Η εγχώρια αγορά έργων τέχνης έχει περάσει την τελευταία δεκαετία από έντονες διακυμάνσεις. Την κορύφωση της «φούσκας» στις τιμές το 2009, ακολούθησε μια πολυετή οικονομική κρίση που δοκιμάστηκε ακόμη περισσότερο από την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές των καλών έργων από ονόματα όπως οι Τσαρούχης, Μόραλης κι Εγγονόπουλος, αποδεικνύονται ιδιαίτερα ανθεκτικές, ακόμα και κατά τη διάρκεια των πιο δύσκολων περιόδων. Η πλειοψηφία των κορυφαίων έργων των παλαιότερων γενεών είναι δεσμευμένα σε μουσειακές ή άλλες συλλογές και έτσι τα λιγοστά μνημειακά έργα που σποραδικά διατίθενται στην αγορά, συνήθως συνοδεύονται και από υψηλές τιμές.
Δίπλα στα «κλασικά» ονόματα της ελληνικής εικαστικής σκηνής, έχουν αρχίσει τα τελευταία χρόνια να εμφανίζονται στη δευτερογενή αγορά, όμορφα κι αντιπροσωπευτικά έργα από σημαντικούς ζώντες δημιουργούς και μάλιστα σε σχετικά καλές τιμές. Μπορεί η χρονική απόσταση που έχει μεσολαβήσει από τη δημιουργία των έργων αυτών να είναι εξαιρετικά μικρή, ωστόσο η πορεία που έχουν διαγράψει οι καλλιτέχνες τους είναι έξω από «μόδες» και μοιάζουν περισσότερο ασφαλή για έναν επενδυτή - συλλέκτη απ` ότι, για παράδειγμα, έργα καλλιτεχνών του 19ου αιώνα.
Από τους δημιουργούς αυτούς – που η υπογραφή τους έχει αξία επενδυτική στο μέλλον - έχουμε ξεχωρίσει όσους έζησαν και δημιούργησαν για μεγάλα διαστήματα της ζωής τους εκτός Ελλάδας, οι περισσότεροι σε σημαντικές μητροπόλεις της τέχνης όπως το Παρίσι και η Νέα Υόρκη, κι αυτούς που έχουν μικρή, αλλά ιδιαίτερα φροντισμένη παραγωγή έργων, με προσεκτικές συνεργασίες και επιλεκτικές εμφανίσεις σε μουσεία και ιδρύματα της χώρας.
Πρώτος και με διαφορά σε αυτό που λέμε με όρους της αγοράς «ποιοτική μετοχή ανάπτυξης» και με δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης – πράγμα σπάνιο πια για έργο τέχνης -, έρχεται ο Takis (1925-2019). Ο αυτοδίδακτος «μάγος» στην τελευταία δημοπρασία του Ανδρέα Βέργου είχε νέο ρεκόρ, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή παγκοσμίως για το γλυπτό «Signal [1974]», για περισσότερα από 190.000 ευρώ. Ο διεθνής καλλιτέχνης με τη γλυπτική του κατάφερε να «αιχμαλωτίσει» ένα φυσικό φαινόμενο –τον ηλεκτρομαγνητισμό– και να του δώσει εικαστική μορφή, μπαίνοντας στα σπουδαιότερα μουσεία και τις μεγαλύτερες συλλογές. Ακόμη και μετά το θάνατό του, το ίδρυμα που άφησε, φροντίζει για την υστεροφημία του στην Ελλάδα, ενώ το έργο του διεθνώς παρουσιάζει στις φουάρ η mega-gallery «White Cube». Οι «κεραίες» του Τάκη εκπέμπουν παντού και το σήμα τους παραμένει ισχυρό.
Το έχουμε ξαναγράψει πως ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας καλλιτέχνης ζει στη Νέα Υόρκη. Ο Λουκάς Σαμαράς (γ.1936) εκπροσωπείται από την Pace gallery και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να εργάζεται και να παρέχει στην αγορά νέα δουλειά του. Όταν κυκλοφορεί κάποιο από τα έργα του στους διεθνείς οίκους, η τιμή του εκτιμάται χιλιάδες δολάρια. Υπάρχουν βέβαια και οι ευκαιρίες. Ένα μικρό έργο του από τη γνωστή σειρά των polaroids με την οποία καθιερώθηκε (φωτογραφία), βγήκε στο Greek Sale του οίκου Bonhams το 2020, με τιμή εκτίμησης από 2.200 – 3.300 ευρώ. Πωλήθηκε για 15.173 ευρώ.
