Παρ’ όλο που στις περισσότερες κυλιόμενες δημοσκοπήσεις που διεξάγονται στις ΗΠΑ, ο πρώην Πρόεδρος και εκ νέου υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ, συγκεντρώνει τις θετικές απόψεις του 41,7% των Αμερικανών πολιτών, τα ποσοστά αποδοχής του στο χώρο της Wall Street είναι συντριπτικά. Και το 41,7% που βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα από το γνωστό και έγκυρο «538», προσεγγίζει ακόμα και το 70%.
Τα ποσοστά της αποδοχής της Κάμαλα Χάρις, που έχει λάβει τα δακτυλίδι της υποψηφιότητας από τον Τζο Μπάιντεν είναι χαμηλότερα σύμφωνα με τις ίδιες δημοσκοπήσεις και βρίσκονται στο 38,6%, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα.
Και η αποδοχή της ανάμεσα στους επενδυτές της Wall Street είναι ακόμα χαμηλότερη.
Ωστόσο, η μέχρι τώρα ισχυρή και ουσιαστική υποστήριξη προς την υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ, που έχει λάβει σάρκα και οστά μέσω θηριωδών χορηγιών, δοκιμάζεται από την επιλογή του, για τη θέση του υποψήφιου Αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς. Οι χορηγοί και σύμμαχοι του Ντόναλντ Τραμπ, ανέμεναν τη θέση του υποψήφιου Αντιπροέδρου να την καταλάβει είτε ο Μάρκο Ρούμπιο, είτε ο Τιμ Σκοτ. Αφού και οι δυο, παραδοσιακά εκινούντο στη σταθερή παραδοσιακή γραμμή των Ρεπουμπλικανών, όσον αφορά τη μείωση των φόρων και τη χαλάρωση του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η επιλογή του Τζέι Ντι Βανς, κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ο υποψήφιος Αντιπρόεδρος καταφέρεται συχνά κατά της «τραπεζικής ελίτ», κατά της μείωσης της εταιρικής φορολογίας, υπέρ της αύξησης των δασμών και είναι κάθετα αντίθετος προς τις προωθούμενες επιχειρηματικές πρακτικές που γίνονται ολοένα και πιο φιλικές προς τους εργαζόμενους, όσον αφορά τις διαδικασίες των προσλήψεων, της εκπαίδευσης, των αδειών και γενικότερα τις μεθόδους διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού.
Η Wall Street, διαπιστώνει ότι ο αυξανόμενος λαϊκισμός δεν αφορά πλέον μόνο τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και το σύνολο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Άλλωστε στο πρόσφατο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών ακούστηκε ότι «η επιρροή των κλασσικών τραπεζιτών, έχει εκλείψει» και ότι «τα υψηλά αμειβόμενα στελέχη της Wall Street αδυνατούν να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο στις προεδρικές εκλογές». Αυτή η απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς «σύμμαχους» των Ρεπουμπλικανών, είναι περίεργη. Διότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, τόσο ο υπουργός οικονομικών Στήβεν Μνούτσιν, όσο και ο οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Γκάρι Κον ήταν υψηλόβαθμα στελέχη της Goldman Sacks.
Οι όψιμοι σύμμαχοι και χορηγοί του υποψήφιου Αντιπροέδρου προέρχονται κυρίως από το επιχειρηματικό και επενδυτικό οικοσύστημα της ψηφιακής τεχνολογίας και των κρυπτονομισμάτων, με πρώτο και καλύτερο τον Ίλον Μασκ, ο οποίος ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις χορηγίες προς το Ρεπουμπλικανικό δίδυμο στο δρόμο προς το Λευκό Οίκο.
Ωστόσο, σε πρόσφατη συνέντευξη του στο Bloomberg, φάνηκε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ οδηγείται σε μια επιλογή, που αποδεικνύει ότι δεν προτίθεται να διαρρήξει τις σχέσεις του με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έτσι ο υποψήφιος Πρόεδρος σκέπτεται να αναθέσει το υπουργείο Οικονομικών στον πιο εμβληματικό και ικανό τραπεζίτη του πλανήτη, που δεν είναι άλλος από τον CEO της JPMorgan, Τζέιμι Ντίμον.
Το όνομα του CEO της JPMorgan δεν πέφτει για πρώτη φορά σαν ιδέα στο τραπέζι. Τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ στην προηγούμενη εκλογή του το 2016, όσο και ο Τζό Μπάιντεν το 2020, τον είχαν προσεγγίσει. Ωστόσο, ο ίδιος είχε προτιμήσει να παραμείνει στην τράπεζα. Τώρα όμως, ο Τζέιμι Ντίμον, ούτως ή αλλιώς αναμένεται να αποχωρήσει από τη θέση του CEO της JPMorgan έπειτα από 20 έτη.
Οι New York Times, σε ειδικό αφιέρωμά τους στον CEO της JPMorgan, το έχουν χαρακτηρίσει σαν τον «λιγότερο μισητό τραπεζίτη των ΗΠΑ». Ο ίδιος σε πρόσφατη επιστολή του προς τους εργαζόμενους της τράπεζας είχε καταδικάσει την πολιτική βία, τις πράξεις μίσους και όσους αναζητούν την υπονόμευση της δημοκρατίας. Ο ίδιος δεν έχει αποκλείσει κανένα ενδεχόμενο, όσον αφορά το ενδεχόμενο υπουργοποίησής του. Σε συνέντευξή του είχε αναφέρει ότι αγαπάει τη χώρα του και ότι θα την υπηρετήσει από οποιαδήποτε θέση βρεθεί. Είχε σημειώσει μάλιστα, ότι η JPMorgan, προσφέρει σημαντικό έργο στις ΗΠΑ και βοηθά τους πολίτες σε όλο τον κόσμο.
Είναι εξαιρετικά πιθανό ο CEO της JPMorgan να υπουργοποιηθεί, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Θα είναι μια επιλογή που θα ευχαριστήσει τη Wall Street καθώς και τις παραδοσιακές παραγωγικές δυνάμεις των ΗΠΑ.