Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που είχε ανακοινώσει προ εβδομάδων η τράπεζα, χθες ανακοινώθηκε το σχέδιο ανάκαμψης ή σχέδιο αναδιάρθρωσης ή σχέδιο σωτηρίας της Credit Suisse (CSGN ZURICH, CS NYSE). Όπως βέβαια και να αποκαλέσουμε αυτό το σχέδιο, η ουσία είναι πως πρόκειται για την (τελευταία ίσως) προσπάθεια της διοίκησης της δεύτερης μεγαλύτερης ελβετικής τράπεζας να σταματήσει την καθοδική της πορεία, να καθησυχάσει τους πελάτες και τα στελέχη της, να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών και να πείσει τους επενδυτές να την εμπιστευθούν και να της δώσουν μία μεγάλη κεφαλαιακή ένεση.
Το σχέδιο που ανακοινώθηκε χθες το πρωί δεν περιέχει πολύ μεγάλες εκπλήξεις, καθώς περιλαμβάνει πολλές κινήσεις που οι αγορές και ο διεθνής Τύπος θεωρούσαν ήδη πολύ πιθανές, όπως είχαμε δει πριν μερικές μέρες (Αντίστροφη μέτρηση για τη σωτηρία της Credit Suisse | Liberal).
Η ριζική αναδιάρθρωση της επενδυτικής τράπεζας, η πώληση ενός σημαντικού τομέα τιτλοποίησης δανείων, η απόσχιση της «νέας» επενδυτικής τράπεζας, η δημιουργία νέας επιχείρησης με το όνομα CS First Boston και βέβαια η μεγάλη αύξηση κεφαλαίου δεν αιφνιδίασαν τις αγορές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τις ενθουσίασαν κιόλας. Αυτό που μάλλον δεν ήταν αναμενόμενο ήταν η μεγάλη ζημιά που ανακοινώθηκε παράλληλα με την παρουσίαση του σχεδίου.
Ας δούμε όμως τις γενικές γραμμές του πλάνου που ανακοίνωσαν χθες ο Άξελ Λέμαν και ο Ούλριχ Κέρνερ, ξεκινώντας από το πιο σημαντικό κομμάτι του, δηλαδή την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, η οποία θα είναι ύψους τεσσάρων δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων και θα καλυφθεί με δύο τρόπους. Ένα σημαντικό μέρος, ίσως και πάνω από 1,5 δις φράγκα, θα καλυφθεί από νέους επενδυτές.
Την μεγαλύτερη συμμετοχή θα έχει η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας, η οποία έχει δηλώσει πως θα εισφέρει ένα ποσό έως 1,5 δις φράγκα. Μετά από την ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου η σαουδαραβική τράπεζα (η οποία ελέγχεται από το κρατικό επενδυτικό ταμείο της χώρας) θα κατέχει σχεδόν το 10% των μετοχών της τράπεζας. Το υπόλοιπο ποσό μέχρι τα 4 δις φράγκα θα καλυφθεί μέσω μίας διαδικασίας κλασσικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου με δικαίωμα προτίμησης υπέρ των παλαιών μετόχων.
Όπως κάθε σχέδιο αναδιάρθρωσης, έτσι και αυτό της Credit Suisse περιλαμβάνει σημαντική μείωση του προσωπικού της. Από τους 52.000 υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης που εργάζονται αυτή την στιγμή στην τράπεζα θα μείνουν περίπου 43.000 μέχρι το 2025. Η τράπεζα εκτιμά πως η μείωση του προσωπικού σε συνδυασμό και με άλλα μέτρα περιορισμού των εξόδων της θα κατεβάσει τα ετήσια έξοδα λειτουργίας στα 14,5 δισεκατομμύρια φράγκα, δηλαδή κατά 15%, μέχρι το 2025.
Επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες του διεθνούς Τύπου η τράπεζα δήλωσε πως θα αλλάξει ριζικά την μορφή του τομέα επενδυτικής τραπεζικής. Ένα σημαντικό κομμάτι της, αυτό της τιτλοποίησης δανείων, το οποίο είναι εξαιρετικά κερδοφόρο αλλά λόγω της επικινδυνότητάς του απαιτεί την ύπαρξη σημαντικών κεφαλαίων, θα ανεξαρτητοποιηθεί.
