Τα χρηματιστήρια εισέρχονται στον τελευταίο μήνα των συναλλαγών τους, με μια αξιοσημείωτη προίκα. Προίκα ύψους $2,5 τρισεκατομμυρίων. Διότι κατά το ποσό αυτό, έχει αυξηθεί η κεφαλαιοποίηση της Wall Street από τις 6 Νοεμβρίου μέχρι σήμερα. Η εκλογή Τραμπ έχει χαρίσει σε ημερήσια βάση περισσότερα από $165 δισ. στους επενδυτές.
Με την απόδοση του S&P 500 να βρίσκεται στο 28% από την αρχή του έτους, είναι εξαιρετικά πιθανό ο συγκεκριμένος δείκτης να υπερβεί στο τέλος του χρόνου κατά 200%, τη μέση ιστορική ετήσια απόδοσή του. Περίμενε κανείς, πέρσι τέτοια εποχή, αυτήν την απόδοση για το 2024; Όχι.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και προβλέψεις των ισχυρότερων επενδυτικών τραπεζών και των μεγαλύτερων χρηματιστηριακών εταιρειών, η τιμή - στόχος του S&P 500 για το 2024 ήταν οι 4875 μονάδες. Δηλαδή 20% χαμηλότερα από το χθεσινό κλείσιμό του. Οι χρηματιστηριακές αγορές υποδέχονται κάθε πολιτική εξαγγελία με θέρμη και κάθε οικονομική απόφαση με ενθουσιασμό. Έτσι, η προχθεσινή ανακοίνωση του εκλεγμένου προέδρου σχετικά με την επιβολή δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα, το Μεξικό και τον Καναδά, οδήγησε τον S&P 500 πάνω από το ψυχολογικό όριο των 6000 μονάδων.
Αφού το κυρίαρχο μήνυμα που περνάει η ανακοίνωση αυτή είναι ότι η αμερικανική βιομηχανική παραγωγική μηχανή, θα έχει μία ακόμα ευκαιρία να κατακτήσει το κενό που θα αφήσουν τα εισαγόμενα προϊόντα, που αυτομάτως θα πάψουν να είναι ανταγωνιστικά λόγω τιμής.
Όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα, η JP Morgan έβλεπε τον S&P 500 στις 4200 μονάδες, η Morgan Stanley στις 4600, η Goldman Sachs στις 5100, η Bank of America στις 5000 μονάδες, με πιο αισιόδοξη την έκθεση του οίκου Yardeni, που εκτιμούσε πως ο S&P 500 θα έκλεινε το 2024 στις 5400 μονάδες.
Και έχουν περάσει τρεις μόλις μήνες από το «mini crash» της τάξης του -10%, λόγω της κρίσης από την κατάρρευση του ιαπωνικού carry trade. Ήταν τότε που ο δείκτης φόβου VIX S&P 500 Index είχε εκτοξευθεί στις 65 μονάδες. Κάτι που είχε να συμβεί από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση λόγω της πανδημίας το 2020.
Ο ακραίος φόβος του Αυγούστου είχε οδηγήσει τον S&P 500 στις 5.096 μονάδες, με αρκετούς αναλυτές να βλέπουν τον τερματισμό της πτώσης κοντά στις 4.500, που θα ήταν και η χαμηλότερη τιμή έτους. Όμως, η Wall Street διέψευσε τους πάντες και έχει γράψει από τότε σχεδόν ένα +20%.
Στο ακόλουθο γράφημα βλέπουμε την εκτόξευση του VIX κατά τη διάρκεια του carry trade crisis.
Μάλιστα, εάν υπάρξει συνέχεια στην ανοδική κίνηση του S&P 500 και οδηγηθεί σε μια απόδοση της τάξης του +30%, τότε μέσα στο 2024 θα έχει καταγραφεί η μεγαλύτερη χρηματιστηριακή άνοδος από το 1997.
Επειδή, όμως, οι αγορές δεν ανεβαίνουν με ευχές και γεγονότα, αλλά απαιτούν εισροές κεφαλαίων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συμπεριφορά των επενδυτών κατά τη διάρκεια αυτού του παρατεταμένου ράλι.
