Την Τρίτη, κατά τη διάρκεια της μακροσκελούς ομιλίας του στο Κογκρέσο, ο Ντόναλτ Τραμπ επανέλαβε για άλλη μια φορά ότι η Γροιλανδία πρόκειται να γίνει αμερικανική «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Οι προσεκτικοί ακροατές όμως θα παρατήρησαν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ πρόσθεσε ότι αυτό το βήμα είναι «απολύτως απαραίτητο για το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας και ελευθερίας στον κόσμο».
Ήταν τυχαία η επιλογή των όρων της εθνικής ασφάλειας και της ελευθερίας; Ή μήπως σε αυτή ακριβώς τη φράση του Αμερικανού Προέδρου κρύβονται οι αληθινές αιτίες για τις οποίες οι ΗΠΑ «καίγονται» διαχρονικά για το παγωμένο αρκτικό νησί; Βλέπετε, ο Ντόναλτ Τραμπ δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος που επιθυμεί την προσάρτηση της Γροιλανδίας. Μια σειρά προέδρων των ΗΠΑ προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο για περισσότερο από έναν αιώνα.
Η εύκολη απάντηση στην ερώτηση γιατί οι ΗΠΑ επιθυμούν διακαώς να κάνουν τη Γροιλανδία μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών, με τον Ντόναλτ Τραμπ μάλιστα να μην αποκλείει τη χρήση στρατιωτικής ή οικονομικής ισχύος προκειμένου να πείσει τη Δανία, είναι οι πλούσιοι πόροι της. Ειδικά τώρα που η κλιματική αλλαγή αναδιαμορφώνει τη χώρα και καθιστά πιο πιθανή την εκμετάλλευση τους.
Πράγματι, η Γροιλανδία διαθέτει πλούσιο ορυκτό πλούτο, όπως πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ουράνιο και χρυσό, ενώ σύμφωνα με έρευνα του 2023, 25 από τα 34 ορυκτά που θεωρήθηκαν «κρίσιμες πρώτες ύλες» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρέθηκαν στη Γροιλανδία.
Ωστόσο, η εξόρυξη δεν είναι εύκολη στη Γροιλανδία λόγω της απομακρυσμένης γεωγραφίας, των καιρικών συνθηκών, του γεωγραφικού ανάγλυφου και της έλλειψης βασικών υποδομών. Ως εκ τούτου, η έρευνα και η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου παραμένει αργή, γεγονός που έχει κρατήσει την οικονομία της Γροιλανδίας εξαρτημένη από την αλιεία, η οποία αντιπροσωπεύει πάνω από το 95% των εξαγωγών, και τις ετήσιες επιδοτήσεις από τη Δανία, που καλύπτουν περίπου το ήμισυ του δημόσιου προϋπολογισμού.
Συνολικά, σύμφωνα με το Reuters, η Δανία ξοδεύει κάτι λιγότερο από 1 δισεκατομμύριο δολάρια κάθε χρόνο για τη Γροιλανδία, ήτοι 17.500 δολάρια για κάθε έναν από τους 57.000 κατοίκους της. Το νησί, υπόκειται στο σύνταγμα της Δανίας, πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο νομικό του καθεστώς θα απαιτήσει συνταγματική τροποποίηση. (σ.σ:Το 1721 ιδρύθηκε από τους Σκανδιναβούς η πρώτη αποικία Γκόντχομπ, στη θέση της σημερινής πρωτεύουσας. Το 1814, που χωρίστηκε η Νορβηγία από τη Δανία, η Γροιλανδία παρέμεινε στη Δανία).
Το 1953 έγινε μέρος του Βασιλείου της Δανίας και οι Γροιλανδοί έγιναν Δανοί πολίτες. Το 1979, ένα δημοψήφισμα για την εσωτερική διακυβέρνηση έδωσε στη Γροιλανδία τον έλεγχο των περισσότερων πολιτικών εντός της επικράτειας, με τη Δανία να διατηρεί τον έλεγχο στις εξωτερικές υποθέσεις και την άμυνα.
Από τις 21 Ιουνίου του 2009, παραχωρήθηκε στο νησί ευρεία αυτοδιοικητική αυτονομία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος εκμετάλλευσης των πλούσιων φυσικών πόρων του εδάφους του. Έκτοτε επίσης διατηρεί το δικαίωμα να κηρύξει την ανεξαρτησία από τη Δανία μέσω δημοψηφίσματος. Η οικονομική εξάρτηση του νησιού από τη Δανία προφανώς είναι ένας από τους κύριους λόγους που δεν έχει ασκηθεί ακόμη αυτό το δικαίωμα. Η πλειοψηφία των κατοίκων της Γροιλανδίας υποστηρίζει την ανεξαρτησία, αλλά είναι διχασμένοι ως προς το χρονοδιάγραμμα και τις πιθανές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο.
Μια άλλη μερίδα φλερτάρει με την ιδέα μιας ειδικής ένωσης, παρόμοιας με αυτήν που έχουν οι ΗΠΑ με τα Νησιά Μάρσαλ, όπου η Γροιλανδία θα έχει την κυριαρχία αλλά ταυτόχρονα και οικονομική υποστήριξη από τις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα συμφωνίες για ορισμένα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Δανία με τη σειρά της, μοιάζει θορυβημένη, με τον υπουργό Εξωτερικών Λαρς Λόκε Ράσμουσεν να δηλώνει ότι: «Αναγνωρίζουμε πλήρως ότι η Γροιλανδία έχει τις δικές της φιλοδοξίες. Εάν υλοποιηθούν, η Γροιλανδία θα γίνει ανεξάρτητη, αν και δύσκολα θα έχει φιλοδοξία να γίνει ομοσπονδιακό κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών».
