Μια ανάσα πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές και κανένας από τους δύο υποψηφίους δεν έχει αποφασιστικό προβάδισμα, με τις δημοσκοπήσεις να είναι οριακές στις επτά Πολιτείες που θεωρούνται τα «πεδία μάχης» που θα καθορίσουν τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η Χάρις συγκεντρώνει το 48% των ψήφων και ο Τραμπ το 47%, ήτοι ένα ποσοστό που βρίσκεται εντός του περιθωρίου λάθους των δημοσκοπήσεων. Άλλωστε λόγω του αμερικανικού εκλογικού συστήματος οι δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο δεν αποτελούν απαραίτητα τον πιο ακριβή τρόπο πρόβλεψης του αποτελέσματος.
Ως εκ τούτου το γεγονός ότι στην Αριζόνα, την Τζόρτζια, τη Νεβάδα και τη Βόρεια Καρολίνα, ο Τραμπ φαίνεται να κερδίζει μικρό προβάδισμα λίγες ημέρες πριν τις κάλπες έχει κομβική σημασία. (σ.σ: Οι δύο υποψήφιοι εναλλάσσονται στην πρόθεση ψήφου στις Πολιτείες αυτές από τις αρχές Αυγούστου).
Επίσης στις τρεις άλλες Πολιτείες, το Μίσιγκαν, την Πενσιλβάνια και το Ουισκόνσιν, παρά το γεγονός ότι η Χάρις προηγούνταν από τις αρχές Αυγούστου και μάλιστα κάποιες φορές βρέθηκε δύο ή τρεις μονάδες μπροστά, εντούτοις τις τελευταίες ημέρες οι δημοσκοπήσεις δίνουν στον Τραμπ πολύ μικρό προβάδισμα. (σ.σ: Υπενθυμίζουμε ότι και οι τρεις αυτές πολιτείες ήταν τα προπύργια των Δημοκρατικών προτού αυξήσει τα ποσοστά του ο Τραμπ το 2016. Ο Μπάιντεν τις ανακατέλαβε το 2020 και σύμφωνα με το BBC, αν τελικά η Χάρις καταφέρει να ακολουθήσει τα χνάρια του, τότε θα είναι σε τροχιά εκλογικής νίκης).
Βάση των τελευταίων στοιχείων λοιπόν πιθανότατα να πρέπει να προετοιμαστούμε για μια δεύτερη θητεία του Τραμπ. Τι σημαίνει αυτό όμως καταρχάς για τις ΗΠΑ αλλά κυρίως για την Ευρώπη;
Τι σημαίνει μια νίκη Τραμπ για τις ΗΠΑ
H Wall φαίνεται να υποδέχεται αυτό το σενάριο όπως και το 2016. Mε θετική ψήφο από την αγορά των μετοχών, αλλά όχι και από την αγορά των ομολόγων, με την καμπύλη απόδοσης του αμερικανικού δημοσίου να έχει εκτιναχτεί, όπως θα εξηγήσουμε λίγο πιο κάτω.
Βλέπετε, οι πολιτικές εξαγγελίες που έχει κάνει ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ θεωρούνται πληθωριστικές, ενώ την ίδια στιγμή η προοπτική μεγαλύτερων δημοσιονομικών ελλειμμάτων επιτείνει ακόμα περισσότερο τις ανησυχίες της αγοράς, καθώς ούτε ο Τραμπ ούτε η Κάμαλα Χάρις πρόβαλαν τη μείωση του ελλείμματος ως βασικό στοιχείο της προεκλογικής τους εκστρατείας.
Ο μεγαλύτερος κερδισμένος μιας εκλογικής νίκης του Τραμπ θα είναι η αγορά κρυπτονομισμάτων, η οποία είναι ήδη σε φάση προεξόφλησης με το Bitcoin να έχει ξεπεράσει τα 66.000 δολάρια, ενώ και για το Εtherium είναι ικανοποιητική η άνοδος μετά τα χαμηλά του Σεπτεμβρίου.
