Της Γιάννας Σουλάκη
Η ένοπλη βία εμφανίζει χαρακτηριστικά μεταδιδόμενης ασθένειας, συμπεραίνει νέα αμερικανική μελέτη, ενώ οι επιστήμονες με βάση αυτήν, δηλώνουν ότι έχουν βρει πλέον τον τρόπο να προβλέψουν ποιοι άνθρωποι είναι περισσότερο πιθανόν να “προσβληθούν”.
Όπως ακριβώς συμβαίνει στις μεταδιδόμενες νόσους, έτσι και στην ένοπλη βία: Όσο περισσότερο σχετίζεται κάποιος με “προσβεβλημένους από τον ιό της βίας” ανθρώπους, τόσο περισσότερο είναι πιθανόν να “μολυνθεί” και ο ίδιος. Αντίθετα, όσο απομακρύνεται κάποιος από την πηγή της βίας, τόσο λιγότερο πιθανόν είναι να προσβληθεί από το μικρόβιό της.
Ερευνητές των Πανεπιστημίων του Harvard και του Yale ανακάλυψαν ένα είδος μαθηματικού μοντέλου, με το οποίο μπορούν να προβλέψουν τα πιθανά θύματα μόλυνσης από τον “ιό” της ένοπλης βίας, μελετώντας χιλιάδες ένοπλες επιθέσεις που συνέβησαν στο Σικάγο, επί 8 χρόνια. Αποδείχθηκε ότι στο 63% αυτών των επιθέσεων, η “κοινωνική μετάδοση της βίας” έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η μελέτη δημοσιεύθηκε την περασμένη Τρίτη στο επιστημονικό JAMA Internal Medicine.
“Αυτή η μελέτη, ήταν πραγματικά μία από τις πρώτες που κατάφερε να αποδείξει, ότι η ένοπλη βία εμφανίζει χαρακτηριστικά μεταδιδόμενης ασθένειας και ότι η πρόληψή της απαιτεί πόρους από τα κονδύλια της Δημόσιας Υγείας”, δήλωσε ο Charles Branas, ελληνικής καταγωγής επιδημιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, ο οποίος έχει μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στην ανθρωπογεωγραφία και τη βία, αλλά και τις επιπτώσεις της κρίσης στην αύξηση των αυτοκτονιών στην Ελλάδα κατά τα έτη 2011-12. Ο Charles Branas, δεν ήταν βασικός ερευνητής στην συγκεκριμένη μελέτη, αλλά συνέγραψε ένα συνοδευτικό άρθρο, τεκμηριώνοντας την άποψη ότι η ένοπλη βία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μεταδιδόμενη νόσος.
Τί έδειξε η μελέτη
Στη μελέτη που έγινε, διερευνήθηκαν από τους επιστήμονες στοιχεία από την αστυνομία του Σικάγου, για χιλιάδες περιστατικά ένοπλης βίας που κατέληξαν στη σύλληψη 138.163 ατόμων, μεταξύ του 2006 και του 2014. Αποδείχθηκε ότι περίπου τα 10.000 από αυτά τα άτομα, είχαν πέσει επίσης, θύματα ένοπλης βίας. Σύμφωνα με τα δημογραφικά στοιχεία: το 75% των ατόμων αυτών ήταν μαύροι, το 82% ήταν άνδρες και το 26% ήταν μέλη κάποιας συμμορίας. Κατά μέσο όρο, ήταν 27 ετών.
Το νέο μαθηματικό μοντέλο στο οποίο κατέληξαν οι επιστήμονες, στηρίχθηκε στους δημογραφικούς κινδύνους που υπάρχουν – όπως για παράδειγμα την ηλικία, το φύλο και τη γειτονιά – σε συνδυασμό με τις κοινωνικές παραμέτρους, που μπορεί, επίσης, να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Συγκεκριμένα, οι συγγραφείς εξέτασαν τους συγκατηγορούμενους, ή όσους συνελήφθησαν μαζί με τους δράστες ως συγκατηγορούμενοι για ένα έγκλημα. Κι ενώ από παλιότερη μελέτη είχε αποδειχθεί ότι οι συγκατηγορούμενοι ήταν άτομα από το περιβάλλον των δραστών, η νέα μελέτη αποδεικνύει ότι η σύνδεση μεταξύ τους, μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από αυτό: Να αποτελεί ένα κανάλι διάδοση της «μόλυνσης» - στην περίπτωση αυτή, της ένοπλης βίας.