Από τον Δεκέμβριο, η Δανία εμφανώς έχει επικεντρωθεί στις σχέσεις της με το νησί, ανακοινώνοντας τεράστια αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες για τη Γροιλανδία, ενώ είναι ενδεικτικό ότι στις αρχές Ιανουαρίου, η βασιλική οικογένεια της Δανίας, παρουσίασε ένα επανασχεδιασμένο βασιλικό οικόσημο, αυξάνοντας την προβολή της πολικής αρκούδας που συμβολίζει τη Γροιλανδία.
Παρά ταύτα, το γεγονός ότι ο Λόκε Ράσμουσεν μεταξύ άλλων παραδέχθηκε πως η Δανία και η Γροιλανδία έχουν κοινό συμφέρον με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την ασφάλεια στην Αρκτική, έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία.
Η παρουσία των ΗΠΑ από το 1951
Μια συμφωνία του 1951 μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δανίας καθιέρωσε το δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να κατασκευάζουν και να διατηρούν στρατιωτικές βάσεις στη Γροιλανδία, με την προϋπόθεση φυσικά να κοινοποιούν έγκαιρα τις όποιες ενέργειες τους στη Δανία και τη Γροιλανδία. Ο λόγος που η Δανία δέχθηκε αυτή τη συμφωνία σύμφωνα με τον Kristian Soeby Kristensen, ανώτερο ερευνητή στο Κέντρο Στρατιωτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, ήταν οι εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ στη Δανία μέσω της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, καθώς η Κοπεγχάγη δεν είχε την ικανότητα να υπερασπιστεί τη Γροιλανδία.
Έτσι ο στρατός των ΗΠΑ διατηρεί μόνιμη παρουσία στην αεροπορική Pituffik στα βορειοδυτικά της Γροιλανδίας - παλαιότερα γνωστή ως αεροπορική βάση Thule, τώρα ονομάζεται Διαστημική Βάση Pituffik - ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ έχουν ζωηρά εκφράσει το ενδιαφέρον να επεκτείνουν τη στρατιωτική τους παρουσία, συμπεριλαμβανομένης της τοποθέτησης ραντάρ για την παρακολούθηση των υδάτων μεταξύ του νησιού, της Ισλανδίας και της Βρετανίας, δεδομένου ότι αυτά τα ύδατα αποτελούν πύλη για σκάφη του ρωσικού πολεμικού ναυτικού και πυρηνικά υποβρύχια.
Αυτός είναι ο λόγος που μιλώντας ο Τραμπ στο Κογκρέσο την Τρίτη υποστήριξε ότι η Γροιλανδία είναι καίρια για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Καθώς βρίσκεται στο μέσον της διαδρομής μεταξύ Μόσχας και Νέας Υόρκης, αποτελεί ουσιαστικά το βορειότερο φυλάκιο των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ που είναι εξοπλισμένο με σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για πυραύλους. Εν ολίγοις, εάν η Ρωσία έστελνε πυραύλους προς τις ΗΠΑ, η συντομότερη διαδρομή για πυρηνικά όπλα θα ήταν μέσω του Βόρειου Πόλου και της Γροιλανδίας.
Γι’ αυτό η διαστημική βάση Pituffik είναι εξαιρετικά σημαντική για την υπεράσπιση των ΗΠΑ, ειδικά τη δεδομένη χρονική στιγμή που η Κίνα και η Ρωσία έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες στην Αρκτική, σύμφωνα με έγγραφο του Arctic Institute. Η μεγάλη εικόνα λοιπόν είναι ότι οι ΗΠΑ θέλουν την Γροιλανδία προκειμένου να διασφαλίσουν ότι καμία εχθρική μεγάλη δύναμη δεν θα την ελέγξει και δεν θα τη μετατρέψει σε βάση επίθεσης κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η απώλεια πάγου ανοίγει τις ναυτιλιακές διαδρομές
Η απώλεια πάγου καθώς εξελίσσεται η κλιματική αλλαγή έχει ανοίξει τις ναυτιλιακές διαδρομές, αυξάνοντας το εύρος πλοήγησης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στο Βόρειο Ημισφαίριο. Η ναυτιλία στην Αρκτική αυξήθηκε κατά 37% τη δεκαετία έως το 2024, σύμφωνα με το Αρκτικό Συμβούλιο, εν μέρει λόγω της τήξης των πάγων. Η άνοδος της θερμοκρασίας και η υποχώρηση του πάγου πέραν της ευκολότερης έρευνας και πιθανότατα εξόρυξης του πλούσιου ορυκτού πλούτου του νησιού, σηματοδοτεί και την ευκολότερη πλοήγηση των πλοίων στα νερά γύρω από τη Γροιλανδία, καθιστώντας το ταξίδι μεταξύ Ευρώπης και Ασίας πολύ πιο σύντομο από ό,τι μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, ας ξαναδιαβάσουμε το σημείο της ομιλίας του Τραμπ στο Κογκρέσο για τη Γροιλανδία: «Τη χρειαζόμαστε αληθινά για τη διεθνή ασφάλεια και θεωρώ πως θα την αποκτήσουμε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα την αποκτήσουμε», για να συνεχίσει απευθυνόμενος στους κατοίκους του αρκτικού νησιού: « Θα εγγυηθούμε την ασφάλειά σας, θα σας κάνουμε πλούσιους και, μαζί θα οδηγήσουμε τη Γροιλανδία σε ύψη που ποτέ δεν θα φανταζόσασταν πως είναι εφικτά».
Μήπως κατά τη δεύτερη αυτή ανάγνωση τα συμπεράσματα είναι πολύ διαφορετικά και πιο σύνθετα για τη σημασία της Γροιλανδίας;
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.
Μαίρη Βενέτη