Υπενθυμίζουμε ότι σε πολλές δημόσιες ομιλίες του ο Τραμπ έχει τονίσει ότι θα σταματήσει τη σταυροφορία Μπάιντεν κατά των κρυπτονομισμάτων και θα εξασφαλίσει ότι το μέλλον του Bitcoin και γενικότερα των κρυπτονομισμάτων θα γραφτεί στις ΗΠΑ.
Οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και η συμβατική ενέργεια αναμένεται επίσης να είναι στους μεγάλους κερδισμένους μιας νίκης του Τραμπ, καθώς έχει δεσμευτεί να αυξήσει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων στις ΗΠΑ, διευκολύνοντας τη διαδικασία αδειοδότησης για γεωτρήσεις και ενθαρρύνοντας την κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου.
Επίσης, έχει δηλώσει ότι αν εκλεγεί, οι ΗΠΑ θα υποχωρήσουν εκ νέου από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και θα υποστηρίξει την αύξηση της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας.
Όσον αφορά τη φορολογική ατζέντα, ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να επαναφέρει την ευρεία φορολογική μείωση του 2017 και την ίδια στιγμή η κυβέρνηση του θα ανοίξει έναν νέο γύρο περικοπών φόρων σε φυσικά πρόσωπα και εταιρείες, πέρα από αυτές που θεσπίστηκαν κατά την πρώτη του θητεία.
Η φορολογική του ατζέντα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Τραμπ είναι υπέρμαχος της αγοράς με ελάχιστους περιορισμούς, ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και φυσικά τους χρηματοοικονομικούς κολοσσούς. (σ.σ: Από την πλευρά της η Κάμαλα Χάρις εμφανίζεται ως η υποψήφια της μεσαίας τάξης και επιθυμεί να δημιουργήσει την οικονομία των δυνατοτήτων. Αναφορικά με τη φορολογία των μεγάλων περιουσιών και επιχειρήσεων έχει επαναλάβει τις δεσμεύσεις του Μπάιντεν, όμως προς το τέλος της προεκλογικής της καμπάνιας τις έχει αμβλύνει. Έχει υποσχεθεί φοροελαφρύνσεις για κάθε νέα γέννηση, ευνοϊκά δάνεια για την απόκτηση κατοικίας και οικονομική στήριξη για τη σύσταση επιχείρησης).
Για κάποιους κλάδους από την άλλη, μια επανεκλογή του Τραμπ σε αντίθεση με μια εκλογή της Χάρις ίσως αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση.
Οι μετοχές που σχετίζονται με τις αμυντικές δαπάνες ενδέχεται να ταλαιπωρηθούν υπό μια κυβέρνηση Τραμπ, καθώς ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος παραμένει επικριτικός για την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία στον πόλεμο με τη Ρωσία και έχει πει ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο σε 24 ώρες εάν εκλεγεί. (σ.σ: Χωρίς βέβαια να αναφέρει τον τρόπο).
Επίσης, έχει δηλώσει ότι υπό την προεδρία του, η Αμερική θα επανεξετάσει θεμελιωδώς «τον σκοπό του ΝΑΤΟ και την αποστολή του ΝΑΤΟ». (σ.σ: Από την άλλη πλευρά η Χάρις έχει δεσμευτεί ότι θα παραμείνει σταθερά στο πλευρό της\Ουκρανίας και δεν θα γίνει «φίλη με δικτάτορες».
Σημειωτέον ότι και οι δύο υποψήφιοι έχουν εκφράσει τη στήριξή τους προς το Ισραήλ και το δικαίωμά του στην άμυνα, όμως η Χάρις έχει προσπαθήσει να ισορροπήσει τις δηλώσεις της με αναφορές και στα δεινά των Παλαιστινίων).