Η τράπεζα βρίσκεται ήδη σε προχωρημένες συζητήσεις με μεγάλους επενδυτές όπως η Apollo Global Management και η PIMCO για να τους πουλήσει ένα πλειοψηφικό μετοχικό μερίδιο. Ορισμένες δραστηριότητες του τομέα επενδυτικής τραπεζικής που κρίνεται πως είναι πολύ επικίνδυνες ή όχι σημαντικές για την τράπεζα θα εισφερθούν σε έναν νέο τομέα με σκοπό την πώλησή ή το σταδιακό κλείσιμό τους.
Ό,τι μείνει, δηλαδή ο τομέας εξαγορών και συγχωνεύσεων και ο τομέας συμβουλών προς τις επιχειρήσεις, θα γίνει κομμάτι μίας ανεξάρτητης εταιρείας που θα ανήκει στην τράπεζα κατά 100% και θα ονομάζεται CS First Boston και θα επιδιώξει την εισαγωγή της σε κάποιο χρηματιστήριο όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Στόχος της διοίκησης είναι η επικέντρωση των δραστηριοτήτων της τράπεζας στις ελβετικές αμιγώς τραπεζικές δραστηριότητες, στον τομέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων πελατών και στην ανανεωμένη και λιγότερο επικίνδυνη επενδυτική τράπεζα. Σύμφωνα με την διοίκηση, η Credit Suisse θα επιστρέψει στην κερδοφορία από το 2024 και θα είναι σε θέση να διανέμει ικανοποιητικά μερίσματα από το 2025 και μετά. Μέχρι τότε θα μπορεί να δίνει μόνο συμβολικά μερίσματα.
Εκτός όμως από το σχέδιο ανάκαμψης, χθες το πρωί ανακοινώθηκαν και τα οικονομικά αποτελέσματα του τελευταίου τριμήνου, τα οποία επιφύλασσαν μια δυσάρεστη έκπληξη στους μετόχους. Ενώ οι εκτιμήσεις των αναλυτών μιλούσαν για ζημιές ύψους 413 εκατομμυρίων φράγκων, αυτές τελικά έφθασαν το τεράστιο ποσό των τεσσάρων δισεκατομμυρίων φράγκων. Το μεγαλύτερο μέρος δεν είναι λειτουργικό αλλά αυτό δεν αποτελεί σημαντική παρηγοριά για τους μετόχους παρά το γεγονός πως οι λειτουργικές ζημιές ήταν σχετικά μικρότερες των αναμενόμενων, αφού ανήλθαν στο ποσό των 342 εκατομμυρίων φράγκων.
Οι υπόλοιπες ζημιές, σχεδόν 3,7 δις ελβετικά φράγκα, έχουν άμεση σχέση με το σχέδιο αναδιάρθρωσης και οφείλονται σε έκτακτα έξοδα και φορολογικές επιβαρύνσεις. Το κακό είναι πως αυτές οι ζημιές δεν θα είναι οι τελευταίες που θα συνοδεύσουν την προσπάθεια ανάκαμψης της τράπεζας. Ο διευθύνων σύμβουλος Κέρνερ παραδέχθηκε πως μέχρι το 2024 θα καταγραφούν άλλα 2,9 δισεκατομμύρια φράγκα από ζημιές που σχετίζονται με την εφαρμογή του σχεδίου.
Η υποδοχή που επιφύλαξαν οι αναλυτές και ο διεθνής Τύπος στην ανακοίνωση του σχεδίου για την ανάκαμψη της Credit Suisse δεν ήταν άσχημη ούτε και ενθουσιώδης. Το θετικό στοιχείο που εντόπισαν ήταν το γεγονός πως η τράπεζα έκανε σοβαρή προσπάθεια για να καθησυχάσει τους μεγάλους πελάτες της οι οποίοι είχαν αρχίσει να νοιώθουν άβολα τους τελευταίους μήνες με τις συνεχείς αρνητικές ειδήσεις και την φημολογία περί πιθανών προβλημάτων της τράπεζας.
Όπως αντιλαμβανόμαστε, η απόφαση της διοίκησης να προχωρήσει στην πολύ μεγάλη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ήταν σχεδόν υποχρεωτική, καθώς έπρεπε να στείλει ένα πολύ σοβαρό μήνυμα στους πελάτες της σχετικά με την επάρκεια των κεφαλαίων της. Εκτός αυτού, ένα άλλο θετικό στοιχείο θεωρείται πως είναι η απαλλαγή της από δραστηριότητες με μεγάλο κίνδυνο, από τις οποίες πολλές φορές έχουν προκύψει εξαιρετικά αρνητικές εκπλήξεις.