"Είναι σαν να λέει κάποιος “εσύ κι εγώ είμαστε φίλοι και αφού έχω υποστεί την βία και εμείς οι δύο κάνουμε παρέα και περνάς χρόνο μαζί μου, τώρα είσαι κι εσύ εκτεθειμένος στους παράγοντες κινδύνου, που οδήγησαν στην επίθεση εναντίον μου” δήλωσε ο Ben Green, συν-συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής εφαρμοσμένων μαθηματικών στο τμήμα Μηχανικής και Εφαρμοσμένων Επιστημών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Ο χρόνος αποδείχθηκε, επίσης, σημαντικός παράγοντας. Τα άτομα ήταν πιο επιρρεπή στην ένοπλη βία, το διάστημα που ακολούθησε αμέσως μετά από τη στιγμή που ο “σύντροφός” τους υπέστη βία. Αποδείχθηκε ότι τα θύματα πυροβολήθηκαν κατά μέσο όρο, μέσα στις 125 ημέρες, από τη στιγμή που το άτομο που τους “μόλυνε” έπεσε θύμα ένοπλης βίας.
“Είναι το ίδιο πράγμα με την μόλυνση στο κοινό κρυολόγημα. Είστε λιγότερο επιρρεπείς εάν έχει περάσει καιρός από τότε που εκτεθήκατε στην μόλυνση" υποστηρίζει ο Ben Green.
Πώς “θεραπεύεται” η βία
Η έρευνα θέτει ένα βασικό ερώτημα: Πώς μπορούν οι κοινωνίες να χαλιναγωγήσουν την επιδημία της ένοπλης βίας;
“Δεδομένου ότι είμαστε πλέον σε θέση να εντοπίσουμε τα άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο, φαίνεται ότι παρουσιάζεται μια ευκαιρία για τις κοινωνικές υπηρεσίες να “στοχεύσουν” στα άτομα αυτά” λέει ο Green. Ενδεχομένως οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, εκπαίδευσης, στέγασης και επαγγελματικής κατάρτισης να διαθέτουν τρόπους παρέμβασης, ώστε να περιοριστούν οι κίνδυνοι που οδηγούν στη διασπορά της βίας.
Όμως, ο καθηγητής Branas υποστηρίζει ότι δεν αποτελούν κατ'' ανάγκην μόνο οι άνθρωποι, στόχο της παρέμβασης για τον περιορισμό της βίας:
“Πρέπει να προβληματιστούμε σε μεγάλο βαθμό για τους τόπους, τα μέρη και τις γειτονιές στις οποίες μπορούμε να παρέμβουμε και να τις αλλάξουμε, για να διακόψουμε τη μετάδοση της ασθένειας της ένοπλης βίας”, λέει. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την εκκαθάριση των συνοικιών, την αναβίωση εγκαταλελειμμένων κτιρίων και κενών οικοπέδων. Προηγούμενες ελεγχόμενες μελέτες έχουν δείξει ότι, η παρέμβαση στις γειτονιές των υποβαθμισμένων περιοχών ήταν επιτυχής όσον αφορά τη μείωση της βίας στις πόλεις, όπως στη Νέα Ορλεάνη.
Ο καθηγητής Branas είπε ότι θα ήταν καλό να γίνουν περισσότερες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες, αλλά και πειράματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόληψη της ένοπλης βίας, είτε με την προσθήκη περισσότερων χώρων πρασίνου, είτε προσφέροντας στους ανθρώπους νέες κοινωνικές υπηρεσίες. Η νέα μελέτη, υποστηρίζει ότι σηματοδοτεί με σαφήνεια την ανάγκη για καλύτερη επιστημονική έρευνα.
“Θα πρέπει να γίνει όπως έγινε και με την φαρμακοβιομηχανία”, λέει. “Μια τέτοια αντιμετώπιση θα μπορούσε να κάνει πραγματικά μια τεράστια διαφορά και σ'' αυτά τα ζητήματα της δημόσιας υγείας”.
Πηγή: Businessinsider.com