Όσον αφορά τώρα τις «πράσινες» μετοχές, θεωρητικά ενδεχομένως να ταλαιπωρηθούν αν εκλεγεί ο Τραμπ, καθώς η στάση του απέναντι στην κλιματική αλλαγή είναι τελείως διαφορετική από τη Χάρις και αν πράγματι εφαρμόσει όσα λέει στην προεκλογική του εκστρατεία, τότε θα αποσύρει τις επιδοτήσεις του Μπάιντεν για τα ηλεκτρικά οχήματα και τις ΑΠΕ, καθώς και για άλλες πολιτικές που αποσκοπούν στη μείωση των εκπομπών.
Αντίθετα η Χάρις έχει δεσμευτεί να ενισχύσει τη διεθνή θέση των ΗΠΑ αναφορικά με το κλίμα. Άλλωστε η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ έχει στηρίξει το μεγάλο σχέδιο ενεργειακής μετάβασης του Μπάιντεν, ενώ ως γερουσιαστής της Καλιφόρνια είχε υποστηρίξει την Πράσινη Νέα Συμφωνία που προβλέπει τη δραστική μείωση των εκπομπών.
Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι κατά έναν ειρωνικό τρόπο, οι επιχειρήσεις που συνδέονται με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είδαν τα αποθέματά τους να αποδίδουν καλύτερα υπό την κυβέρνηση Τραμπ, ενώ οι μετοχές των εταιρειών πετρελαίου και άλλων παραδοσιακών εταιρειών ενέργειας είχαν καλύτερες επιδόσεις υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν. (σ.σ: Σχετική ανάλυση μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα πάντως τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Η επανεκλογή του Τραμπ δεν αποκλείεται εν τέλει να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά, κάτι που ήδη αναδεικνύει η αγορά των ομολόγων.
Βλέπετε, οι ΗΠΑ οδηγούνται σε εκλογές με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, κάτι που σημαίνει ότι όποιος και αν είναι ο επόμενος πρόεδρος, θα αντιμετωπίσει σοβαρούς περιορισμούς στη δημοσιονομική του πολιτική.
Όπως λοιπόν έχουμε εξηγήσει πολλάκις, αν αυτούς τους περιορισμούς ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ τους αγνοήσει, τότε μάλλον θα πρέπει να προετοιμαστούμε για νέες περιπέτειες σε βάθος χρόνου.
Οι μαζικές φοροαπαλλαγές που τάζει ο Ντόναλντ Τραμπ θα αυξήσουν το ήδη τεντωμένο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ, οδηγώντας την απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς σε επικίνδυνα επίπεδα. Ήδη φέτος το χρηματοδοτικό κόστος των ΗΠΑ έχει αυξηθεί πέριξ του 7,8%.
Και για όσους ποντάρουν στο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα πιέσει ακόμα περισσότερο τη Fed προς μια πιο επιθετική πολιτική μείωσης επιτοκίων, να υπενθυμίσουμε ότι οι αγορές έχουν το δικό τους σύστημα τιμολόγησης.
Βέβαια, ο Τραμπ υποστηρίζει ότι θα εξαλείψει το εμπορικό έλλειμμα μέσω της επιβολής δασμών 10% σε όλα τα αγαθά που εισάγονται στις ΗΠΑ, ακόμα και σ’ εκείνα των φιλικά προσκείμενων εμπορικών εταίρων, όπως η Ιαπωνία και η Ευρώπη, ενώ για την Κίνα οι δασμοί θα φτάσουν το 60%. Οι δασμοί αυτοί θα του επιτρέψουν να χρηματοδοτήσει τη μεγάλη μείωση φόρων.
Επιπρόσθετα, υποστηρίζει τη σταδιακή κατάργηση των κινεζικών εισαγωγών αγαθών όπως είναι τα ηλεκτρονικά, ο χάλυβας και τα φαρμακευτικά προϊόντα για τέσσερα χρόνια και τη ρητή απαγόρευση στις κινεζικές εταιρείες να κατέχουν υποδομές των ΗΠΑ στους τομείς της ενέργειας και της τεχνολογίας.
Εν ολίγοις, ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος θα επανεξετάσει τη Φάση 1 της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ ως «σημείο εκκίνησης» οποιασδήποτε εμπορικής διαπραγμάτευσης.
