Γιατί κάποια παιδιά αναπτύσσουν σπάνιο σύνδρομο σχετιζόμενο με τον κορονοϊό
Shutterstock
Shutterstock
Μελέτη

Γιατί κάποια παιδιά αναπτύσσουν σπάνιο σύνδρομο σχετιζόμενο με τον κορονοϊό

Καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, οι σοβαρές λοιμώξεις από SARS-CoV-2 σε παιδιά και βρέφη ήταν σπάνιες. Ωστόσο, περίπου 1 στα 10.000 παιδιά εμφάνισαν ενα πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο (MIS-C), που χαρακτηρίζεται από μια σειρά συμπτωμάτων όπως εξανθήματα, οίδημα και γαστρεντερικές διαταραχές.

Μια νέα μελέτη υπό την καθοδήγηση του Imperial College του Λονδίνου επισήμανε πως σπάνιες παραλλαγές ενός γονιδίου που ρυθμίζει την επένδυση του εντέρου, τετραπλασιάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου MIS-C.

Επιστήμονες ανακάλυψαν γενετικές παραλλαγές σε παιδιά που αναπτύσσουν ένα σοβαρό φλεγμονώδες σύνδρομο μερικές εβδομάδες μετά τη μόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2.

Στη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Experimental Medicine, μια διεθνής ομάδα ερευνητών με επικεφαλής το Imperial College του Λονδίνου εντόπισε ένα γονίδιο που μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποια παιδιά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν αυτή τη σπάνια πάθηση.

Περισσότερα από 150 παιδιά με MIS-C από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες υποβλήθηκαν σε γενετική ανάλυση. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι σπάνιες παραλλαγές ενός γονιδίου που βοηθά στη ρύθμιση του βλεννογόνου του εντέρου αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης συστηματικής φλεγμονής και μια σειράς άλλων συμπτωμάτων.

Γενετικοί παράγοντες δίνουν την εξήγηση

Σύμφωνα με τους ερευνητές η κατανόηση της γενετικής βάσης του συνδρόμου MIS-C μας δίνει στοιχεία για το πώς αναπτύσσεται η πάθηση, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα και ποιος διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο.

Η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Δρ Vanessa Sancho-Shimizu, από το Τμήμα Λοιμωδών Νόσων του Imperial College, δήλωσε: «Το MIS-C ήταν πολύ ανησυχητικό για τα παιδιά και τις οικογένειές τους καθώς και για τις κλινικές ομάδες που τα περιέθαλπαν. Ευτυχώς, η πλειονότητα των παιδιών ανάρρωσε, αλλά οι υποκείμενοι μηχανισμοί της νόσου ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν.»

«Συνεργαζόμενοι με γιατρούς και ερευνητές ανά τον κόσμο, καταφέραμε να εντοπίσουμε σπάνιες γονιδιακές παραλλαγές που πιστεύουμε ότι εξηγούν τη συστηματική φλεγμονή που παρατηρείται, καθιστώντας τα παιδιά πιο ευαίσθητα στο MIS-C. Ελπίζουμε ότι αυτά τα ευρήματα, όχι μόνο θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε καλύτερα την πάθηση αλλά και να βελτιώσουμε τον τρόπο με τον οποίο φροντίζουμε τα παιδιά με τέτοιου είδους παθήσεις».

Γενετική ανάλυση

Τα στοιχεία έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, τα παιδιά διέτρεχαν πολύ χαμηλό κίνδυνο σοβαρής νόσησης. Ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό παιδιών εμφάνισε μια νέα πάθηση, μερικές εβδομάδες μετά τη μόλυνση τους από τον SARS-CoV-2.

