Όσοι είχαν ζήσει από κοντά τα γεγονότα του φθινοπώρου του 2008 με την έξαρση της μεγάλης κρίσης του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος είναι βέβαιο πως δεν νοιώθουν και πολύ άνετα παρακολουθώντας τις εξελίξεις σχετικά με την δεύτερη μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, την Credit Suisse (CSGN ZURICH, CS NYSE).
Η χρόνια αδυναμία της να πετύχει αποδόσεις εφάμιλλες της μεγάλης ανταγωνίστριάς της, της UBS (UBSG ZURICH, UBS NYSE), σε συνδυασμό με την κακή συνήθειά της να υφίσταται ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων και να αναγκάζεται να πληρώσει πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων την έχουν φέρει σε μία αρκετά δύσκολη θέση. Όχι τόσο δύσκολη που να κινδυνεύει με την τύχη των εταιρειών που κατέρρευσαν τότε, όπως η Lehman Brothers, αλλά αρκετά δύσκολη για να κάνει τους μετόχους και τους δανειστές της να μην κοιμούνται εντελώς ήσυχοι και την Ελβετία να φοβάται πως θα πληγεί η εικόνα της χώρας.
Με τα προβλήματα της τράπεζας έχουν ασχοληθεί πολύ πρόσφατα και αρκετά αναλυτικά ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος και ο Χρήστος Γεωργίου. Καθώς πλησιάζει η 27η Οκτωβρίου, όταν ο Άξελ Λέμαν, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και ο διευθύνων σύμβουλος Ούλριχ Κέρνερ, αναμένεται να ανακοινώσουν το σχέδιο αναδιάρθρωσης και αναζωογόνησης της τράπεζας, εμείς θα ασχοληθούμε με τις πιθανές λύσεις που μπορεί να ανακοινώσουν ο Λέμαν με τον Κέρνερ αλλά θα ρίξουμε και μία ματιά σε ορισμένα άλλα ζητήματα που ρίχνουν την σκιά τους στις προσπάθειες τους.
Για το τι θα περιλαμβάνει το σχέδιο ακούγονται πολλά και γράφονται άλλα τόσα. Δεδομένων των πολύ αρνητικών συνθηκών στις διεθνείς αγορές και της αβεβαιότητας που επικρατεί, το σενάριο μίας ριζικής λύσης ακούγεται ως το πιο λογικό. Όταν μιλάμε για ριζική λύση, εννοούμε μία λύση που θα περιλαμβάνει την απαλλαγή της τράπεζας από δραστηριότητες που είναι επικίνδυνες και απαιτούν πολλά κεφάλαια, την πώληση κάποιων άλλων δραστηριοτήτων ή περιουσιακών στοιχείων για τις οποίες θα υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον και όλα αυτά σε συνδυασμό με μία γενναία αύξηση κεφαλαίου και με μία σοβαρή προσπάθεια τεχνολογικής αναβάθμισης των δραστηριοτήτων που θα παραμείνουν στην τράπεζα.
Ένα σχέδιο που διαβάσαμε στο Reuters, με βάση εκτιμήσεις αναλυτή του πρακτορείου, και μας φάνηκε ενδιαφέρον έχει τα εξής βασικά στοιχεία: την δραστική μείωση του μεγέθους της επενδυτικής τράπεζας, από την οποία θα μείνει μόνο το τμήμα που ασχολείται με την ανεύρεση χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και την οργάνωση εξαγορών και συγχωνεύσεων ενώ από το τμήμα που ασχολείται με διαπραγμάτευση (για λογαριασμό της τράπεζας) ομολόγων και άλλων αξιών θα παραμείνουν μόνο ελάχιστα κομμάτια όπως αυτό των δραστηριοτήτων στις αγορές συναλλάγματος.
Ο αναλυτής του πρακτορείου υπολογίζει πως το κόστος της σμίκρυνσης της επενδυτικής τράπεζας, μαζί με το κόστος της τεχνολογικής αναβάθμισης και το κόστος της διευθέτησης διαφόρων εκκρεμοτήτων που σχετίζονται με πιθανά πρόστιμα και αποζημιώσεις προς τους πελάτες που έχουν ζημιωθεί από λανθασμένες ενέργειες των στελεχών της τράπεζας, είναι της τάξης των 5 δισ. δολαρίων. Αυτό είναι, κατά την άποψή του, το ύψος των κεφαλαίων που θα πρέπει να ζητήσει από τους μετόχους της.