Αυτή η εμπορική πολιτική όμως θα στραγγαλίσει για άλλη μια φορά το ελεύθερο εμπόριο, προκαλώντας ενδεχομένως σε δεύτερο χρόνο νέες πληθωριστικές πιέσεις και νέους πονοκεφάλους για την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Ίσως αυτός να είναι ένας και από τους πιο ισχυρούς λόγους που η τιμή του χρυσού σπάει το ένα υψηλό μετά το άλλο.
Οι επιπτώσεις για την Ευρώπη
Για την Ευρώπη, το διακύβευμα των αμερικανικών εκλογών είναι μεγάλο. Η οικονομική σχέση ΕΕ-ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο, με την αξία των εμπορευόμενων αγαθών και υπηρεσιών να υπερβαίνει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως.
Η ΕΕ εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τις ΗΠΑ για να απορροφήσουν τις εξαγωγές της, με τις τελευταίες να έχουν καταστεί εδώ και καιρό ο παγκόσμιος καταναλωτής έσχατης ανάγκης, απορροφώντας την παραγωγή τόσο από την Ανατολική Ασία όσο και από τη Βόρεια Ευρώπη.
Αυτός ο ρόλος των ΗΠΑ έχει γίνει ακόμη πιο σημαντικός για την Ευρώπη για δύο λόγους. Πρώτον, η τεχνολογική πρόοδος της Κίνας, η καταστολή της εγχώριας ζήτησης και οι απαιτήσεις για τα προγράμματα επιδοτήσεων της έχουν προκαλέσει στασιμότητα των κινεζικών εισαγωγών για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ με δικομματική υποστήριξη άρχισαν να μειώνουν το εμπόριο τους με την Κίνα, αφήνοντας ταυτόχρονα ένα «άνοιγμα» για τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Οι ΗΠΑ απορροφούν πλέον το 16% των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ, από 12% το 2012. Παρόμοια τάση μπορεί να παρατηρηθεί για τις υπηρεσίες: οι ΗΠΑ απορρόφησαν το 22% των εξαγωγών υπηρεσιών της ΕΕ το 2023, από 18% το 2014.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, γίνεται κατανοητό γιατί είναι προτιμότερη για την Ευρώπη μια νίκη των Δημοκρατικών, που είναι περισσότερο διατεθειμένοι να λάβουν υπόψιν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και δεν βλέπουν το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την ΕΕ ως κρίσιμη προτεραιότητα, σε αντίθεση με τον Τραμπ που το θεωρεί παρόμοιο πρόβλημα με το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα!
Bέβαια στο σημείο αυτό θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε το εξής: Ενώ η Χάρις πιθανότατα θα ενδιαφερόταν περισσότερο από τον Τραμπ για τον διατλαντικό διάλογο, εντούτοις και οι δύο υποψήφιοι έχουν οικονομικές προτεραιότητες που θα φέρουν την Ευρώπη σε δύσκολη θέση. Δεν αναφερόμαστε μόνο στη σκληρότερη αντιμετώπιση της Κίνας, αλλά και στην ενίσχυση των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ σε τομείς ευαίσθητους για την Ευρώπη, όπως η παραγωγή οχημάτων για παράδειγμα.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι ούτε οι Δημοκρατικοί ενδιαφέρθηκαν στο παρελθόν υπερβολικά για τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα όταν αυτά έρχονται σε σύγκρουση με τις εγχώριες πολιτικές προτεραιότητές τους.
Όπως και να έχει, μια επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ενέχει σαφώς περισσότερους κινδύνους για την Ευρώπη και θα έχει ως αποτέλεσμα σύμφωνα με τους αναλυτές του Economist Intelligence μια αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων για την ανάπτυξη της Ευρώπης, καθώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η μεγαλύτερη αβεβαιότητα εμπορικής πολιτικής και ο αντίκτυπος των νέων δασμών στις εισαγωγές των ΗΠΑ, αλλά και των πιθανών αντιδασμών από την ΕΕ.
