναφέρεται πως «ο πληθωρισμός κινείται σε υψηλότερα επίπεδα από τον στόχο, ενώ η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική. Ο συνδυασμός των δύο ίσως οδηγήσει σε μεγαλύτερη νομισματική σύσφιξη. Στόχος είναι ο πληθωρισμός να επιστρέψει στο βιώσιμο επίπεδο του 2%».
Περνώντας στα μακροοικονομικά στοιχεία της ημέρας ανακοινώθηκε αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής τον Ιούλιο κατά 1%. Η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε 0,5%, με τα αυτοκίνητα να σημειώνουν σημαντική άνοδο 5,2%. Η παραγωγή των εταιρειών κοινής ωφελείας σημείωσε άλμα 5,4% και ο εξορυκτικός κλάδος είδε αύξηση της παραγωγής κατά 0,5%.
Τα σημαντικότερα αρνητικά νέα στις ΗΠΑ σχετίζονται με τις αξιολογήσεις της Moody’s, που αφορούν την οικονομική κατάσταση και την πιστοληπτική ικανότητα των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών. Η Moody’s ήδη από τον Μάρτιο έχει χαρακτηρίσει σαν αρνητική, την εικόνα του Αμερικανικού τραπεζικού συστήματος (Negative Outlook) και έχει μειώσει από τον Απρίλιο, τη βαθμολογία του Macro Profile του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ σε «Strong +» από «Very Strong –».
Παράλληλα, η Moody’s στην πρόσφατη αξιολόγηση 27 μεγαλύτερων Αμερικανικών τραπεζών, ανέφερε πως η αύξηση των επιτοκίων από την πλευρά της Fed, μειώνει την αξία των Αμερικανικών τραπεζών, καθώς μειώνει την αποτίμηση των τίτλων σταθερού εισοδήματος που διαθέτουν στα χαρτοφυλάκιά τους, αυξάνει τον κίνδυνο της μη εξυπηρέτησης δανείων που έχουν δοθεί, μειώνει τη διάθεση για νέο δανεισμό και ενέχει κινδύνους ρευστότητας.