Τελικά κάθε χρόνο φαίνεται πως οι διεθνείς υδάτινες μεταφορές θα ταράζονται από κάποιο απρόσμενο (ή όχι και τόσο απρόσμενο) γεγονός. Το 2021 είχαμε την προσάραξη του containership Ever Given που έριξε νοκ άουτ τη διώρυγα του Σουέζ για αρκετές ημέρες και έφερε μεγάλη αναστάτωση σε πολλούς τομείς του διεθνούς εμπορίου. Ευτυχώς οι ειδικές ομάδες που ασχολήθηκαν με το ζήτημα κατάφεραν να ξαναρίξουν σύντομα το πλοίο στο κανάλι.
Πέρυσι είχαμε σοβαρά ζητήματα στα ευρωπαϊκά ποτάμια και κυρίως στον Ρήνο, καθώς η στάθμη του έπεσε στα χαμηλότερα καταγεγραμμένα επίπεδα των τελευταίων πολλών ετών, δημιουργώντας κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις ποτάμιες μεταφορές της Ευρώπης. Η δυσκολία διέλευσης μεγάλων φορτίων προκάλεσε καθυστερήσεις στα ταξίδια των ποταμόπλοιων μεταφοράς αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων όπως και στις ειδικές φορτηγίδες μεταφοράς θερμικού άνθρακα που προσπαθούσαν να τροφοδοτήσουν τα γερμανικά εργοστάσια που είχαν «μείνει από καύσιμα» - και κυριολεκτικά και μεταφορικά – σαν συνέπεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Ευτυχώς και εκεί τα πράγματα ηρέμησαν τελικά και μας έμειναν κάποιες ανατιμήσεις αγαθών. Φέτος έχουμε και πάλι σημαντικά προβλήματα και στις ποτάμιες και στις θαλάσσιες μεταφορές. Ο Μισισιπής και οι παραπόταμοί του έχουν αρκετά χαμηλή στάθμη λόγω μειωμένων βροχοπτώσεων και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μεγάλες δυσκολίες στις μεταφορές των αγροτικών προϊόντων από τις μεσοδυτικές πολιτείες προς τα εξαγωγικά λιμάνια του Κόλπου του Μεξικού. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στον Αμαζόνιο και έχει ως αποτέλεσμα την υπερφόρτωση των νοτίων λιμένων της Βραζιλίας στους οποίους κατευθύνονται οδικώς και σιδηροδρομικώς τα αγροτικά προϊόντα.
Αυτό όμως με το οποίο θα ασχοληθούμε περισσότερο σήμερα είναι η διώρυγα του Παναμά, η ομαλή λειτουργία της οποίας απειλείται ήδη από την έλλειψη βροχοπτώσεων στην περιοχή της. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, καθώς ο Παναμάς βρίσκεται σε περιοχή που φημίζεται για τις συνεχείς και πυκνές βροχοπτώσεις, οι φετινές βροχές είναι τόσο λίγες που μία λίμνη η οποία τροφοδοτεί στην ουσία τη διώρυγα με τις υδάτινες ποσότητες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του πολύπλοκου συστήματος καναλιών διαφορετικού υψομέτρου, δεν έχει πλέον αρκετό νερό.
Η στάθμη της λίμνης Γατούν βρίσκεται στο χαμηλότερο καταγεγραμμένο επίπεδο για αυτή την εποχή του χρόνου από τότε που ξεκίνησαν οι σχετικές μετρήσεις. Το επίπεδο των βροχοπτώσεων για τον Οκτώβριο που μας πέρασε ήταν το χαμηλότερο από το 1950 που άρχισε η καταγραφή τέτοιων δεδομένων.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του Bloomberg, αυτό σημαίνει πως η διώρυγα που ενώνει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό δεν μπορεί να δεχθεί όσα πλοία περνούν συνήθως από αυτήν. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμάται πως μέχρι τον Φεβρουάριο θα μειωθεί κατά σχεδόν 50% σε σχέση με πέρυσι ο αριθμός των πλοίων που θα μπορούν να διέρχονται καθημερινά από τη διώρυγα, από 36 σε 18. Ήδη έχουν αρχίσει οι καθυστερήσεις καθώς η ταχύτητα διέλευσης έχει μειωθεί σημαντικά, όπως και τα πλοία που μπορούν να εισέρχονται ταυτόχρονα στη διώρυγα. Φυσική συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η αύξηση του χρόνου μεταφοράς των φορτίων προς τους προορισμούς τους.
Όπως αναφέρει το διεθνές πρακτορείο, ήδη αρκετά πλοία επιλέγουν άλλες διαδρομές, όπως π.χ. τον περίπλου της Νότιας Αμερικής ή την πορεία προς την Ευρώπη και τη διώρυγα του Σουέζ, ανάλογα με την αφετηρία των ταξιδιών τους. Αυτό έχει ως συνέπεια την επιμήκυνση του χρόνου ταξιδιού από 10 έως και 15 ημέρες και φυσικά τη σημαντική αύξηση του κόστους για τους ιδιοκτήτες των φορτίων και κάποια ανέλπιστα έσοδα για τα πλοία που μεταφέρουν τα φορτία.