Βλέπετε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ευρεία εξουσία για τους δασμούς και τους εμπορικούς περιορισμούς και σε περίπτωση που κερδίσει ο Τραμπ, αναμένεται να επιδιώξει τους δεδηλωμένους στόχους του παρά τις αντιρρήσεις από τον ιδιωτικό τομέα των ΗΠΑ, το πιθανότατα διχασμένο Κογκρέσο και τις νομικές προκλήσεις.
Κατά τη διάρκεια άλλωστε της προχθεσινής του προεκλογικής συγκέντρωσης στην Πενσιλβάνια ήταν ξεκάθαρος ότι η ΕΕ θα πληρώσει «μεγάλο τίμημα» επειδή δεν αγοράζει αρκετά αμερικανικά προϊόντα.
Αναλύοντας το «ανταποδοτικό εμπορικό νομοσχέδιο» ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν τους αρέσουν τα αυτοκίνητα μας. Δεν τους αρέσουν τα γεωργικά μας προϊόντα. Πουλάνε εκατομμύρια αυτοκίνητα στις ΗΠΑ. Όχι, όχι, όχι, θα αναγκαστούν να πληρώσουν μεγάλο τίμημα».
Στη βασική πρόβλεψη του Εconomist Intelligence αναμένεται οι εισαγωγικοί δασμοί να αυξηθούν από 2% επί του παρόντος σε 5% έως 10% από το τέταρτο τρίμηνο του 2025, με τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα να αυξάνονται από περίπου 20% σε 30%. Χάλυβας, αλουμίνιο και αυτοκίνητα είναι πιθανό να υποστούν τις μεγαλύτερες αυξήσεις τιμολογίων.
Όλα αυτά θα ασκήσουν ανοδική πίεση στον πληθωρισμό της Ευρώπης- ήδη τα χθεσινά στοιχεία για τον πληθωρισμό δείχνουν νέα τάση ανόδου - αν και η βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη θα αντισταθμίσει ως ένα σημείο την πίεση στις τιμές, εξ ’ου και πιστεύουμε ότι οι προβλέψεις για τη νομισματική πολιτική δεν θα μεταβληθούν ιδιαίτερα.
Η ΕΕ θα πιέσει αρχικά για να εξασφαλίσει εξαιρέσεις προτείνοντας να αγοράσει ορισμένα προϊόντα των ΗΠΑ σε μεγαλύτερες ποσότητες, αλλά το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της περιοχής με τις ΗΠΑ, ένα χαρακτηριστικό που απεχθάνεται ο Τραμπ, υποδηλώνει ότι αυτό πιθανότατα δεν θα είναι αποτελεσματικό. Νομοτελειακά λοιπόν αναμένονται στοχευμένα αντίποινα της ΕΕ από τις αρχές του 2026.
Η αβεβαιότητα της εμπορικής πολιτικής θα αρχίσει να επιβαρύνει το επιχειρηματικό κλίμα και τις ευρωπαϊκές επενδύσεις από το 2025, με την αύξηση των εξαγωγών και τη βιομηχανική παραγωγή να μειώνονται περισσότερο το 2026. Τουτέστιν το πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης από τους δασμούς των ΗΠΑ αναμένεται να είναι μεγαλύτερο το 2026.
Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι η πιο εκτεθειμένη στους δασμούς λόγω του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος με τις ΗΠΑ και του μεγάλου βιομηχανικού της τομέα.
Οι αναλυτές του Economist Intelligence αναμένουν ετήσια γερμανική ανάπτυξη στο 0,9% κατά μέσο όρο το 2025-2027, έναντι 1,3% εάν η Χάρις κερδίσει την προεδρία των ΗΠΑ.
Η Ιρλανδία θα πληγεί επίσης σκληρά, δεδομένων των σημαντικών εξαγωγών υπηρεσιών προς τις ΗΠΑ, όπως και η Ιταλία, ενώ η ανατολική Ευρώπη θα είναι η λιγότερο ευάλωτη.