Τα παιδιά αυτά είχαν γενικά ήπια ή καθόλου συμπτώματα κατά την αρχική νόσηση. Αλλά εντός έξι εβδομάδων παρουσίασαν μια σειρά συμπτωμάτων, όπως κοιλιακούς πόνους, εμετούς, πυρετό, και εξανθήματα. Η κλινική εικόνα αρχικά έμοιαζε με τη νόσο Kawasaki, αλλά τελικά διαπιστώθηκε ότι ήταν ένα νέο σύνδρομο που ονομάστηκε MIS-C.

Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 154 ασθενείς με MIS-C ηλικίας 0-19 ετών που νοσηλεύτηκαν στην Ευρώπη και στην Καλιφόρνια. Δείγματα αίματος χρησιμοποιήθηκαν για την αλληλούχιση του γονιδιώματος των ασθενών. Στη συνέχεια, οι ερευνητές ανέπτυξαν μια νέα στατιστική μέθοδο για τον εντοπισμό γενετικών παραλλαγών που μπορεί να συσχετίζονται με την πάθηση.

Ο Δρ Ευάγγελος Μπέλλος, κύριος συγγραφέας της εργασίας και νυν Επίκουρος Καθηγητής Γονιδιωματικής Πληροφορικής στο πανεπιστήμιο του Southampton δήλωσε: «Η νέα υπολογιστική τεχνική που αναπτύξαμε, την οποία ονομάσαμε burdenMC, μας δίνει τη δυνατότητα να ανακαλύπτουμε συσχετισμούς μεταξύ γονιδίων και ασθενειών που έως σήμερα μας διέφευγαν. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την εξιχνίαση σπάνιων παθήσεων όπως το MIS-C».

Με αυτή τη νέα προσέγγιση, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι πολλά από τα παιδιά που εμφάνισαν MIS-C είχαν μικρές παραλλαγές σε ένα γονίδιο που ονομάζεται BTNL8. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό το γονίδιο βοηθά στη ρύθμιση των ανοσοκυττάρων στο βλεννογόνο του εντέρου. Σε ασθενείς με MIS-C σπάνιες παραλλαγές του BTNL8 πιστεύεται ότι έκαναν το έντερο πιο ευαίσθητο στον SARS-CoV-2 και οδήγησαν σε φλεγμονές σε όλο το σώμα.

Η ομάδα συνεργάστηκε με το Εργαστήριο Ανοσοπαρακολούθησης στο Ινστιτούτο Crick, με επικεφαλής τον καθηγητή Adrian Hayday. Το εργαστήριο αυτό ήταν το πρώτο που περιέγραψε τη λειτουργία του BTNL8 στο ανθρώπινο έντερο ως ρυθμιστή των τοπικών Τ-κυττάρων, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ακεραιότητας του εντερικού φραγμού.

Ο καθηγητής Adrian Hayday, επικεφαλής της ομάδας στο Crick και καθηγητής ανοσοβιολογίας στο King's College του Λονδίνου, δήλωσε: «Οι ανακαλύψεις που εμπλέκουν το BTNL8 ήταν απροσδόκητες και προσφέρουν νέα στοιχεία για τους μηχανισμούς που αποτρέπουν τις ιογενείς λοιμώξεις από το να απειλήσουν τη ζωή.»

Σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, οι ασθενείς με σπάνιες παραλλαγές στο BTNL8 έχουν τετραπλάσιο κίνδυνο να εκδηλώσουν συμπτώματα του MIS-C. Η ανάλυση έδειξε επίσης, ότι τα παιδιά με ευρωπαϊκή καταγωγή έχουν πιο συχνά αυτές τις παραλλαγές, και επομένως διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο MIS-C.

Οι ερευνητές πλέον εργάζονται για να κατανοήσουν τους ακριβείς μηχανισμούς με τους οποίους αυτές οι σπάνιες παραλλαγές προκαλούν MIS-C. Διερευνούν επίσης, εάν το έντερο παίζει ρόλο στην ανάπτυξη άλλων παρόμοιων φλεγμονωδών συνδρόμων της παιδικής ηλικίας, όπως η νόσος Kawasaki.