Αποδόσεις ομολόγων: Στα ύψη από την εκτίναξη του χρέους των ΗΠΑ και τα υψηλά επιτόκια της Fed
Shutterstock
Shutterstock

Αποδόσεις ομολόγων: Στα ύψη από την εκτίναξη του χρέους των ΗΠΑ και τα υψηλά επιτόκια της Fed

Στις διεθνείς αγορές ομολόγων σημειώθηκε μεγάλη αύξηση στις αποδόσεις τον Οκτώβριο και αντίστοιχη πτώση στις τιμές τους, οι οποίες κινούνται αντίστροφα από τις αποδόσεις.

Η αναστάτωση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, όπου η απόδοση των 10ετών τίτλων του αμερικανικού δημοσίου ξεπέρασε πρόσκαιρα το 5%, για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια.

Η εξέλιξη αυτή είχε δύο αιτίες: Πρώτον, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έπεισε τις αγορές ότι θα διατηρήσει το βασικό επιτόκιό της σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να διασφαλίσει τη μείωση του πληθωρισμού στον στόχο του 2%. Η μέση πρόβλεψη των αξιωματούχων της Fed τον Σεπτέμβριο ήταν ότι το επιτόκιο θα φθάσει στο 5,6% στο τέλος του 2023 και θα κινείται πάνω από το 4% στο τέλος του 2024.

Δεύτερον, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ συνεχίζει να αυξάνεται με ξέφρενο ρυθμό, εντείνοντας την ανησυχία των επενδυτών μετά και την υποβάθμιση του αξιόχρεου από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch τον Αύγουστο. Το αμερικανικό χρέος έχει ξεπεράσει τα 33 τρισ. δολάρια ή το 122% του ΑΕΠ, επίπεδο-ρεκόρ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησής του εκτινάχθηκαν 39% στο δημοσιονομικό έτος που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο, φθάνοντας τα 659 δισ. δολάρια.

Το Γραφείο για τον Προϋπολογισμό του Κογκρέσου εκτιμά ότι οι δαπάνες για τόκους μπορεί να διπλασιαστούν την επόμενη δεκαετία και να αποτελούν το μεγαλύτερο κονδύλι του προϋπολογισμού, αφήνοντας πίσω τις κοινωνικές ή τις αμυντικές δαπάνες. Αυτό σημαίνει ότι το αμερικανικό χρέος αποκτά μία δυναμική που μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο καθώς, αν τα επιτόκια μείνουν υψηλά, οι τόκοι θα αυξάνουν το χρέος και αυτό με τη σειρά του θα αυξάνει τους τόκους. 

Τον κίνδυνο αυτόν βλέπουν οι επενδυτές ομολόγων και ζητούν υψηλότερες αποδόσεις για να αγοράσουν τα ομόλογα, τα οποία εκδίδει με καταιγιστικό ρυθμό η αμερικανική κυβέρνηση για να καλύψει τα τεράστια ελλείμματα στον προϋπολογισμό. Πολλοί μεγάλοι αγοραστές, μάλιστα, όπως οι αμερικανικές τράπεζες και ξένα κρατικά επενδυτικά ταμεία, έχουν μειώσει τις αγορές τους. 

Τα στοιχεία για την πορεία υλοποίησης του προϋπολογισμού, τα οποία ανακοινώθηκαν μέσα στην περασμένη εβδομάδα, προκάλεσαν νέα ανησυχία. Το έλλειμμα στο 12μηνο έως το Σεπτεμβριο 2023 διπλασιάστηκε σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ξεπερνώντας τα 2 τρισ. δολάρια, επίπεδο που δεν έχει καταγραφεί μετά το 1950 παρά μόνο σε δύο χρονιές μεγάλων κρίσεων - το 2009 και το 2020. Το ανησυχητικό, όμως, είναι ότι το έλλειμμα-ρεκόρ φέτος δεν οφείλεται σε κρίση της αμερικανικής οικονομίας καθώς η ανάπτυξή της είναι ισχυρή, παρά τα πολύ υψηλά επιτόκια, με το ΑΕΠ να αυξάνεται περίπου 2% στο πρώτο εξάμηνο και 4,9% στο γ' τρίμηνο.

Βασικές αιτίες για την εκτίναξη του ελλείμματος εφέτος είναι η μείωση στα δημόσια έσοδα και οι υψηλότερες δαπάνες λόγω του πληθωρισμού. 

Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος έκαναν βουτιά 456 δισ. δολάρια, κυρίως λόγω της πτώσης στις τιμές των μετοχών και ομολόγων το 2022, οι οποίες εξανέμισαν τα κεφαλαιακά κέρδη. Τα έσοδα μειώθηκαν και λόγω των φορολογικών ελαφρύνσεων που παρατάθηκαν για νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε περιοχές των ΗΠΑ, όπως η Καλιφόρνια και άλλες, που πλήγηκαν από φυσικές καταστροφές.

Τα επιδόματα που δόθηκαν από τον προϋπολογισμός εφέτος ήταν αυξημένα κατά 8,7% λόγω του αντίστοιχα υψηλού πληθωρισμού το 2022. Οι δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση συνέβαλαν κατά 134 δισ. δολάρια στην αύξηση του ελλείμματος και οι δαπάνες υγείας (Medicare) κατά επιπλέον 92 δισ. δολάρια.

Μία άλλη αιτία για την αύξηση του ελλείμματος ήταν ότι το αμερικανικό δημόσιο δεν είχε την ταμειακή «ένεση» των προηγούμενων ετών από τα κέρδη της Fed από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της καθώς η κεντρική τράπεζα έπρεπε φέτος να πληρώνει υψηλούς τόκους για τα διαθέσιμα που κατέθεταν οι εμπορικές τράπεζες σε αυτή. Η απώλεια αυτή στοίχισε 106 δις. δολάρια στον προϋπολογισμό.

Παράλληλα, το αμερικανικό κράτος πλήρωνε υψηλούς τόκους στους κατόχους των ομολόγων του, προσθέτοντας επιπλέον 184 δισ. δολάρια στο έλλειμμα.