Πόσο αναμένεται όμως να μειωθεί η ανάπτυξη σε επίπεδο ΕΕ; Σε αντίθεση με πιο δυσοίωνες προβλέψεις όπως εκείνες της Goldman Sachs που εκτιμά πτώση του ρυθμού ανάπτυξης έως και 1%, σύμφωνα με το Economist Intelligence η μείωση αυτή θα οριοθετηθεί στις 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το έτος αιχμής του 2026, δεδομένου ότι από ένα σημείο και μετά, η αναμενόμενη ενίσχυση του δολαρίου θα καταστήσει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές ως προς τις τιμές, κάτι που θα μπορούσε τουλάχιστον εν μέρει να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις των υψηλότερων δασμών.
Επίσης τα σχέδια του Τραμπ να μειώσει τις επιδοτήσεις των ΗΠΑ για επενδύσεις σε ΑΠΕ, μπαταρίες και ηλεκτρικά οχήματα θα μπορούσαν να κάνουν την Ευρώπη ένα συγκριτικά πιο ελκυστικό μέρος να επενδύσει κανείς στην πράσινη οικονομία.
Περνώντας στα γεωπολιτικά, ο κύριος αντίκτυπος μιας δεύτερης θητείας του Τραμπ όσον αφορά την Ευρώπη, θα είναι οι προοπτικές για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το πιο πιθανό σενάριο είναι η κατάπαυση του πυρός, κάτι που θα εδραιώσει τις εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία εντός της πενταετούς προβλεπόμενης περιόδου.
Επίσης οι απαιτήσεις των αμυντικών δαπανών θα διπλασιαστούν στην ΕΕ και η αμυντική συνεργασία Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ θα αυξηθεί. (σ.σ: Υπενθυμίζουμε ότι οι αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη έχουν ήδη αυξηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια).
Ωστόσο, η Ευρώπη θα παραμείνει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ για την περιφερειακή ασφάλεια και σύμφωνα με τη διάμεσο των αναλυτών, η ΕΕ δεν έχει την πολιτική βούληση ή τη βιομηχανική ικανότητα να ενισχύσει την υποστήριξή της προς την Ουκρανία αρκετά, ώστε να αντισταθμίσει την απότομη πτώση της υποστήριξης των ΗΠΑ.
Αυτός είναι ο λόγος που οι αναλυτές του Εconomist Intelligence αναμένουν κατάπαυση του πυρός και έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών το 2025 με τη μεσολάβηση του Τραμπ. Όμως εκτιμούν ότι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις δεν αποκλείεται να καταρρεύσουν και η κατάπαυση του πυρός να παραμείνει εύθραυστη, με έναν ψυχρό πόλεμο να αναδύεται, σενάριο που παρέχει περιθώρια για κάποια ανάκαμψη και αναπροσαρμογή, αλλά όχι ουσιαστική επίλυση.
Οι επιπτώσεις στις υπόλοιπες αγορές και το γενικό συμπέρασμα
Με βάση όλα τα παραπάνω, αν εν τέλει ο Ντόναλντ Τραμπ περάσει ξανά την πόρτα του Λευκού Οίκου, η επενδυτική στρατηγική σε πρώτο χρόνο ευνοεί τις αγορές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι των αναδυόμενων αγορών και των ευρωπαϊκών αγορών.
Αυτό άλλωστε υποδεικνύει και το ιστορικό παράδειγμα , καθώς οι τελευταίες επλήγησαν ιδιαίτερα στις προηγούμενες περιόδους αβεβαιότητας εμπορικής πολιτικής.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών αναλυτών, oι κλάδοι των Πρώτων Υλών και της Βιομηχανίας εκτός ΗΠΑ φαίνονται πιο πιθανό να έχουν χαμηλότερη απόδοση, δεδομένης της ευαισθησίας στη δύναμη του δολαρίου και στους πιθανούς δασμούς.
