Τα αποτελέσματα χρήσης 2024 που ανακοίνωσαν οι πρώτες 20 εταιρείες του ΧΑΑ μέχρι χθες έστειλαν ανάμεικτα μηνύματα στην αγορά. Αν και τα συνολικά κέρδη μετά φόρων των 20 εταιρειών έφτασαν το ύψος ρεκόρ των €8 δισ, η αύξηση σε σχέση με το 2023 ήταν μόλις 6% (4,4% σε προσαρμοσμένη και συγκρίσιμη βάση).
Ακόμη πιο σημαντικό, οι κεφαλαιοποιήσεις των 20 αυτών εταιρειών, όπως αποτυπώνονται από τον λόγο τιμής προς κέρδη (Ρ/Ε), είναι σημαντικά κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται οι 20 εταιρείες του ΧΑΑ που έχουν ανακοινώσει αποτελέσματα 2024 και ο λόγος Ρ/Ε για καθεμιά από αυτές.
Ο μέσος όρος Ρ/Ε των ελληνικών τραπεζών είναι 6 όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 9.
Στον κλάδο των ακινήτων, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη: οι 2 ελληνικές εταιρείες έχουν Ρ/Ε 5 με τις ευρωπαϊκές εταιρείες να έχουν μέσον όρο Ρ/Ε το 17.
Στην ενέργεια, ο μέσος όρος των ελληνικών εταιρειών είναι 24 και των συγκρίσιμων ευρωπαϊκών 34.
Στις Εμπορικές/Βιομηχανικές (όπως τις κατέγραψε τη Δευτέρα το liberal.gr), τη χαμηλότερη επίδοση έχει η INTEAL, που υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Retail/Cyclical) κατά 18 ολόκληρες μονάδες, και την καλύτερη επίδοση έχει η Coca Cola HBC, που υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Beverages/Non-Alcoholic) μόνο κατά 1 μονάδα.
Ο μέσος όρος Ρ/Ε των 20 εταιρειών είναι 9, ενώ ο μέσος όρος Ρ/Ε των εισηγμένων εταιρειών στην Ευρώπη σήμερα είναι 17.
Η συνεχιζόμενη αδυναμία των ελληνικών εισηγμένων να συγκλίνουν, όσον αφορά στις κεφαλαιοποιήσεις τους, με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών συγκρίσιμων εταιρειών δεν προκαλεί έκπληξη[1]. Σε μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά που δημιουργήθηκε για να δώσει στις ευρωπαϊκές εταιρείες παρόμοιες ευκαιρίες ανάπτυξης με αυτές που έχουν οι αμερικανικές στη δική τους γιγαντιαία αγορά, οι ελληνικές εισηγμένες εξακολουθούν να είναι κατά μεγάλο ποσοστό αποκλειστικά προσανατολισμένες στην ελληνική αγορά.
Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα παραδείγματα εταιρειών που πραγματοποιούν την πλειοψηφία ή μεγάλο μέρος των πωλήσεών τους εκτός Ελλάδος. Η περίπτωση της Coca Cola αποδεικνύει του λόγου το αληθές: η μόνη από τις 20 εταιρείες της οποίας η μετοχή διαπραγματεύεται σε αποτίμηση συγκρινόμενη με τις ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου είναι η πιο εξωστρεφής ελληνική εταιρεία και η μόνη που πραγματοποιεί τη συντριπτική πλειοψηφία των πωλήσεών της εκτός Ελλάδος.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αγορά είναι έτοιμη να πληρώσει σημαντικό premium σε ελληνικές εταιρείες που δεν είναι αποκλειστικά εκτεθειμένες σε ελληνικό ρίσκο.
Επιπλέον, σε αρκετές εταιρείες στο ταμπλό του ΧΑ υπάρχει ένας δυσανάλογος αριθμός που εξαρτούν τις εργασίες τους και την κερδοφορία τους από τις σχέσεις τους με το ελληνικό δημόσιο: προμηθευτές, πάροχοι, παίκτες σε ρυθμιζόμενες αγορές. Τα «έξυπνα λεφτά» αποφεύγουν έκθεση σε τέτοια επιχειρηματικά πλάνα γιατί κατανοούν ότι η κύρια δεξιότητα της διοίκησης μιας τέτοιας εταιρείας δεν είναι η ανάπτυξη μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον αλλά η συνεργασία με το δημόσιο.
Εν κατακλείδι, η αύξηση της κερδοφορίας των 20 εισηγμένων είναι, αναμφίβολα, καλοδεχούμενο σημάδι υγείας, ειδικά αφού ξεπέρασε τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2024. Όμως, οι εγγενείς αδυναμίες του επιχειρηματικού μοντέλου με το οποίο εξακολουθεί να πορεύεται η ελληνική οικονομία καθιστά αναπόφευκτη τη συνεχιζόμενη σημαντική απόσταση των ελληνικών κεφαλαιοποιήσεων από τις ευρωπαϊκές. Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι η απόσταση αυτή είναι σήμα για αγορά ελληνικών μετοχών (BUY). Δυστυχώς, δεν είναι. Είναι η γνώμη της αγοράς για τη συνεχιζόμενη εσωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων και τη διοχέτευση των ελληνικών επενδυτικών κεφαλαίων σε, συγκριτικά, ασήμαντες δραστηριότητες.
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι διδάκτορας χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, έχει διατελέσει στέλεχος σε τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες στις ΗΠΑ και την Ελλάδα και είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.
[1] Για μια συζήτηση της αδυναμίας του ΧΑ να προσελκύσει σημαντικά κεφάλαια από το εξωτερικό, εδώ.