Τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού είχαν επιπτώσεις στην εκπαίδευση και την ψυχική υγεία των παιδιών, όπως διαπιστώνεται σε έρευνα της Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού και του Γραφείου της Unicef στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκε σήμερα.
Σημειώνεται ότι στην έρευνα, που αφορούσε στα περιοριστικά μέτρα της περιόδου Μάρτιος 2020-Φεβρουάριος 2021, συμμετείχαν 361 παιδιά διαφορετικών βαθμίδων εκπαίδευσης, 266 εκπαιδευτικοί, 142 γονείς και 94 επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της παιδικής προστασίας και της προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών.
Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (90,6%) δήλωσε ότι αντιμετώπισε προβλήματα κατά τη διάρκεια της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Στα κυριότερα προβλήματα καταγράφηκαν η έλλειψη καλής σύνδεσης στο διαδίκτυο (53,1%), το γεγονός ότι ο τρόπος που γινόταν το μάθημα δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον (51,5%), η εκδήλωση προβλημάτων στην εκπαιδευτική πλατφόρμα (48,4%) και η αδυναμία συγκέντρωσης και παρακολούθησης του μαθήματος (45,8%). Στην έκθεση που συνοδεύει την έρευνα σημειώνεται ότι η διδακτική ύλη και η διδασκαλία δεν προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, ενώ εν τέλει αποκλείστηκαν μαθήτριες και μαθητές από την εκπαίδευση, κυρίως οι πιο ευάλωτοι, καθώς δεν είχαν την υλικοτεχνική υποδομή ή τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για να την αξιοποιήσουν.
Οι γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τη συμπεριφορά και την ψυχική υγεία των παιδιών τους. Σε ποσοστό 83,9% ανέφεραν ότι η ψυχολογία των παιδιών επιβαρύνθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το 87,2% περιέγραψε ότι τα παιδιά τους ήταν πιο νευρικά και ανήσυχα, το 42,4% ότι εμφάνισαν συναισθηματικές μεταπτώσεις και το 24,5% ότι φάνηκαν πιο κλεισμένα στον εαυτό τους. Ωστόσο, η πλειονότητα των γονέων (70,6%) δήλωσε πως δεν ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια από ειδικούς παρά τα ανωτέρω προβλήματα. Το 25,8% δήλωσε πως ένιωσε την ανάγκη, αλλά τελικά μόλις το 6,9% αναζήτησε βοήθεια από υπηρεσίες και επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Την ίδια ώρα το 87,6% των επαγγελματιών παιδικής προστασίας επισήμανε ότι η κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψη την ψυχική υγεία των παιδιών κατά τη λήψη των περιοριστικών μέτρων, ενώ το 53% έκρινε ότι η πρόσβαση των παιδιών στα κέντρα παιδικής ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων ήταν δυσκολότερη.
Σε σχέση με ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας η πλειονότητα των επαγγελματιών (77,6%) δήλωσε ότι αντιλήφθηκε αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και ως κύριες αιτίες αναφέρθηκαν η κοινωνική απομόνωση από συγγενείς και φίλους (69,6%), η υποχρεωτική παραμονή στο σπίτι (67,8%), η περιορισμένη δυνατότητα των παιδιών να ζητήσουν βοήθεια και να απευθυνθούν σε κατάλληλες υπηρεσίες (66%) και το κλείσιμο των σχολείων (41%). Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών διαχείρισης περιστατικών, το 56,9% των επαγγελματιών έκρινε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν ήταν αποτελεσματικές. Στην έκθεση αναδεικνύεται η έλλειψη συγκεντρωτικών στοιχείων που να αναδεικνύουν την πραγματική έκταση και τις διαφορετικές εκδοχές του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και η αδυναμία έγκαιρης αναγνώρισης των ενδείξεων σε περιόδους αναστολής λειτουργίας των σχολείων, λόγω της διακοπής της επαφής ανάμεσα σε παιδιά και επαγγελματίες- κυρίως εκπαιδευτικούς.
Κατά την παρουσίαση της έρευνας, η βοηθός Συνήγορος του Παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου, επισήμανε ότι «είμαστε στο σταυροδρόμι μεγάλων αλλαγών» όσον αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών. Οι αλλαγές αυτές προέρχονται από τα «βαθιά τραύματα της πανδημίας», τον «οδυνηρό πόλεμο στην Ουκρανία, που επηρεάζει όχι μόνο τα παιδιά που φεύγουν από την Ουκρανία αλλά και τα παιδιά σε όλη την Ευρώπη», και τέλος, από μια διαφαινόμενη νέα οικονομική κρίση με την αύξηση του πληθωρισμού, οπότε «υπάρχει άμεσος κίνδυνος αύξησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και αυτό αποτελεί μια πολυσχιδή και μη εύκολα αναστρέψιμη παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών».
Ο διπλωματικός εκπρόσωπος του γραφείου της Unicef στην Ελλάδα, Λουτσιάνο Καλεστίνι, ανέφερε ότι ο διεθνής οργανισμός συγκεντρώνει δεδομένα για τις επιπτώσεις που είχαν η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα στα παιδιά σε 13 χώρες, και εκτίμησε ότι «η πανδημία ήταν ίσως η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισαν τα παιδιά παγκοσμίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο». Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, στο αποκορύφωμα της πανδημίας 142 εκατομμύρια παιδιά έπεσαν στο επίπεδο της φτώχειας, αριθμός που τώρα έχει μειωθεί στα 60 εκατομμύρια παιδιά. Επίσης, 168 εκατομμύρια παιδιά υπολογίζεται ότι έχασαν ένα σχολικό έτος και 160 εκατομμύρια παιδιά δεν είχαν πρόσβαση σε τηλεκπαίδευση. Ο κ. Καλεστίνι υπογράμμισε εξάλλου τη σημασία της εκτίμησης της επίδρασης που έχουν στα δικαιώματα των παιδιών οι πολιτικές που διαμορφώνονται. «Οι πολιτικές πρέπει να είναι προσανατολισμένες προς το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών και αυτό δεν γίνεται συστημικά στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες», προσέθεσε.
Στη σημερινή παρουσίαση της έρευνας συμμετείχαν, επίσης, η υφυπουργός Υγείας, Ζωή Ράπτη, και ο Συνήγορος του Πολίτη, Ανδρέας Ποττάκης.