Σε περίπτωση που επικρατήσει η Χάρις, οι κλάδοι εκτός ΗΠΑ που θα επωφεληθούν περισσότερο στα χρηματιστηριακά ταμπλό είναι το Real Estate και η Βιομηχανία, χάρη στο ασθενέστερο δολάριο. Ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι θα μπορούσαν επίσης να επωφεληθούν από τη συνέχιση του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA).
Όσον αφορά τώρα τις επιπτώσεις από την πιθανότητα η ΕΕ να απαντήσει στην πολιτική των δασμών επιβάλλοντας αντιδασμούς σε ορισμένα προϊόντα των ΗΠΑ, πιστεύουμε ότι ναι μεν μπορεί να οδηγήσει σε ανοδική πίεση στις τιμές ορισμένων αγαθών το 2026, εντούτοις αυτή η πίεση μπορεί να αποδειχθεί διαχειρίσιμη.
Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι η ΕΕ εισάγει πολύ λιγότερα προϊόντα από τις ΗΠΑ από ό,τι οι ΗΠΑ από την ΕΕ. Επιπλέον, αυτά τα αντίποινα θα επικεντρωθούν πιθανότατα σε συγκεκριμένα είδη. Για παράδειγμα, το 2018, όταν ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου των ΗΠΑ, η ΕΕ απάντησε με δασμούς στο bourbon, στις μοτοσικλέτες Harley-Davidson και στα μηχανοκίνητα σκάφη. Μια παρόμοια προσέγγιση είναι πιθανή αυτή φορά.
Βέβαια ακόμα και σε αυτό το σενάριο, ο παράγοντας της Κίνας μπορεί να δημιουργήσει ανατροπές.
Συμπερασματικά, για την οικονομία της Ευρώπης, οι αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου προσφέρουν ένα λιγότερο κακό αποτέλεσμα σε περίπτωση μιας προεδρίας της Κάμαλα Χάρις - η Ευρώπη αναμένει λίγες εύνοιες από μια προεδρία Χάρις, την οποία θεωρεί «συνέχεια Μπάιντεν»- ή μια πραγματικά δύσκολη δεύτερη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήδη από την προεκλογική του καμπάνια διαφαίνεται πιο συγκρουσιακός με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι δυσκολίες συνωστίζονται σε δύο βασικούς τομείς: την εμπορική πολιτική και τον επιμερισμό του αυξανόμενου κόστους ασφάλειας μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Όμως μια προεδρία του Τραμπ παρουσιάζει πολλαπλούς κινδύνους: εάν άρει την υποστήριξη των ΗΠΑ για την Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να αυξήσουν γρήγορα τις αμυντικές δαπάνες. Και αν πυροδοτήσει έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, η Ευρώπη θα είναι από τους μεγαλύτερους χαμένους.
Ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, οι προβληματισμοί αυξάνονται κάθετα αν σκεφτεί κανείς ότι τα μέτρα κατά της Κίνας είναι ένας σπάνιος τομέας δικομματικής συμφωνίας στην προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ. Για την οικονομία της Ευρώπης που βασίζεται στις εξαγωγές, αυτό εγείρει το ερώτημα εάν μπορεί να συνεχίσει να συνδυάζει εμπορικούς δεσμούς τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με την Κίνα.
Δείτε το παράδειγμα της ASML, του κορυφαίου προμηθευτή εξοπλισμού κατασκευής μικροτσίπ υψηλής τεχνολογίας, για τον οποίο ο κίνδυνος παράπλευρων ζημιών από τις προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν την Κίνα αυξάνεται συνέχεια. Ήδη αντιμετωπίζει απαγορεύσεις εξαγωγών στα μισά προϊόντα της στην Κίνα.
Όποιος κι αν είναι ο νικητής των αμερικανικών εκλογών λοιπόν, δεν είναι σαφές εάν η Ευρώπη μπορεί να συνεχίσει να επωφελείται από την ανάπτυξη των ΗΠΑ χωρίς να μειώσει το εμπόριο με την ίδια την Κίνα.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.