Ένα αρνητικό στοιχείο είναι το ότι τα κέρδη που προβλέπεται να αρχίσουν να έρχονται από το 2024 και μετά θεωρούνται χαμηλά σε σχέση με αυτά που επιτυγχάνουν οι ανταγωνίστριές της. Δεν αποκλείεται αυτό να είναι σκόπιμο, προκειμένου να πεισθούν οι επενδυτές και οι πελάτες πως η τράπεζα δεν θα χρειαστεί να προχωρήσει σε ριψοκίνδυνες κινήσεις προκειμένου να πετύχει εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους. Αυτό παραδέχθηκε λίγο πολύ και ο Κέρνερ, ο οποίος δήλωσε στην τηλεόραση του Bloomberg πως δεν θέλουν να υποσχεθούν πολλά και να καταφέρουν λίγα, προτιμούν να γίνει το αντίθετο.
Η αντίδραση της αγοράς πάντως ήταν πολύ αρνητική αφού οι μετοχές της τράπεζας υπέστησαν σοβαρότατες ζημιές. Στο χρηματιστήριο της Ζυρίχης σημείωσαν πτώση 18,60 % και έκλεισαν στα 3,877 φράγκα, μόλις 10,20 % πάνω από τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριάντα ετών που είχαν σημειωθεί στις αρχές του τρέχοντος μήνα. Η πτώση αυτή δεν οφείλεται απαραίτητα στην αρνητική άποψη των επενδυτών για το σχέδιο και τις πιθανότητες επιτυχίας του.
Το πιθανότερο είναι πως έχει άμεση σχέση με το σοκ που προκάλεσαν οι μεγάλες ζημιές και κυρίως με την μεγάλη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, για την οποία οι επενδυτές πιθανολογούν πως θα γίνει σε αρκετά πιο χαμηλή τιμή από αυτήν του χθεσινού κλεισίματος. Κοιτάζοντας λίγο πιο μακριά και με βάση όσα σχόλια και εκτιμήσεις διαβάσαμε και ακούσαμε, αντιλαμβανόμαστε πως στην περίπτωση που το σχέδιο εφαρμοστεί όπως ανακοινώθηκε, ο κίνδυνος για την ηλικίας 166 ετών ελβετική τράπεζα θα μειωθεί αισθητά. Αυτό προϋποθέτει πάνω απ’ όλα την ταχύτατη και επιτυχημένη διενέργεια της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, πάνω στην οποία θα βασιστεί η εκτέλεση όλων των υπόλοιπων μερών του σχεδίου.
Αν ακουστεί το παραμικρό που θα θέσει σε αμφιβολία την επιτυχή έκβαση αυτής της αύξησης (όπως ας πούμε φήμες πως η σαουδαραβική τράπεζα μπορεί να αλλάξει γνώμη), η κατάσταση θα χειροτερέψει απότομα και η τράπεζα μπορεί όντως να κινδυνέψει να έχει την τύχη της Lehman Brothers ή της Bear Stearns. Υποθέτοντας πως τα πράγματα με την κεφαλαιακή ενίσχυση της τράπεζας θα εξελιχθούν ομαλά μπορούμε να πούμε πως τα χειρότερα έχουν περάσει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η ταλαιπωρία των μετόχων έχει φτάσει στο τέλος της.
Αυτό λογικά θα γίνει όταν πλησιάσει η ολοκλήρωση της διαδικασίας της αύξησης. Από εκεί και μετά η πορεία της μετοχής θα εξαρτάται κυρίως από την κίνηση των χρηματιστηρίων και θα βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου εφόσον τα νέα από την εφαρμογή του σχεδίου θα είναι θετικά. Αρκεί βέβαια να σταματήσει τις κακές συνήθειες των τελευταίων δεκαετιών και να αποφύγει τις διάφορες κακοτοπιές τύπου Archegos που της έχουν κοστίσει πολλά δισεκατομμύρια και την παράνομη ή παράτυπη συμπεριφορά διαφόρων στελεχών της που συνήθως έχει ως συνέπεια την επιβολή υψηλών προστίμων από τις εποπτικές αρχές.