Με την αγορά των ομολόγων δεν τολμάει να παίξει κανείς. Ούτε καν ο Ντόναλτ Τραμπ.
Τη Δευτέρα η συσσώρευση των επενδυτών στο βραχυπρόθεσμο χρέος των ΗΠΑ και η απομάκρυνσή τους από τα μακροπρόθεσμα ομόλογα, με την απόδοση της αμερικανικής 30ετίας να ξεπερνά το 4,9% και την απόδοση του δεκαετούς το 4,43%, «προσγείωσαν» εκ νέου τον Ντόναλτ Τραμπ στην πραγματικότητα.
Το αποτέλεσμα ήταν άλλη μια κλασική πιρουέτα αναδίπλωσης όσον αφορά όχι μόνο τους δασμούς και τις εμπορικές συνομιλίες με την Κίνα, αλλά και τις αιχμές για την παραμονή του Προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, στη θέση του.
Συγκεκριμένα, εν μέσω του SOS της αγοράς των ομολόγων, ο Προέδρος των ΗΠΑ δήλωσε ότι δεν σκοπεύει να αποπέμψει τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ωστόσο, θα ήθελε η Fed να είναι πιο «ενεργή» με το ενδεχόμενο μείωσης των επιτοκίων.
Εν συνεχεία, ο Ντόναλτ Τραμπ έκανε άλλο ένα «δωράκι» στις αγορές, δηλώνοντας ότι θα είναι αρκετά επιεικής με την Κίνα στις εμπορικές διαπραγματεύσεις και σε περίπτωση συμφωνίας οι δασμοί θα μειωθούν σημαντικά.
Mάλιστα, λίγες ώρες πριν, είχε σπεύσει και ο Υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, να εκφράσει την εκτίμηση ότι είναι πιθανή μια αποκλιμάκωση στις εμπορικές εντάσεις με την Κίνα. (σ.σ: Ο Σκοτ Μπέσεντ επανέλαβε και χθες το βράδυ ότι οι υψηλοί δασμοί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας δεν είναι βιώσιμοι. Μάλιστα, είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι συμπλήρωσε ότι θα πρέπει να μειωθούν πριν προχωρήσουν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις).
Ενώπιον δημοσιογράφων, ο Ντόναλτ Τραμπ παραδέχθηκε ότι οι επιπλέον δασμοί ύψους 145% που επέβαλαν οι ΗΠΑ στο Πεκίνο καθιστούν αδύνατες τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και αν οι συζητήσεις γίνουν σε καλό κλίμα, θα μειωθούν αισθητά.
«Σε καμία περίπτωση δεν θα παραμείνουν κοντά σε αυτό τον αριθμό αν και δεν θα επιστρέψουμε στο μηδέν.Εμείς ορίζουμε τους όρους της συμφωνίας και θα είναι μια δίκαιη συμφωνία. Πιστεύω ότι είναι μια διαδικασία που θα προχωρήσει αρκετά γρήγορα» κατέληξε ο Αμερικανός Πρόεδρος στο τέλος των δηλώσεών του, δίνοντας το πράσινο φως στους επενδυτές για επιθετικές αγορές που οδήγησαν τη Wall αλλά και τις ευρωπαϊκές και ασιατικές αγορές σε εντυπωσιακή άνοδο.
Η άνοδος διοχετεύτηκε σχεδόν σε όλους τους κλάδους, με δυνατές αποδόσεις και για τον κλάδο της τεχνολογίας.
Ακόμα και η Τesla σημείωσε ισχυρή άνοδο, παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου ήταν σημαντικά χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις αναφορικά με τα έσοδα και το λειτουργικό κέρδος.
Προφανώς και η αχτίδα φωτός που άφησε ο Ντόναλτ Τραμπ όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις με την Κίνα έπαιξαν τον ρόλο τους. Ωστόσο, εξίσου σημαντικός ήταν ο ρόλος των δηλώσεων του Ίλον Μασκ κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των προοπτικών για τα αυτόνομα οχήματα και τις ρομποτικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τις οποίες θα αποσυρθεί σιγά σιγά από την κυβερνητική του εργασία για να αφιερωθεί περισσότερο στην εταιρεία.
Τόσο η Τesla όμως, όσο και οι Magnificent 7 και ο υπόλοιπος τεχνολογικός κλάδος, κατάφεραν να σβήσουν μόνο ένα μέρος των πρόσφατων απωλειών στα χρηματιστηριακά ταμπλό.
Η μητέρα των αγορών, S&P500, κατάφερε να αγγίξει αλλά όχι να διατρήσει ανοδικά τον μέσο κινητό των 30 ημερών, που πλέον τοποθετείται στις 5470 μονάδες.
Το ενδιαφέρον λοιπόν από τεχνικής πλευράς παραμένει στην ανοδική διάσπαση του 30άρη, έτσι ώστε να αποκτήσει καύσιμα η αγορά για τη ζώνη των 5650-5750 μονάδων που αποτελεί πλέον και τη μεγάλη αντίσταση.
