Απώλειες κατέγραψαν την Μ. Τρίτη οι βασικοί δείκτες του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης ολοκληρώνοντας έναν πτωτικό μήνα, καθώς η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο άνοδος των μισθών δημιούργησε νέες ανησυχίες για τον πληθωρισμό, καθώς οι traders αναμένουν την απόφαση της Fed, την Τετάρτη.
Έτσι, έκλεισε ένας μήνας με απώλειες, αφού τα υψηλότερα του αναμενόμενου στοιχεία για τους μισθούς δημιούργησαν νέες ανησυχίες για τον πληθωρισμό εν όψει της απόφασης της Fed για τα επιτόκια την Τετάρτη.
Ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones υποχώρησε 1,49% στις 37.815 μονάδες. Ο ευρύτερος δείκτης S&P 500 σημείωσε πτώση κατά 1,57% στις 5.035 μονάδες. Ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση 2,04% στις 15.657 μονάδες.
Η Nvidia διαπραγματεύτηκε στο κόκκινο την Τρίτη, καθώς έκλεισε τον Απρίλιο με πτώση 3%.
Τα στοιχεία του περασμένου μήνα έθεσαν ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον ο επίμονος πληθωρισμός αποδυναμώνει την οικονομία, διατηρώντας παράλληλα τη Fed σε περιοριστική λειτουργία.
Το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ ανακοίνωσε τη Μ. Τρίτη ότι ο δείκτης κόστους απασχόλησης, που μετρά την μεταβολή των μισθών και των παροχών των εργαζόμενων, σημείωσε άνοδο 1,2% το πρώτο τρίμηνο, έναντι 1% που εκτιμούσαν οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Dow Jones. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σημείωσαν άλμα μετά τα στοιχεία, με την απόδοση των τίτλων διετούς διάρκειας να ξεπερνά το 5%.
Η Fed θα λάβει την απόφασή της για τα επιτόκια αύριο, Μ. Τετάρτη και σύμφωνα με τους αναλυτές, οι αξιωματούχοι είναι πιθανό να εκφράσουν απροθυμία να μειώσουν τα επιτόκια σύντομα, καθώς τα στοιχεία για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να δείχνουν αυξημένες πιέσεις στις τιμές.
«Η νέα έκθεση για το κόστος εργασίας δεν είναι ένας αριθμός που θα οδηγήσει τη Fed να αλλάξει τη στάση της, δεν υπάρχει βιασύνη για χαλάρωση…», δήλωσε ο Tom Fitzpatrick, διευθύνων σύμβουλος της R.J. O'Brien and Associates.
Πάντως, σύμφωνα με τους αναλυτές, παρά την υποχώρηση της αγοράς τον Απρίλιο, ο S&P 500 εξακολουθεί να έχει αυξηθεί περισσότερο από 25% από το χαμηλό του περασμένου Οκτωβρίου, καθώς οι επενδυτές διαμόρφωσαν την άποψη ότι η οικονομία θα μπορούσε να αντέξει τα υψηλότερα επιτόκια.