Από τους δημιουργούς που ζουν στην Ελλάδα, ξεχωρίζουμε τον Απόστολο Γεωργίου (1952). Η ζωγραφική του είναι απολύτως αναγνωρίσιμη, έχει μια γλώσσα «καθαρή» που δεν την μπερδεύεις με κάτι άλλο. Στις μεγαλειώδεις συνθέσεις του, αυτό που αρχικά προβάλλει ως γκροτέσκο ή παιγνιώδες, σε δεύτερη ανάγνωση ανασύρει μια πικρή ειρωνεία για την ανθρώπινη συνθήκη. Ο Γεωργίου, χωρίς να έχει μεγάλη παραγωγή έργων, εκθέτει αυτήν την περίοδο μέσω της γκαλερί Rodeo, που είναι εξαιρετικά δραστήρια και έξω από τα στενά σύνορα της χώρας. Τον Δεκέμβριο του 2007 το έργο στη φωτογραφία πωλήθηκε από τον Bonhams για 8.568 ευρώ. Το ίδιο έργο άλλαξε χέρια τον Νοέμβριο του 2020 για 25.586 ευρώ. Στην τελευταία δημοπρασία του Ανδρέα Βέργου ένα μνημειακό έργο του καλλιτέχνη εκτιμήθηκε από 20.000 - 30.000 ευρώ. Μετά από απανωτά «χτυπήματα» βρήκε αγοραστή στις 70.562 ευρώ.
Μόλις πρόσφατα ο πίνακας «Έξοδος» του Χρήστου Μποκόρου (1956) δωρήθηκε στην Προεδρία της Δημοκρατίας από την περίφημη συλλογή του Σωτήρη Φέλιου. Ο Μποκόρος είναι από τους καλλιτέχνες που καταπιάνονται με τη μνήμη και την Ιστορία. Σήμερα έχει φτάσει σε μια επαγγελματική αλλά και εκφραστική ωριμότητα κι ο ίδιος έχει καταστεί μέρος της ιστορίας της ελληνικής τέχνης. Τα έργα του μιλούν σιωπηλά για νοήματα από καιρό χαμένα, για την πίστη στην πατρίδα, για αρετές και για έναν αγώνα που πρέπει να χαρακτηρίζει οποιονδήποτε άνθρωπο αναζητεί το «υψηλό» όπως του αρέσει ν’ αποκαλεί. Οι φθαρμένες σημαίες της Επανάστασης, τα ταπεινά αγριολούλουδα της ελληνικής επαρχίας και οι φλογίτσες των κεριών του, ό,τι φαίνεται πως χάθηκε, σώζεται πακτωμένο στο έργο του κι έτσι φωλιασμένο στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Αυτό που ήταν για την ελληνική ζωγραφική ο Νικόλαος Γύζης στις αρχές του περασμένου αιώνα, συνιστά ο Μποκόρος για την εποχή μας.
Ο νεότερος της πεντάδας των Ελλήνων καλλιτεχνών, είναι ο Γιώργος Ρόρρης (1963). Συνεχίζει την μεγάλη παράδοση των πορτραίτων με έργα μεγάλης πνοής, τόσο από πλευράς τεχνικής οργάνωσης όσο και από πλευράς διατύπωσης χώρου. Στην αυγή της ψηφιακής εποχής τι σημαίνει να είσαι ανθρωποκεντρικός ζωγράφος; Ο ίδιος μας απαντά: «πιστεύω ότι απ’ τη στιγμή που κάνεις ένα πορτρέτο είναι μια πράξη πολιτική υπό την εξής έννοια: σε μια εποχή μαζικότητας κι εξαφάνισης του προσώπου το να επιμένει κανείς να ζωγραφίζει, να αναδεικνύει ένα πρόσωπο είναι πράξη πολιτική· το να επιμένει δηλαδή κανείς να ζωγραφίζει τη μοναδικότητα του προσώπου και του πολίτη. Και μάλιστα ένα πρόσωπο χωρίς πούδρα, χωρίς φτιασίδια. Τα πρόσωπα που χρησιμοποιώ στα μεγάλα τελάρα δεν είναι τυχαία. Επελέγησαν μετά από πολλή σκέψη και παρατήρηση. Αφέθηκα να “υποστώ” την επίδρασή τους. Και εάν η επίδραση που ασκούνε επάνω μου λέει ότι εδώ έχουμε μια ύλη που είναι ικανή να τραβάει το μάτι τρεις μήνες, τότε αποφασίζω να συνεχίσω». Ο Ρόρρης είναι αυθεντικός εκφραστής της εποχής του και μέσα από αυτήν αναδεικνύεται ως «κλασικός» δημιουργός.