Τα άτομα που δεν κοιμούνται αρκετά βαθιά μπορεί να αντιμετωπίσουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια αργότερα στη ζωή τους, λένε οι ερευνητές σε μια νέα μελέτη.
«Διαπιστώσαμε ότι η γήρανση σχετίζεται με μείωση της ποσότητας των βαθύτερων σταδίων ύπνου», δήλωσε ο Dr. Matthew P. Pase, ανώτερος συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA Neurology.
Ο Dr. Pase είναι αναπληρωτής καθηγητής ψυχολογίας και νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Monash στην Αυστραλία.
«Στη συνέχεια διαπιστώσαμε ότι τα άτομα με λιγότερο βαθύ ύπνο, με την πάροδο του χρόνου είχαν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν άνοια».
Κατά τη διάρκεια του βαθύ ύπνου, το σώμα αφαιρεί ανεπιθύμητο υλικό από τον εγκέφαλο, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεΐνης β-αμυλοειδούς, χαρακτηριστικό σημάδι της νόσου του Αλτσχάιμερ.
«Ο βαθύς ύπνος είναι το τρίτο στάδιο ύπνου και πιστεύεται ότι είναι το πιο αποκαταστατικό», δήλωσε ο Richard Isaacson, MD, του Ινστιτούτου Νευροεκφυλιστικών Νοσημάτων στη Φλόριντα.
Οι ερευνητές εξέτασαν 346 άτομα που ήταν, κατά μέσο όρο, 69 ετών και είχαν συμμετάσχει σε ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα εντοπισμού του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Οι συμμετέχοντες είχαν ολοκληρώσει δύο μελέτες ολονύκτιου ύπνου ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1990.
Μέσα σε 17 χρόνια από την ολοκλήρωση των μελετών ύπνου, 52 συμμετέχοντες είχαν άνοια.
«Κάθε ποσοστιαία μείωση στον ύπνο ανά έτος συνδέθηκε με 27% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας και 32% υψηλότερο κίνδυνο άνοιας από τη νόσο του Αλτσχάιμερ» ανέφερε ο Isaacson.
«Ο ρυθμός απώλειας βαθύ ύπνου επιταχύνθηκε από την ηλικία των 60 ετών, κορυφώθηκε από τις ηλικίες 75 έως 80 ετών και επιβραδύνθηκε στη συνέχεια».
Ο Isaacson είπε ότι η μελέτη δείχνει πώς η ποιότητα του ύπνου μπορεί να επηρεάσει τη γνωστική έκπτωση και την άνοια.
«Είναι σημαντικό όχι μόνο να δίνουμε προσοχή στη συνολική ποσότητα που κοιμάται ένα άτομο κάθε βράδυ, αλλά και να παρακολουθούμε την ποιότητα του ύπνου όσο το δυνατόν καλύτερα», δήλωσε.