Διακράτησε με σχετική ευκολία το επίπεδο των 860 μονάδων, η ελληνική αγορά, κατά τη χθεσινή συνεδρίαση με ελαφρές απώλειες σε επίπεδο δείκτη ( -0,12%) με ικανοποιητικό τζίρο στα 85,3 εκατ. ευρώ.
Οι διεθνείς αγορές συνεχίζουν στους ρυθμούς της αβεβαιότητας με το βλέμμα στραμμένο στις Κεντρικές Τράπεζες και τη δραστηριότητά τους στη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Τα μηνύματα από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα δείχνουν στην κατεύθυνση της αύξησης επιτοκίων για τις επόμενες συνεδριάσεις κατά 50 μονάδες βάσης, ενώ αξιωματούχοι στην Ευρώπη φαίνεται να «πιέζουν» προς ταχύτερη αύξηση επιτοκίων και εκ μέρους της ΕΚΤ, όπως ο γνωστός μας στους Έλληνες Φινλανδός κεντρικός τραπεζίτης Oli Rehn.
Η κρίση και τα προβλήματα που προκαλεί
Τα τεχνικά επίπεδα των διεθνών αγορών βρίσκονται σε επικίνδυνη φάση με τον S&P 500 να καταγράφει απώλειες άνω του 18% από την αρχή του χρόνου αλλά πολλές μετοχές εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμα σε απαιτητικές αποτιμήσεις.
Το συστατικό αυτό έρχεται να προστεθεί στο εκρηκτικό μείγμα που συνθέτουν οι υψηλές τιμές ενέργειας που σε συνδυασμό με την υψηλή τιμή του δολαρίου προκαλούν «πόνο» στις ευρωπαϊκές κοινωνίες , ενώ απότοκα της γεωπολιτικής κρίσης είναι φυσικά οι επόμενοι κρίκοι της αλυσίδας, η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και η αντίστοιχη εκτόξευση των τιμών των ακινήτων.
Ακολούθως η άνοδος των αποδόσεων των τιμών των ομολόγων στα 2,90% το αμερικάνικο δεκαετές, ενώ το Γερμανικό αντίστοιχο κινείται στο 1,01% και το Ελληνικό στη ζώνη 3,5-3,6%. Επομένως, το πρόβλημα εστιάζεται και στις επιχειρήσεις , ιδίως τις μικρότερες που δυσκολεύονται με το υψηλό κόστος δανεισμού, έχοντας να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα και το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένων των συνθηκών και των τρόπων που θα αντιμετωπισθούν τα ενεργειακά προβλήματα εκ μέρους της Ευρώπης αλλά και μεμονωμένα των κρατών και προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε την μεγάλη εικόνα, ανακύπτει και το ερώτημα κατά πόσον αξίζει να επενδύσει αυτή την περίοδο στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Ποιοι είναι οι φόβοι και ποιες οι προοπτικές του;
Θετικές ειδήσεις
Τα μέχρι τώρα θετικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, δεν εμπόδισαν τον Γενικό Δείκτη να υποχωρήσει λίγο πάνω από 100 μονάδες από τα υψηλά του Φεβρουαρίου, ο οποίος όμως συνεχίζει να διατηρεί αμυντικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις διεθνείς αγορές:
Η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας, ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, η είσοδος δυο μετοχών στο δείκτη MSCI (Εθνική – Μυτιληναίος) , τα ελπιδοφόρα δημοσιονομικά μεγέθη του α΄τετραμήνου σε επίπεδο φορολογικών εσόδων και ύψος πρωτογενούς ελλείμματος ( 811 εκατ. ευρώ), οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ειδικά όσον αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις εκτιμά ότι θα αναπτυχθούν με διψήφιο μάλιστα ποσοστό φέτος (+14,7%) και κατά 8,5% το 2023 είναι μερικές μόνο από τις θετικές ειδήσεις του τελευταίου διαστήματος που κατά κάποιο τρόπο «καίγονται» στη χρηματιστηριακή δίνη των διεθνών αγορών. Ως εκ τούτου εγχώριοι και διεθνείς επενδυτές προτιμούν την αύξηση των ρευστών διαθεσίμων, δεν αυξάνουν θέσεις και ειδικά στον Τραπεζικό κλάδο παρατηρούνται σε ορισμένες περιπτώσεις εντονότερες πιέσεις πωλητών.