Όσον αφορά δε, την αγορά των ομολόγων, αν και σημειώθηκε «flattening» της καμπύλης, εντούτοις δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η εικόνα. Και αν σκεφτεί κανείς το ύψος των αναχρηματοδοτήσεων του αμερικανικού χρέους που έχουμε μπροστά μας, υπάρχει ακόμα αρκετός «δρόμος» για να υποχωρήσουν οι αποδόσεις σε πιο ικανοποιητικά επίπεδα.
Κατά τα νέα ήθη και έθιμα βέβαια, όλα εξαρτώνται από τις επόμενες αναρτήσεις και δηλώσεις του Ντόναλτ Τραμπ.
Τουτέστιν, όλα τα τεχνικά σενάρια είναι ανοικτά.
SOS από το ΔΝΤ
Αν και γενικά υπάρχει η αίσθηση ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν δίνει σημασία στις εκτιμήσεις της κοινότητας των αναλυτών και των διεθνών Οργανισμών, αυτό δεν ισχύει.
Ο Μπέσεντ χθες αναφέρθηκε ανοικτά στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τονίζοντας ότι εάν εφαρμοστούν οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ, η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ θα ξεπεράσει την υποβαθμισμένη εκτίμηση του ΔΝΤ.
Η δήλωση αυτή υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση Τραμπ δίνει την ιδιάζουσα προσοχή στο κλίμα που διαμορφώνεται στην κοινότητα των αναλυτών, διαχειριστών και Οργανισμών.
Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ υποβάθμισε την εκτίμησή του για την ανάπτυξη των ΗΠΑ για φέτος στο 1,8% από το 2,7% της εκτίμησης του Ιανουαρίου. Για το έτος 2026 αναθεώρησε τις εκτιμήσεις στο 1,7% από 2,1%.
Αναθεώρησε επίσης καθοδικά τις εκτιμήσεις του για τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας το τρέχον έτος, στο 2,8% από 3,3% και το 2026 στο 3% από 3,3%.
Ο λόγος είναι η κλιμάκωση της έντασης του εμπορικού πολέμου που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με παράλυση το διεθνές εμπόριο.
(σ.σ:Για την οικονομία της Κίνας, το ΔΝΤ προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ στο 4% το 2025 και το 2026).
To ΔΝΤ επισήμανε ότι σε περίπτωση που παραμείνουν σε ισχύ οι υψηλοί δασμοί που έχουν ανακοινώσει οι ΗΠΑ και η Κίνα, η αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ το 2026 θα είναι μεγαλύτερη.
Σημαντικές ήταν οι παρατηρήσεις του ΔΝΤ και για την αύξηση του παγκόσμιου δημοσίου χρέους πάνω από τα επίπεδα της εποχής της πανδημίας μέχρι το τέλος της δεκαετίας, καθώς η βραδύτερη ανάπτυξη και το εμπόριο θα επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Το Δημοσιονομικό Παρατηρητήριο του ΔΝΤ προβλέπει ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 95,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2025 για να φτάσει το 99,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2030.
Υπενθυμίζουμε ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος κορυφώθηκε το 2020 στο 98,9% του ΑΕΠ, προκειμένου να στηρίξουν οι κυβερνήσεις επιχειρήσεις και νοικοκυριά κατά τη διάρκεια του lockdown.
Tα επόμενα δύο χρόνια μετά τη λήξη της πανδημίας το χρέος μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, για να αρχίσει και πάλι να επιταχύνεται λόγω του τοξικού περιβάλλοντος που έχουν δημιουργήσει οι δασμοί από τις ΗΠΑ, τα αντίμετρα από τις πληττόμενες χώρες αλλά και τα υψηλά επίπεδα πολιτικής αβεβαιότητας, οι υψηλότερες ανάγκες για αμυντικές δαπάνες και το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο δεν αποκλείεται να ενισχυθεί επιπλέον αν επανέλθουν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα ετήσια δημοσιονομικά ελλείμματα των κυβερνήσεων προβλέπεται να διαμορφωθούν κατά μέσο όρο στο 5,1% του ΑΕΠ το 2025, έναντι 5,0% το 2024, 3,7% το 2022 και 9,5% το 2020.
Για τις ΗΠΑ, το ΔΝΤ λόγω των δασμών προβλέπει ελαφρά βελτίωση των ετήσιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων τα επόμενα δύο χρόνια στο 6,5% του ΑΕΠ για το 2025 και στο 5,5% για το 2026, έναντι 7,3% για το 2024.
Η βελτίωση αυτή όμως θα είναι προσωρινή, αν η κυβέρνηση Τραμπ παρατείνει τις φορολογικές περικοπές που ψηφίστηκαν το 2017 και λήγουν φέτος.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του προϋπολογισμού, η παράταση των φορολογικών περικοπών θα προσθέσει περίπου 4 τρισεκατομμύρια δολάρια στο χρέος των ΗΠΑ σε μια δεκαετία χωρίς αντισταθμίσεις.
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.