Οι δυο νόμοι του «δώσε-δώσε» 

Αφού λοιπόν πασχαλιάτικα τακτοποιήσαμε τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, πάμε τώρα για την κρίσιμη μεσαία τάξη. Αυτό έχω καταλάβει από την κρατούσα ειδησεογραφία και πολιτική φιλολογία. Γενικώς πορευόμαστε στον αστερισμό του «δώσε». Τον Γενάρη δίνουμε στους ένστολους, τον  Απρίλη στους φτωχούς, τον Σεπτέμβρη τον κρατάμε για τους μεσαίους, ο επόμενος Γενάρης παραμένει επί του παρόντος κενός, αλλά μην ανησυχείτε, όλο και κάποιοι θα βρεθούν να εισπράξουν.  
 
Θα μου πείτε, «γιατί όχι;». Τι σε χαλάει εσένα αυτή η πλουσιοπάροχη και γαλαντόμα πολιτική; Από την τσέπη σου τα δίνεις ή είσαι τόσο κακός άνθρωπος που στενοχωριέσαι όταν βλέπεις τον γείτονα σου να πιάνει μια παραπάνω  δραχμή στην τσέπη του; Μήτε το ένα, μήτε το άλλο, σας βεβαιώνω. Απλώς κάτι παλιά οικονομικά που είχα σπουδάσει στο πανεπιστήμιο προ αμνημονεύτων χρόνων και οι σκληρές αναμνήσεις της χρεωκοπίας, με κάνουν ελαφρώς επιφυλακτικό όταν βλέπω το χρήμα να μοιράζεται εύκολα. Όμως θα το ξεπεράσω, μη σας νοιάζει.  
 
Έχω βέβαια κατά νου, δυο αποστάγματα σοφίας ή ίσως σοφίας. Το πρώτο λέει «όταν κάποιος κάνει μια καλοσύνη, δημιουργεί αυτομάτως έναν αχάριστο και εννιά δυσαρεστημένους». Το δεύτερο λέει, «όσο πιο πολλά έδωσες, τόσο πιο πολλά χρωστάς». Ας έχουν κατά νου στο Μαξίμου και στο Υπουργείο Οικονομικών αυτές τις δυο φρασούλες, δε βγήκαν τυχαία και έχουν διαχρονική εφαρμογή.  
 
Να, την περασμένη βδομάδα ο Μητσοτάκης έδωσε 1,1 δις παροχές. Είδατε ή ακούσατε εσείς κανέναν ευχαριστημένο; Προσωπικά δε συνάντησα ούτε έναν. Άλλοι είπαν «σιγά τα λεφτά», άλλοι «σωθήκαμε τώρα», άλλοι «θα βρει τρόπο να μας τα πάρει από την άλλη τσέπη» και πάρα πολλοί είπαν «αίσχος, έπρεπε να δώσει και σε τούτον και σε κείνον και στον παραδίπλα». Είναι βεβαίως δικαίωμα του καθένα να λέει ό,τι θέλει ή ό,τι τον συμφέρει, εγώ απλώς επισημαίνω αυτά που βλέπω και ακούω.  
 
Όσο για την επόμενη τρισχαριτωμένη ρήση, είναι σήμα κατατεθέν όλων των κοινωνικών τάξεων και όλων των ανθρώπων διαχρονικά. Όσα κι αν πάρει κάποιος, δεν είναι ευχαριστημένος. Και μόλις πάρει κάτι μια-δυο φορές, το θεωρεί απολύτως δεδομένο και κεκτημένο, οπότε ζητά παραπάνω. Κάντε οι ίδιοι μια δοκιμή. Δίνετε σε κάποιον δώρο ένα πενηντάρικο για πέντε μήνες κι ύστερα, τον έκτο μήνα μην το δώσετε. Θα γίνει αμέσως ο χειρότερος εχθρός σας.   
 
Οπότε εκεί στην κυβέρνηση, να μην είναι διόλου σίγουροι ότι αυτό το «δώσε-δώσε» θα τους φέρει εκλογικά ωφελήματα. Ο κόσμος –ειδικά ο Έλληνας- δεν ψηφίζει με βάση αυτά που παίρνει, αλλά με την προσδοκία των παραπάνω που θα πάρει απ’ αυτά που θεωρεί κεκτημένα. Επίσης, καταψηφίζει με βάση αυτά που θέλει και δεν παίρνει, αλλά και με βάση αυτά που θεωρεί ότι κατείχε και του τα «κόψανε». Όπερ, ας έχουν τον νου τους, διότι στο μυαλό του ψηφοφόρου «όσο πιο πολλά του έδωσαν, τόσο περισσότερα του χρωστούν».  
 
«Δηλαδή, να μη δώσει ποτέ και σε κανέναν;» θα ρωτήσετε. Φυσικά, να δώσει, και να μοιράσει, και απλόχερος να φανεί, και γενναιόδωρος να γίνει. Αλλά με μια προϋπόθεση. Να το κάνει αυστηρά μέσα στα όρια αντοχής της οικονομίας, με γνώμονα την καλή της πορεία και δίχως τον παραμικρό υπολογισμό πολιτικού κέρδους. Διότι αν κυριαρχήσει η αγωνία για το πολιτικό κέρδος, και τα όρια της οικονομίας θα ξεπεραστούν εύκολα και η μακροπρόθεσμη πορεία της θα υπονομευτεί, κι ας μην τα λένε.