Οι περισσότεροι από μας υποθέτουμε πως είναι πολύ δύσκολο για κάποιον ιδιώτη επενδυτή να αποκτήσει μετοχές εταιρειών που δεν έχουν μπει ακόμα σε κάποιο χρηματιστήριο. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι αλήθεια πως για τον μέσο ή μικρό επενδυτή αυτό είναι μάλλον ακριβές, δεν ισχύει όμως το ίδιο για όσους επενδυτές μπορούν να χαρακτηριστούν «ειδικοί επενδυτές» ή «πιστοποιημένοι επενδυτές». Σε αυτήν την κατηγορία επενδυτών, στην οποία περιλαμβάνονται οι περισσότεροι θεσμικοί επενδυτές, μπορούν να ανήκουν και ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις σχετικά με την περιουσία τους, το εισόδημά τους και τις χρηματιστηριακές τους γνώσεις.
Με την πάροδο του χρόνου οι ακριβείς προϋποθέσεις, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γίνονται σταδιακά πιο ελαστικές. Το 1982 περίπου 1,5 εκατομμύρια ιδιώτες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «πιστοποιημένοι επενδυτές», ενώ τώρα ο αριθμός αυτός έχει τουλάχιστον δεκαπλασιαστεί, και αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, καθώς η προηγούμενη ηγεσία της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) προσπάθησε να δώσει λίγο μεγαλύτερη έμφαση στις γνώσεις και την πείρα κάποιου επενδυτή, πέρα από την οικονομική του επιφάνεια.
Οι ιδιώτες «πιστοποιημένοι επενδυτές», που όπως είπαμε δεν αποκλείεται στις ΗΠΑ να πλησιάζουν ή να ξεπερνούν πλέον τα είκοσι εκατομμύρια, είναι οι δυνητικοί πελάτες, μαζί με τους θεσμικούς ομολόγους τους, του Nasdaq Private Markets και των ανταγωνιστών του. Από το 2014, που ξεκίνησε την λειτουργία του, έχει δώσει την δυνατότητα σε αρκετούς ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές να αγοράσουν και να πουλήσουν μετοχές εταιρειών που βρίσκονται εκτός χρηματιστηρίων, δίνοντάς περισσότερες επενδυτικές επιλογές στους αγοραστές και την δυνατότητα καλύτερης διαχείρισης της περιουσίας τους στους πωλητές.
Πολύ χαρακτηριστικό, και εξαιρετικά πρόσφατο, παράδειγμα εταιρείας της οποίας οι μετοχές άλλαζαν χέρια στην πλατφόρμα Nasdaq Private Markets πριν την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο, είναι αυτό της Coinbase (COIN NASDAQ), η οποία λειτουργεί το ομώνυμο χρηματιστήριο κρυπτονομισμάτων. Και υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, σε αυτήν και σε άλλες παρόμοιες πλατφόρμες όπως π.χ. το InvestX.
Η ανακοίνωση της συνεργασίας του χρηματιστηρίου Nasdaq με την Citi, την Morgan Stanley, την Goldman Sachs και το SVB Financial Group έγινε την προηγούμενη Τρίτη, 20 Ιουλίου. Στην ανακοίνωσή τους κάνουν λόγο για την δημιουργία ενός κεντρικού τόπου διαπραγμάτευσης μετοχών εταιρειών μη εισηγμένων σε κάποιο χρηματιστήριο, χωρίς να απαιτείται διαδικασία αντίστοιχη μίας δημόσιας εγγραφής και η έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Αυτός ο τόπος θα έχει σαν στόχο να διευκολύνει όσους έχουν στην κατοχή τους μετοχές τέτοιων εταιρειών, όσους επενδυτές θα ήθελαν να τις αποκτήσουν, τους χρηματιστές/διαμεσολαβητές και ακόμα και τις ίδιες τις εταιρείες.
Οι εταιρείες μπορεί να ωφεληθούν διότι τα στελέχη τους, που πολύ συχνά αμείβονται κυρίως με μετοχές, θα έχουν την δυνατότητα να πουλήσουν κάποιες από αυτές χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν την εισαγωγή του εργοδότη τους σε κάποιο χρηματιστήριο. Από αμιγώς επιχειρηματική σκοπιά, θα δημιουργηθεί μία νέα επιχείρηση, στην οποία το χρηματιστήριο Nasdaq θα εισφέρει ολόκληρο το τμήμα Nasdaq Private Markets μαζί με την υποδομή του, και οι τέσσερις επενδυτές θα αποκτήσουν στρατηγικά μετοχικά μερίδια.