Δια μέσου της διώρυγας περνά περίπου το 3% του παγκόσμιου εμπορίου. Αυτό δεν ακούγεται πολύ σημαντικό αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι, καθώς για πολλά προϊόντα αρκεί μία μικρή διαταραχή στη διαδικασία ομαλής μεταφοράς τους για να προκληθούν αξιοσημείωτες μεταβολές στην τιμή τους. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σε κάποιες περιπτώσεις το ποσοστό είναι μεγαλύτερο από 3%.
Μιλώντας για τη διώρυγα του Παναμά, αυτό συμβαίνει για αρκετά ενεργειακά προϊόντα, κυρίως αργό πετρέλαιο και παράγωγά του. Το κανάλι είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τη μεταφορά δύο παραγώγων πετρελαίου που δεν πολύ φανταζόμαστε. Του προπανίου (κυρίως) και του προπυλενίου. Το υγροποιημένο προπάνιο ξεκινά από τα αμερικανικά διυλιστήρια και κατευθύνεται κυρίως προς την Ασία όπου χρησιμοποιείται από πολλές βιομηχανίες της περιοχής.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η ζήτηση για αμερικανικό προπάνιο ανεβαίνει συνεχώς και αναμένεται φέτος τον χειμώνα να είναι 12% παραπάνω από την περσινή. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εξαγωγών περνά από τη διώρυγα, όπως είναι άλλωστε φυσικό για μία θαλάσσια διαδρομή από τον κόλπο του Μεξικού προς την Άπω Ανατολή. Οποιαδήποτε καθυστέρηση είναι εξαιρετικά επιζήμια, κάτι που εξηγεί το γεγονός πως ένα πλοίο μεταφοράς υγροποιημένου προπανίου πλήρωσε σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια δολάρια για να πάρει τη σειρά άλλων πλοίων και να μπει πιο γρήγορα στη διώρυγα.
Σύμφωνα πάντα με το Bloomberg, οι τιμές του προπανίου στην Ασία έχουν ήδη ανεβεί σημαντικά και βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο από τον περασμένο Ιανουάριο, παρά το γεγονός πως η ζήτηση από την κινεζική πετροχημική βιομηχανία δεν είναι και τόσο ζωηρή.
Αν τα πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με τα προγνωστικά και οι διελεύσεις των πλοίων μειωθούν τόσο σημαντικά μέχρι τον Φεβρουάριο, δεν πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα να παρατηρηθεί σημαντική αύξηση του κόστους μεταφοράς και για άλλα προϊόντα που μεταφέρονται μέσα από τη διώρυγα.
Εκτός από το πετρέλαιο και τα υποπροϊόντα του, από τη διώρυγα περνούν και πολλά containerships καθώς και πλοία μεταφοράς αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων. Όπως είπαμε παραπάνω, κύριοι ωφελημένοι από την αύξηση του κόστους μεταφοράς θα είναι οι πλοιοκτήτες και οι επιχειρήσεις τους.
Στην περίπτωση των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, ορισμένα παραπάνω έσοδα θα είναι σαφώς ευπρόσδεκτα, καθώς οι ναύλοι έχουν πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα από τη στιγμή που εξομαλύνθηκε η κατάσταση που είχε προκληθεί από την πανδημία. Χαμένοι σίγουρα θα είναι οι αποστολείς και οι παραλήπτες των κάθε είδους φορτίων και, αν τα πράγματα χειροτερέψουν πολύ, οι επιβαρύνσεις θα μπορούσαν να φτάσουν στους καταναλωτές. Μεγαλύτερος χαμένος όμως θα είναι η εταιρεία διαχείρισης της διώρυγας, καθώς θα μειωθούν σημαντικά τα έσοδά της.
Τα έσοδα της επιχείρησης, και κατ’ επέκταση του κρατικού προϋπολογισμού του Παναμά στον οποίον ανήκει η διώρυγα, ήταν πέρυσι κοντά στα 4,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό εξαιρετικά σημαντικό και για την εταιρεία και για τη χώρα. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τη ζημιά στην περίπτωση που η κίνηση των πλοίων μειωθεί κατά 50% τους επόμενους μήνες.
Αν κάνουμε τη μάλλον λογική υπόθεση πως οι χαμηλές βροχοπτώσεις που προκαλούν τα προβλήματα στη διώρυγα συνδέονται με κάποιον τρόπο με αυτό που ονομάζουμε κλιματική αλλαγή, βλέπουμε για μία ακόμα φορά πως αυτοί που την πληρώνουν περισσότερο είναι οι φτωχές χώρες και οι κάτοικοί τους.