Χωρίς φρένο συνεχίζεται η άνοδος των διεθνών τιμών του Αλουμινίου που εκτοξεύεται σήμερα στα 3.000 δολάρια ο τόνος για πρώτη φορά από το 2008. Η ισχυρή ζήτηση για αλουμίνιο τόσο από την αυτοκινητοβιομηχανία που στρέφεται προς την ηλεκτροκίνηση όσο και από τον τομέα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, πυροδοτούν την άνοδο του μεταλλεύματος, με την Κίνα να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο ως ο μεγαλύτερος παραγωγής και καταναλωτής ταυτόχρονα.
Στην περίπτωση του αλουμινίου είναι προφανές πως ισχύει ό,τι και στα άλλα βασικά μέταλλα. Αμέσως μετά τη βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας που έφερε η πανδημία, η κινεζική οικονομική ανάκαμψη έφερε την αύξηση της ζήτησης και ταυτόχρονα των τιμών.
Στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου (LME) η τιμή του αλουμινίου χτύπησε νωρίτερα τις 3.000 δολάρια ο τόνος που αποτελούν και τα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούλιο του 2008, ενώ τα συμβόλαια Οκτωβρίου στο χρηματιστήριο παραγώγων της Σαγκάης κατέγραφαν άνοδο 5,1% στα 23.770 γουάν ή 3.683 δολάρια που αποτελούν υψηλά από τον Μάρτιο του 2008.
Από τον Αύγουστο και μετά, οπότε το ράλι έχει σηκώσει ταχύτητες, ο περιορισμός της παραγωγής από μεγάλα κινεζικά εργοστάσια σε περιοχές της χώρας όπου παράγεται περίπου το 60% του παγκοσμίου αλουμινίου προκειμένου να πιαστούν οι στόχοι μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, δίνει τον τόνο στην άνοδο.
Μεγάλες επενδυτικές τράπεζες αλλά και εταιρείες του κλάδου των μετάλλων όπως η Goldman Sachs, η Citigroup, η Trafigura, εκτιμούν πως βρίσκεται σε εξέλιξη μία διαδικασία που μέσα στα επόμενα χρόνια θα οδηγήσει την παγκόσμια αγορά του μετάλλου σε έλλειμμα προσφοράς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε για πολλά χρόνια.