Πέρα από αυτά, προτείνει και την ταυτόχρονη πώληση περιουσιακών στοιχείων για την περαιτέρω ενδυνάμωση της οικονομικής θέσης της τράπεζας αλλά και για να δείξει στους μετόχους πως δεν θα βασιστεί μόνο στα δικά τους χρήματα. Αυτό βέβαια είναι μόνο ένα σενάριο, το οποίο τελικά μπορεί να απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η βασική ιδέα του όμως είναι αρκετά λογική: το σχέδιο που θα μάθουμε σε 10 μέρες πρέπει να είναι ριζικό και ρεαλιστικό και να δίνει στην τράπεζα το περιθώριο να αντιμετωπίσει και πιθανούς νέους κινδύνους.
Κάποια στοιχεία από αυτά που περιλαμβάνονται στο υποθετικό σχέδιο που αναπτύξαμε παραπάνω φαίνεται πως είναι ήδη στα σκαριά. Σύμφωνα με πληροφορίες του διεθνούς τύπου, η τράπεζα μάλλον ψάχνει για αγοραστές για κάποια περιουσιακά της στοιχεία, όπως ένα μεγάλο ξενοδοχείο για το οποίο ελπίζει πως θα της αποφέρει σχεδόν 400 εκατομμύρια δολάρια και ένα από τα τμήματα της επενδυτικής της τράπεζας, αυτό της οργάνωσης τιτλοποίησης δανείων.
Για το τελευταίο τμήμα, που ονομάζεται SPG (Securitized products group) και στην ουσία οργανώνει την πώληση δανείων μέσα από την ένταξή τους σε τίτλους ομολόγων, φαίνεται πως έχει εκδηλωθεί έντονο ενδιαφέρον από μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Pimco, η Sixth Street και η Centerbridge Partners.
Για το τμήμα αυτό ακούγεται πως το τίμημα θα μπορούσε να φθάσει και στα 2,5 δις δολάρια. Μία άλλη πληροφορία που έχει κυκλοφορήσει στον διεθνή τύπο αναφέρει πως ό,τι παραμείνει από την επενδυτική τράπεζα θα γίνει μία ανεξάρτητη επιχείρηση με νέο όνομα, αυτό της παλιάς αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας First Boston, την οποία είχε αγοράσει και τελικά απορροφήσει η Credit Suisse από την δεκαετία του 1990.
Όπως είπαμε στην αρχή όμως, υπάρχουν και κάποιες σκιές που κρέμονται πάνω από την τράπεζα και μπορεί να δυσκολέψουν το έργο του Λέμαν και του Κέρνερ. Αναφερόμαστε σε τρία βασικά προβλήματα. Το πρώτο είναι πως πολλοί μεγάλοι πελάτες, κυρίως από την Ασία και την Μέση Ανατολή, έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν την τράπεζα θορυβημένοι από την αρνητική δημοσιότητα που υπάρχει. Το κακό είναι πως αυτοί οι πελάτες είναι πολύ μεγάλης οικονομικής επιφάνεια,ς από αυτούς που καμία τράπεζα δεν θέλει να χάνει.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η επιταχυνόμενη αποχώρηση άξιων στελεχών που ανησυχούν για το τι θα γίνει και προτιμούν να δεχθούν τις γενναιόδωρες προσφορές ανταγωνιστικών τραπεζών. Το πιο πρόσφατο τέτοιο κρούσμα το είχαμε χθες, όταν το Bloomberg μετέδωσε πως επίκειται η αποχώρηση του επικεφαλής της επενδυτικής τράπεζας Κρίστιαν Μάισνερ, ο οποίος είχε αναλάβει αυτή την θέση την άνοιξη του 2021 αμέσως μετά την αποκάλυψη των μεγάλων ζημιών της τράπεζας από την υπόθεση Archegos. Τα δύο παραπάνω προβλήματα κάνουν επιτακτική την άμεση ανακοίνωση ενός ξεκάθαρου και πειστικού σχεδίου το οποίο θα καθησυχάσει πελάτες και στελέχη πριν η έξοδος τους πάρει μαζικό χαρακτήρα.
Το τρίτο πρόβλημα όμως είναι λίγο διαφορετικό και έχει να κάνει με τις εκκρεμότητες που έχει η τράπεζα από διαμάχες της με πελάτες και παλαιούς συνεργάτες αλλά και τις εποπτικές αρχές σε διάφορες χώρες. Ουδείς φαίνεται να μπορεί να είναι σίγουρος για το πραγματικό κόστος αυτών των υποθέσεων για την τράπεζα.