Σύμφωνα με τα σχέδια της επενδυτικής ομάδας, μέσα από την πλατφόρμα Nasdaq Private Markets θα μπορούν να διαπραγματεύονται μετοχές εταιρειών που δεν θα είναι κατ’ ανάγκην κοντά στην είσοδό τους σε χρηματιστήριο. Κάποιες μπορεί να είναι αρκετά μικρές και ίσως και άγνωστες. Αντίθετα, ο ανταγωνιστής τους InvestX, που έχει τις «ρίζες» του στον Καναδά και λειτουργεί και αυτός από το 2014, προτιμά τις εταιρείες που έχουν ήδη μεγαλώσει και βρίσκονται ένα ή δύο χρόνια μακριά από την «κανονική» είσοδό τους σε κάποιο χρηματιστήριο.
Εκτός από την Nasdaq Private Markets και την InvestX, στο παιχνίδι ετοιμάζονται να μπουν η CartaX, η οποία ξεκίνησε φέτος την λειτουργία της, υποστηριζόμενη από μεγάλα ονόματα της Silicon Valley όπως η Andreesen Horowitz, και η Zanbato, η οποία λειτουργεί την πλατφόρμα της από το 2016 και φέτος τον Φεβρουάριο εξασφάλισε την συνεργασία και την μετοχική συμμετοχή της μεγάλης τράπεζας JP Morgan Chase.
Τα μεγάλα ονόματα της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας που σπεύδουν να επενδύσουν σε αυτόν τον νέο χρηματιστηριακό τομέα, προφανώς πιστεύουν πως θα καταφέρουν να διεκδικήσουν μεγάλο κομμάτι της δραστηριότητας των «πιστοποιημένων» ιδιωτών και θεσμικών επενδυτών. Οι οργανωμένοι τόποι διαπραγμάτευσης μετοχών μη εισηγμένων εταιρειών παρέχουν διαφόρων ειδών πλεονεκτήματα.
Όπως προείπαμε, δίνουν την δυνατότητα στους μετόχους μη εισηγμένων επιχειρήσεων να πουλήσουν με ευκολία και ασφάλεια κάποιες μετοχές τους και βοηθάει αυτές τις επιχειρήσεις να κρατάνε πιο «χαρούμενα» και λιγότερο ανασφαλή τα στελέχη τους, χωρίς να χρειάζεται να μπουν κάτω από το μικροσκόπιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Δίνει την ευκαιρία στους «πιστοποιημένους» επενδυτές να αγοράσουν, χωρίς πολλές διαδικασίες και καθυστερήσεις, μετοχές εταιρειών που μπορεί σε μερικά χρόνια να γίνουν εξαιρετικά πολύτιμες. Δίνει την δυνατότητα για περισσότερες δουλειές, πιθανώς με μεγαλύτερες προμήθειες, στους χρηματιστηριακούς μεσολαβητές.
Θα αναρωτηθεί κανείς αν αυτή η στροφή προς τις πλατφόρμες τύπου Nasdaq Private Markets μπορεί να κάνει ζημιά στα κανονικά χρηματιστήρια, ειδικά αυτή την εποχή που εταιρείες σαν την Robinhood έχουν δώσει την δυνατότητα σε μικρούς – μη «πιστοποιημένους» - επενδυτές να «πάρουν το πάνω χέρι». Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ακόμα δεν ξέρουμε αν η προσπάθειες που περιγράψαμε παραπάνω θα στεφθούν με επιτυχία και θα καταφέρουν να προσελκύσουν σημαντικό μέρος των «πιστοποιημένων» επενδυτών.
Αν το καταφέρουν, ίσως να δούμε μία διχοτόμηση των αγορών. Οι εταιρείες θα καθυστερούν την εισαγωγή τους στα χρηματιστήρια καθώς οι μεγάλοι επενδυτές θα μαζεύουν σχετικά φθηνά τις μετοχές τους μέσω του Nasdaq Private Markets Nasdaq Private Markets και των ανταγωνιστών του. Και οι μικροί θα περιμένουν την εισαγωγή τους, μάλλον σε πιο ψηλές τιμές, για να καταφέρουν να τις αγοράσουν, ή δεν θα καταφέρουν ποτέ να το κάνουν, όπως γίνεται τώρα στην Ελλάδα με τις μεγάλες ομολογιακές εκδόσεις, από τις οποίες αποκλείονται λόγω Mifid II οι περισσότεροι λιανικοί επενδυτές.
Το αν θα γίνει αυτό είναι περισσότερο θέμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της SEC δηλαδή. Η «φιλοσοφία» του Gary Gensler, προέδρου της SEC, μας κάνει να πιστέψουμε πως μία παρέμβασή του δεν είναι καθόλου απίθανη προκειμένου να μειώσει τον αριθμό των συμμετεχόντων στην νέα, ιδιωτικού τύπου, χρηματιστηριακή αγορά, ή να βάλει αυτή την αγορά κάτω από την εποπτεία της SEC, μειώνοντας την ελκυστικότητά της. Μέσα στους επόμενους μήνες είναι πολύ πιθανόν να μάθουμε τις προθέσεις του.