Της Γιάννας Σουλάκη
Μέσα σε διάστημα 6 μηνών μετά τη διάγνωση, ο 1 στους 5 ασθενείς με καρκίνο, αναπτύσσει διαταραχή μετατραυματικού στρες, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό, εξακολουθεί να εμφανίζει έντονα ψυχολογικά συμπτώματα που σχετίζονται με τη διάγνωση, έως και 6 χρόνια μετά, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Ως διαταραχή μετατραυματικού στρες, ορίζεται η ψυχολογική κατάσταση που μπορεί να εμφανιστεί σε ένα άτομο, το οποίο έχει βιώσει μια πολύ έντονη εμπειρία (πόλεμο, φυσικές καταστροφές, τρομοκρατικές πράξεις, σοβαρά δυστυχήματα ή βία), και το έχει τραυματίσει σοβαρά ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να βιώνει έντονα συμπτώματα στην μετέπειτα ζωή του.
Οι ψυχολόγοι γνωρίζουν από χρόνια, βέβαια, ότι η διάγνωση του καρκίνου μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή μετατραυματικού στρες και μάλιστα, ακόμη κι όταν οι ασθενείς καταφέρουν να ξεπεράσουν τη νόσο, ή όταν αυτή έχει οδηγηθεί σε ύφεση. Ομως, η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε τη περασμένη Δευτέρα στο περιοδικό Cancer, υπογράμμισε την ένταση - και σε ορισμένες περιπτώσεις την επιμονή - αυτού του συναισθηματικού τραύματος.
Οι επιστήμονες που πραγματοποίησαν τη μελέτη στη Μαλαισία και τη Βοστώνη, εξέτασαν 245 ασθενείς σε διάστημα τεσσάρων ετών και διαπίστωσαν ότι σχεδόν το 22% από αυτούς, είχαν αναπτύξει μετατραυματικό στρες, εντός έξι μηνών από τη διάγνωσή τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πάνω από το 6% εξακολούθησε να εμφανίζει συμπτώματα, όπως η ψυχολογική δυσχέρεια και τα γνωστικά προβλήματα.
Το πιο σημαντικό εύρημα, όμως, ήταν ότι τα προβλήματα αυτά μπορούν να υπονομεύσουν την ανάκαμψη και τη θεραπεία ενός ατόμου με καρκίνο, επειδή όσοι υποστούν μετατραυματικό στρες πολύ πιο δύσκολα θα επισκέπτονται τακτικά τον γιατρό τους, ή θα συμμορφωθούν στη θεραπεία τους.
«Η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της δημιουργίας καλύτερων και μακροπρόθεσμων παρεμβάσεων, αλλά και την ανάγκη περισσότερης υποστήριξης στους ασθενείς με καρκίνο», δήλωσε η Dr. Fremonta Meyer, ψυχίατρος στο Ινστιτούτο Καρκίνου Dana-Farber και μία εκ των συγγραφέων της μελέτης. Διαφορετικά, υποστηρίζει η καθηγήτρια «θα χάσουμε ανθρώπους, γιατί εξακολουθούν να υποφέρουν συναισθηματικά».
Ο Dr. Alan Valentine, πρόεδρος του τμήματος ψυχιατρικής του Κέντρου Καρκίνου MD Anderson του Πανεπιστημίου του Τέξας, στο Χιούστον, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι δεν εκπλήσσεται από τα αποτελέσματα.
«Κάνουμε ό, τι πρέπει για τη θεραπεία του άγχους και της κατάθλιψης; Πιθανώς όχι», λέει ο καθηγητής και συμπληρώνει ότι η μελέτη θα πρέπει να επεκταθεί στο μέλλον και σε καρκινοπαθείς που πάσχουν από χρόνια διαταραχή μετατραυματικού στρες.
«Υποθέταμε πάντα, ότι μόλις ο ασθενής περάσει την πρώτη οξεία φάση, που εμφανίζεται όταν έρχεται αντιμέτωπος με την ασθένεια -φάση η οποία μπορεί να διαρκέσει περίπου έξι μήνες κατά μέσο όρο- τα συμπτώματά του μειώνονται», λέει, «Συνεπώς, σταματούσαμε να θέτουμε την ερώτηση για την ψυχολογική κατάστασή του», συμπληρώνει.
Η ερευνήτρια Dr. Meyer δήλωσε ότι η σημερινή έρευνα ξεπέρασε τα συνήθη δεδομένα, καθώς συμπεριέλαβε έναν ετερογενή πληθυσμό ασθενών, απ''ότι άλλες παρόμοιες μελέτες: «Πολλές παρόμοιες έρευνες εξετάζουν μόνο κάποιους τύπους καρκίνου, όπως για παράδειγμα τον καρκίνο του μαστού, από τον οποίο οι ασθενείς που πάσχουν, τείνουν να έχουν περισσότερες υποστηρικτικές ψυχολογικές υπηρεσίες. Εμείς επιλέξαμε να συμπεριλάβουμε ένα μεγαλύτερο εύρος τύπων καρκίνου και να ασχοληθούμε ακόμη και με τους περισσότερο σπάνιους και εκείνους ακόμα για τους οποίους, δεν υπάρχει τόσο μεγάλη κοινωνική αποδοχή ή υποστήριξη», συμπληρώνει.
Όσον αφορά στις συνέπειες του συσχετισμού της διάγνωσης του καρκίνου με το μετατραυματικό στρες, και πώς μπορεί να επηρεάσει αυτή την ίδια τη θεραπεία του καρκίνου; ''Ενα από τα βασικά συμπτώματα των ψυχολογικών προβλημάτων που προκύπτουν, λένε οι γιατροί, είναι η αποφυγή του προβλήματος: «Οι ασθενείς που βιώνουν αυτή τη διαταραχή, μπορεί στην πραγματικότητα να αποφεύγουν να κάνουν εξετάσεις, ή να επισκέπτονται συχνά τα ογκολογικά νοσοκομεία, καθώς όλα αυτά τους υπενθυμίζουν ενδεχομένως την τραυματική εμπειρία που έχουν βιώσει, κυρίως κατά την πρώτη διάγνωση.
Ο Dan Duffy, ένας κινηματογραφικός παραγωγός από το Σαιντ Λούις, ο οποίος το 2002 διαγνώστηκε με καρκίνο του όρχεων σε φάση 3, είπε ότι, μετά από μια φαινομενικά επιτυχημένη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε, ο ογκολόγος του του ζήτησε να υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία, η οποία περιελάμβανε και έναν οδυνηρό καθετηριασμό. Τα αποτελέσματα, όμως, ήταν ασαφή και ο γιατρός του ζήτησε να επαναλάβει τη διαδικασία. Ο D. Duffy λέει, ότι αρχικά αρνήθηκε: «Μία από τις πιο ύπουλες καταστάσεις στον καρκίνο, είναι όταν συνειδητοποιήσει ο ασθενής, ότι η θεραπεία απέδωσε κι έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο του θανάτου. Η θεραπεία, όμως, είναι τόσο δύσκολη και οδυνηρή, που πλέον δεν θέλεις να την ξανακάνεις. Συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους. Συνέβη και σ''εμένα», λέει.
Πόσο, όμως, ο ογκολόγος αξιολόγησε και αντιμετώπισε το συναισθηματικό τραύμα του Duffy;
«Καθόλου», λέει ο ασθενής. «Και να φανταστείτε ότι με τον γιατρό μου είχαμε κατά τα άλλα, μία άριστη επικοινωνία», καταλήγει ο Dan Duffy.