Ειδικά όσον αφορά τις Τράπεζες ο Αντρέα Ένρια, πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επισήμανε την προηγούμενη εβδομάδα ότι είναι αξιέπαινη η πρόοδος των ελληνικών τραπεζών στη μείωση των κόκκινων δανείων. Φυσικά το ερώτημα που έχει προκύψει εάν και κατά πόσον υπάρχει φόβος μιας εκ νέου αύξησης των «κόκκινων δανείων» λόγω της ενεργειακής κρίσης εξακολουθεί να υφίσταται.
Ήδη στο ενεργειακό πρόβλημα η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσίασε τους βασικούς άξονες του σχεδίου της ΕΕ «REPowerEU» για την απεξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα : Γνωστοποίησε ότι οι ηγέτες των κυβερνήσεων της ΕΕ των 27 συμφώνησαν να δημιουργήσουν μια πλατφόρμα για την κοινή αγορά αερίου, LNG και υδρογόνου. «Ως μέρος του σχεδίου μας REPowerEU, προτείνουμε μια επιχειρησιακή πορεία προς τα εμπρός, με κοινό μηχανισμό προμηθειών και κοινή προσέγγιση στις προμηθεύτριες χώρες» ανέφερε, προσθέτοντας ότι θα κινητοποιηθούν 300 δισ. ευρώ, περίπου 72 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 225 δισ. ευρώ σε δάνεια.
Τούτων λεχθέντων η απάντηση στο ερώτημα «Αν αξίζει κανείς να επενδύσει στο Ελληνικό Χρηματιστήριο» προϋποθέτει ένα συνδυασμό παραγόντων. Οπωσδήποτε τα προβλήματα είναι υπαρκτά και κυρίως εξαρτώνται από τη χρονική επέκταση των γεωπολιτικών αναταράξεων, αλλά από την άλλη υπάρχουν -πέραν των θετικών ειδήσεων και των αναμενόμενων εξαιρετικών επιδόσεων του τουρισμού για φέτος- δυο σοβαρές παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη:
1) Η προσπάθεια της χώρας προς την επενδυτική βαθμίδα που όλοι οι διεθνείς αναλυτές την τοποθετούν εντός του 2023
2) Το γεγονός ότι στο Χρηματιστήριο της Αθήνας που για τους γνωστούς λόγους δεν ακολούθησε την άνοδο των διεθνών αγορών τα τελευταία χρόνια , υπάρχουν μετοχές με ελκυστικές αποτιμήσεις, με εταιρείες που αναμένονται να προσθέσουν μεγάλα έργα στο χαρτοφυλάκιό τους είτε στο χώρο της πληροφορικής, είτε στο χώρο των κατασκευών, είτε στο χώρο της ενέργειας.
Ο συνδυασμός επιλεκτικών τοποθετήσεων αυτή την «κακή» περίοδο με τη διακράτηση μετρητών προς εκμετάλλευση σε πιθανές βυθίσεις της αγοράς είναι κατά τη γνώμη μας η βέλτιστη επιλογή. Άλλωστε όλοι θυμόμαστε ότι στη διάρκεια της πανδημίας διαμορφώθηκαν τιμές και ευκαιρίες τοποθέτησης, που όχι σε μεγάλο χρονικό διάστημα έδωσαν υπέρογκες αποδόσεις.
Σε επόμενο άρθρο μας θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε και διαγραμματικά περιπτώσεις τίτλων αξίας αλλά και ανάπτυξης με στόχο τον μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.