Οι μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα διαχρονικά αναδεικνύουν την ένταση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και των συλλογικών αγαθών.
Το δίλημμα αυτό επηρεάζεται από το πώς αντιλαμβανόμαστε το δημόσιο συμφέρον, που δεν πρέπει να περιορίζεται σε στενά οικονομικούς όρους, αλλά να ενσωματώνει κοινωνικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές αξίες. Η αρχή ότι «η σωτηρία του λαού είναι ο υπέρτατος νόμος» υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πολυδιάστατη προσέγγιση, που θα εξυπηρετεί την ευημερία ολόκληρης της κοινωνίας και όχι μόνο συγκεκριμένων συμφερόντων.
Το ελληνικό Σύνταγμα αναγνωρίζει αυτήν την ανάγκη και προσπαθεί να εξισορροπήσει τις διαφορετικές προτεραιότητες. Το Άρθρο 24 αναφέρεται στην υποχρέωση του κράτους να προστατεύει το φυσικό περιβάλλον και τονίζει την αρχή της βιωσιμότητας. Παράλληλα, το Άρθρο 106 θέτει ως στόχο την αξιοποίηση των εθνικών πόρων για την οικονομική ανάπτυξη, επιδιώκοντας να συνδυάσει την πρόοδο με τη συλλογική ευημερία. Αυτή η συνταγματική ισορροπία αντικατοπτρίζεται και στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο διαμορφώνει μια δυναμική ερμηνεία του δημοσίου συμφέροντος, βασισμένη στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Η βιώσιμη ανάπτυξη, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει το ΣτΕ, συνίσταται στην ταυτόχρονη επίτευξη οικονομικής προόδου, κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής προστασίας, χωρίς την κυριαρχία μιας διάστασης εις βάρος των άλλων.
Παρά τα παραπάνω, η πραγματικότητα συχνά δεν ευθυγραμμίζεται με το συνταγματικό πλαίσιο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι περιβαλλοντικές μελέτες που συνοδεύουν μεγάλες επενδύσεις αποδεικνύονται πρόχειρες, ελλιπείς ή μεροληπτικές, με αποτέλεσμα να μην αξιολογούνται επαρκώς οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και την κοινωνία. Η έλλειψη διαφανούς και ουσιαστικής διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες επιδεινώνει την κατάσταση, δημιουργώντας αίσθηση αποκλεισμού και υποβάθμισης των δικαιωμάτων των πολιτών. Επιπλέον, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων συχνά χαρακτηρίζονται από αδιαφάνεια, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και τους θεσμούς. Η αδυναμία αυτή οδηγεί στη συσσώρευση κοινωνικών εντάσεων, ενισχύοντας την αίσθηση αδικίας και παραμέλησης.
Για να μπορέσουν οι επενδύσεις να λειτουργήσουν ως μοχλός συνολικής προόδου, απαιτούνται σοβαρές θεσμικές παρεμβάσεις. Είναι αναγκαία η ενίσχυση της διαφάνειας σε κάθε στάδιο των επενδυτικών διαδικασιών, από την αρχική μελέτη έως την τελική υλοποίηση. Παράλληλα, η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών δεν πρέπει να είναι τυπική, αλλά ουσιαστική, με την ενσωμάτωση των απόψεών τους στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των επενδύσεων. Η πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει ότι οι περιβαλλοντικές μελέτες εκπονούνται με αντικειμενικότητα και επιστημονική ακρίβεια, ενώ πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί που θα ελέγχουν την τήρηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών δεσμεύσεων καθ’ όλη τη διάρκεια μιας επένδυσης.
Η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να θεωρείται αυτοσκοπός. Οφείλει να υπηρετεί μια ευρύτερη στρατηγική που συνδυάζει την κοινωνική ευημερία, την περιβαλλοντική ισορροπία και τη διατήρηση των συλλογικών αγαθών. Όταν οι επενδυτικές δραστηριότητες σχεδιάζονται και υλοποιούνται βάσει των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης, μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία κοινωνικής συνοχής και ευημερίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι εμπόδιο, αλλά βασικός πυλώνας για τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Η εξισορρόπηση ανάμεσα στις διαφορετικές αυτές διαστάσεις αποτελεί πρόκληση, αλλά και ευκαιρία για την Ελλάδα να επαναπροσδιορίσει τον αναπτυξιακό της προσανατολισμό. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να διαμορφωθεί ένα πρότυπο οικονομικής προόδου που όχι μόνο θα σέβεται το περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά, αλλά θα προάγει τη συλλογική ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και τους θεσμούς, καθιστώντας τις επενδύσεις πραγματικά βιώσιμες και επωφελείς για τις επόμενες γενιές.
*Ο Ευστάθιος Β. Αλεξανδρής είναι δικηγόρος