Μπορεί η χθεσινή ανακοίνωση για τον τελικό συμβιβασμό της Credit Suisse με τις αμερικανικές αρχές σχετικά με κατηγορίες εναντίον της από την εποχή της κρίσης του 2008 να θεωρήθηκε επιτυχημένη αφού τα 495 εκατομμύρια δολάρια είναι πολύ λιγότερα από τα 3 δισεκατομμύρια που ζητούσαν αρχικά οι αμερικανικές αρχές, αλλά για κάποιες άλλες υποθέσεις που εκκρεμούν τα πράγματα είναι ακόμα αβέβαια. Με βάση στοιχεία της 30ης Ιουνίου, η τράπεζα εκτιμά πως από διάφορες εκκρεμείς υποθέσεις θα μπορούσαν να προκύψουν υποχρεώσεις μέχρι και 1,6 δις δολαρίων.
Ο αριθμός αυτός όμως δεν πείθει εύκολα τους επενδυτές και τους αναλυτές, καθώς στο παρελθόν η τράπεζα έχει πέσει πολύ έξω σε παρόμοιες εκτιμήσεις. Από ρεπορτάζ του Reuters μαθαίνουμε πως οι αναλυτές της καναδικής τράπεζας RBC υπολογίζουν πως το ποσό αυτό θα ανέβει τουλάχιστον μέχρι τα 2,5 δισεκατομμύρια πριν το τέλος του 2025. Πως μπορεί να γίνει αυτό; Η αλήθεια είναι πως δεν είναι και πολύ δύσκολο. Ακόμα δεν ξέρουμε πόσο υψηλά θα είναι τα πρόστιμα που θα της επιβάλλουν οι αρχές διαφόρων χωρών για την υπόθεση των τεράστιων ζημιών από την κατάρρευση της Archegos την άνοιξη του 2021.
Ούτε είμαστε σίγουροι για το αν οι ασφαλιστικές εταιρείες θα αποζημιώσουν την τράπεζα για τις απώλειές των πελατών της από την υπόθεση Greensill Bank, καθώς η δίκη είναι σε εξέλιξη και οι ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνται πως έχουν υποχρέωση αποζημίωσης. Σημαντικό ζήτημα είναι και η διαμάχη της τράπεζας με τον Γεωργιανό δισεκατομμυριούχο πρώην πρωθυπουργό Bidzina Ivanishvili, ο οποίος έχει προσφύγει στα δικαστήρια της Σιγκαπούρης εναντίον της κατηγορώντας την πως τον ζημίωσε και ζητά αποζημίωση 800 εκατομμυρίων δολαρίων.
Από τις πληροφορίες των διεθνών πρακτορείων μαθαίνουμε πως μέχρι στιγμής η δίκη δεν πηγαίνει και πολύ καλά για την Credit Suisse. Δύσκολα είναι τα πράγματα και στην προσπάθεια της τράπεζας να αναγκάσει την ιαπωνική Softbank να της καταβάλει 440 εκατομμύρια δολάρια για τον ρόλο της στην υπόθεση Greensill. Η ύπαρξη όλων αυτών των εκκρεμοτήτων μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην περίπτωση που τελικά προκριθεί η λύση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου γιατί οι υποψήφιοι επενδυτές μάλλον δεν θα ενθουσιαστούν από τη σχετική αβεβαιότητα.
Λίγες λοιπόν οι μέρες που μένουν μέχρι την ανακοίνωση των σχεδίων της τράπεζας και η αλήθεια είναι πως κανείς – εκτός από όσους έχουν πουλήσει την μετοχή της – δεν θέλει να δει την προσπάθεια να αποτυγχάνει. Το τελευταίο που χρειάζονται οι διεθνείς αγορές είναι μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε μία σημαντική τράπεζα.
Το ιδανικό σενάριο είναι ο συνδυασμός ενός πειστικού σχεδίου με μία αναλαμπή στις αγορές που θα δώσει την δυνατότητα στην τράπεζα να οργανώσει μία πετυχημένη αύξηση κεφαλαίου. Αυτό δεν σημαίνει πως στην περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν δεν υπάρχουν λύσεις και η τράπεζα θα αφεθεί στην τύχη της. Η Ελβετική κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα της χώρας σίγουρα έχουν έτοιμα τα σχέδια εκτάκτου ανάγκης, τα οποία όμως προτιμούμε να μην μάθουμε ποτέ.