Πολύς λόγος έχει γίνει τους τελευταίους μήνες για την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Είναι πραγματικά κάτι τόσο σημαντικό και γιατί οι οίκοι αξιολόγησης διστάζουν να μας τη δώσουν;
Οι αντιδράσεις των ξένων ενημερωτικών μέσων και των επενδυτικών οίκων μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου, αποδεικνύουν γιατί είναι τόσο σημαντική η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στην κορυφαία κατηγορία αξιολογήσεων. Με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, οι ελληνικοί τίτλοι μπαίνουν στα ραντάρ της διεθνούς επενδυτικής σκηνής και βγάζουν από πάνω τους την ταμπέλα «προβληματικά assets».
Στον απόηχο των εκλογών και με φόντο μία νέα θητεία του κυβερνόντος κόμματος και μια ισχυρή κυβέρνηση, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων ισοφάρισαν το χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από το περασμένο καλοκαίρι, όταν η ΕΚΤ άνοιξε τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων. Η απόδοση του 10ετούς έφτασε στις συναλλαγές της Τρίτης έως το 3,78% που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από τις 22 Αυγούστου 2022, ένα μήνα δηλαδή μετά την πρώτη αύξηση επιτοκίων.
Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας ξεπέρασε το 5% τον Οκτώβριο και στη συνέχεια διατηρήθηκε σε ένα εύρος μεταξύ 4% και 4,5% μέχρι την επομένη των εκλογών που υποχώρησε στα τρέχοντα επίπεδα. Για λίγες ώρες, η απόδοση του 10ετούς είχε μειωθεί στο 3,7% στις 12 Δεκεμβρίου. Σήμερα οι αναλυτές συμφωνούν ότι οι αγορές αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ομόλογα σαν να έχουν εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα. Η ανάκτησή της είναι θέμα χρόνου και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν θα επαναληφθεί το αποτέλεσμα της κάλπης και από το κατά πόσο η χώρα θα έχει σταθερή κυβέρνηση το βράδυ της 25ης Ιουνίου.
Οι οίκοι αξιολόγησης περιμένουν την επόμενη κυβέρνηση όμως υπάρχει και το παράθυρο ευκαιρίας της 9ης Ιουνίου, όταν η Fitch έχει προγραμματίσει να αξιολογήσει την ελληνική οικονομία. Ο οίκος βαθμολογεί την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, όμως δίνει «σταθερό» και όχι «θετικό» outlook, που σημαίνει ότι δύσκολα θα προχωρήσει σε αναβάθμιση, πόσω μάλλον όταν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και τίποτα δεν είναι βέβαιο για το αποτέλεσμα της κάλπης.
Επειδή όμως οι αγορές λειτουργούν ως προεξοφλητικός μηχανισμός, έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν τις θετικές επιπτώσεις της αναβάθμισης, ωθούμενες από τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων στις εκλογές και την προοπτική πολιτικής συνέχειας. Αν η αναβάθμιση δεν έρθει στις 9 Ιουνίου – που είναι και το πιθανότερο – τότε θα γίνει σύντομα με τη νέα κυβέρνηση. Όπως έχει αναφέρει το Liberal από τις αρχές του έτους, το επικρατέστερο σενάριο θέλει τον γερμανικό οίκο αξιολόγησης Scope να είναι αυτός που θα μας δώσει πρώτος το εισιτήριο για τα επενδυτικά σαλόνια. Μόνο που η Scope δεν λαμβάνεται υπόψη από την ΕΚΤ, άρα το ελληνικό δημόσιο δεν θα έχει ευνοϊκή μεταχείριση στο κούρεμα που κάνει η κεντρική τράπεζα στα ομόλογα που δίνονται ως ενέχυρα.
Θα χρειαστεί μία αναβάθμιση από τις Standard & Poor’ s, Moody’ s, Fitch και DBRS. Όσο για τους διεθνείς επενδυτές, πολλοί εξ αυτών θέλουν να έχει το ελληνικό αξιόχρεο την επενδυτική βαθμίδα από δύο οίκους. Επομένως, θα πρέπει να περιμένουμε έως τις 8 Σεπτεμβρίου, όταν η DBRS μπορεί να μας αναβαθμίσει αν και δίνει σταθερό outlook. Αν ούτε η DBRS τολμήσει την αναβάθμιση, τότε αυτή θα έρθει εκτός συγκλονιστικού απροόπτου από την S&P τον Οκτώβριο, γιατί ο μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης του κόσμου αναβάθμισε πρόσφατα το outlook σε θετικό, συνεπώς μας έχει βάλει στον προθάλαμο της αναβάθμισης.
Στο σενάριο που η χώρα διαθέτει σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση μετά τις 25 Ιουνίου και στις προγραμματικές δηλώσεις φανεί ότι θα υπάρξει πολιτική συνέχεια, τότε η αναβάθμιση θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη τουλάχιστον από την Scope και την S&P και τον Δεκέμβριο από την Fitch. Έτσι η Ελλάδα θα έχει την επενδυτική βαθμίδα από 3 οίκους και το βασικότερο από δύο εκ των τεσσάρων μεγάλων που συνεπάγεται ότι τα ελληνικά assets θα αρχίσουν να συμπεριλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια μακροπρόθεσμων επενδυτών, ιδιαίτερα μετά τις εντυπωσιακές επιδόσεις του ΧΑ φέτος.