Έτσι, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα της Bank of America Global Investment Strategy, από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί στη Wall Street καθαρές εισροές κεφαλαίων της τάξης των $448 δισ. Ένα μέγεθος ρεκόρ, που μας δείχνει το μέγεθος του αγοραστικού ενδιαφέροντος των επενδυτών για αγορές αμερικανικών μετοχών.
Όσον αφορά αυτές τις εισροές, υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά». Διότι οι εισροές συμπεριλαμβάνουν και τις επαναγορές μετοχών στις οποίες έχουν προχωρήσει οι μεγάλες εταιρείες της Wall Street. Για παράδειγμα, μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2024, οι επαναγορές μετοχών είχαν υπερβεί τα $236 δισ. Μόνο η Apple, η Alphabet, η Meta και η Nvidia, είχαν επαναγοράσει από το χρηματιστήριο μετοχές τους, συνολικού ύψους $63 δισ. Οι εταιρείες του κλάδου της πληροφορικής επαναγόρασαν μετοχές, δαπανώντας $68 δισ., του τραπεζικού κλάδου $45 δισ. και του κλάδου των τηλεπικοινωνιών $35 δισ.
Και ενώ η επαναγορά μετοχών, εξυπηρετεί το κυνήγι των υπεραξιών, των χρηματιστηριακών κερδών και την αέναη ανοδική πορεία, εγείρεται δικαίως το ακόλουθο ερώτημα. Γιατί οι εταιρείες δεν επενδύουν κεφάλαια στην ανάπτυξή τους, αλλά στη χρηματιστηριακή ευεξία; Γιατί δεν επενδύουν στη δημιουργία εταιρικών κερδών, αλλά στη δημιουργία μετοχικών υπεραξιών;
Μια κλασσική απάντηση είναι ότι οι CEO των εταιρειών έχουν ως σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών των μετόχων τους. Οπότε και η επαναγορά μετοχών που οδηγεί σε υπεραξίες και χρηματιστηριακά κέρδη, είναι κι αυτή μέρος του «παιχνιδιού». Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει. Εάν οι εισηγμένες εταιρείες, αντί να επαναγοράζουν μετοχές τους έναντι $236 δισ., επέλεγαν να επανεπενδύσουν τα χρήματα αυτά στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες δεν θα μεγάλωναν τους τζίρους τους, τα κέρδη τους και τα μερίσματα τους; Μήπως αυτό το κυνήγι των υπεραξιών, μετατρέπει τις εταιρείες σε μηχανισμούς παραγωγής υπεραξιών και μόνο;
Στο ακόλουθο γράφημα της Vlad Bastion Research βλέπουμε τις μεγαλύτερες επαναγορές μετοχών των εταιρειών του S&P 500.
Ένα χαρακτηριστικό του χρηματιστηριακού έτους 2024, είναι αυτό των μαζικών ρευστοποιήσεων των λεγόμενων insiders. Δηλαδή των μεγαλομετόχων και των υψηλόβαθμων στελεχών. Των ανθρώπων που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, την πορεία των εταιρειών τους, την πραγματική αξία των μετοχών τους, την προοπτική τους καθώς και το μέλλον τους. Όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα που δημοσίευσαν οι Financial Times, οι insiders που ρευστοποιούν τις μετοχές τους είναι εξαπλάσιοι των insiders που προβαίνουν σε αγορές μετοχών των εταιρειών τους. Το προηγούμενο υψηλό στη σχέση αυτή υπέρ των πωλητών είχε καταγραφεί το 2021 και λίγο αργότερα είχε ακολουθήσει το bear market του 2022.
Το παράδοξο, να πωλούν οι insiders που γνωρίζουν τις εταιρείες τους από απ’ έξω και ανακατωτά και να επαναγοράζουν μετοχές οι ίδιες οι εταιρείες, κρατάει πολύ καιρό. Δημιουργώντας την αίσθηση ότι οι «αγορές» γνωρίζουν καλύτερα από τα στελέχη και τους μεγαλομετόχους των ίδιων των εταιρειών. Δημιουργώντας και καλλιεργώντας παράλληλα την παραίσθηση, ότι ακόμα και στην περίπτωση της πτώσης των τιμών των μετοχών, οι ίδιες οι εταιρείες θα συνεχίζουν να στηρίζουν και να αγοράζουν τις μετοχές τους. Πιθανώς να ανακαλύφθηκε το αεικίνητο και να μην το γνωρίζουμε.