Έχει μειωθεί ο αριθμός των απαισιόδοξων strategists στους επενδυτικούς οίκους της Wall Street καθώς δυσκολεύονται να πείσουν τους πελάτες ότι η επιβράδυνση της οικονομίας και η υπερβολή με την Τεχνητή Νοημοσύνη καθιστούν τη χρηματιστηριακή αγορά ευάλωτη σε μία σοβαρή διόρθωση.
Τον Ιούνιο επενδυτικές τράπεζες όπως η Goldman Sachs, η Citigroup και η UBS αναθεώρησαν υψηλότερα τους στόχους για τον δείκτη αναφοράς S&P 500 που σημείωσε απανωτά ιστορικά υψηλά κατά τη διάρκεια της κούρσας του 15% μέχρι στιγμής φέτος με οδηγό ένα μικρό αριθμό μετοχών.
Αντιμέτωποι με ένα αυξανόμενο αριθμό επενδυτών που πιστεύουν ότι το ράλι θα συνεχιστεί, οι λίγοι strategist που έχουν παραμείνει στο στρατόπεδο των «αρκούδων» βλέπουν ότι η αντιθετική τους άποψη γίνεται όλο και λιγότερο αποδεκτή.
Το ράλι της χρηματιστηριακής αγοράς έχει δυσκολέψει το αφήγημά τους και διαπιστώνουν ότι υπάρχουν επενδυτές έτοιμοι να αγοράσουν μετοχές όσο ακριβές και αν έχουν γίνει οι αποτιμήσεις.
Στον επενδυτικό οίκο Stifel, o επικεφαλής strategist εκτιμά ότι οι επενδυτές έχουν εισέλθει σε ψυχολογία «φούσκας». Προβλέπει οτι το μίγμα ασθενέστερης ανάπτυξης και επίμονου πληθωρισμού θα ρίξει τον δείκτη S&P 500 13% από τα σημερινά του επίπεδα μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς.
Στην BCA Research, οι οικονομικοί δείκτες που προτιμούν οι αναλυτές δείχνουν ύφεση στους επόμενους εννέα μήνες, αλλά οι πελάτες έχουν διαφορετική άποψη.
Το αφήγημα της απαλής προσγείωσης έχει αγκιστρωθεί τόσο πολύ που οι πελάτες του οίκου θεωρούν τις προβλέψεις πολύ απαισιόδοξες.
Χαρακτηριστικό του ότι πρώην επιφυλακτικοί αναλυτές τελικά αναγκάζονται να ρίξουν λευκή πετσέτα ήταν η κίνηση του οίκου Evercore ISI να αναβαθμίσει τον στόχο για τον S&P 500 για το τέλος του 2024 στις 6.000 μονάδες από 4.750 πριν, που ισοδυναμεί με ανοδικό περιθώριο 10% το επόμενο εξάμηνο από το τρέχον επίπεδο των 5.482 μονάδων.
Το υψηλό επίπεδο των αποτιμήσεων αποτελεί σημείο διαμάχης. Οι «αρκούδες» θεωρούν ότι ο πολλαπλασιαστής κερδών (Ρ/Ε) του S&P 500 που είναι γύρω στο 25 φλασάρει κόκκινο. Πιστεύουν ότι οι μετοχές αλλάζουν χέρια σε τέτοια επίπεδα αποτιμήσεων πριν από επικείμενα selloff.
Στην Evercore, όμως, διαφωνούν. Οι πωλήσεις μετοχών με μόνο κριτήριο το υψηλό επίπεδο αποτιμήσεων αποδείχτηκε λάθος στρατηγική στο χρονοντούλαπο της χρηματιστηριακής ιστορίας.
Υπήρξαν τρεις παρόμοιες περίοδοι ακριβών αποτιμήσεων στο παρελθόν - το 1993-1995, το 1998-2000 και το 2020-2021. Σε κάθε μία η χρηματιστηριακή αγορά έκανε κούρσα μέχρις ότου βρεθεί πολύ κοντά στο γύρισμα της οικονομίας, επισημαίνουν.
Σήμερα η αμερικανική οικονομία επιβραδύνεται, η αγορά εργασίας αρχίζει να εξασθενεί αλλά δεν διακρίνεται κάτι που να βοά ότι επίκειται ύφεση σύντομα.
Στον χώρο των επαγγελματιών, οι «αρκούδες» έχουν μακρύ ιστορικό δυσκολιών να επιμείνουν στην αντιθετική τους άποψη. Παραμένοντας απαισιόδοξοι σε μακρόσυρτα ράλι μπορεί να τους κοστίσει τη δουλειά τους. Από την άλλη, το να γυρίσουν «ταύροι» μπορεί να τους γελοιοποιήσει αν η πτώση που προέβλεπαν συμβεί σύντομα μετά την αλλαγή στάσης.
Οι στόχοι για τον S&P 500 στο τέλος της χρονιάς
Σύμφωνα με την εφημερίδα Financial Times, o Tony Dye που βαπτίστηκε με το παρατσούκλι «Dr. Doom» για την άποψή του ότι οι μετοχές ήταν υπερτιμημένες στη φούσκα των dot.com τη δεκαετία του 1990, απολύθηκε από τον οίκο Phillips & Drew Fund Management το 2000, λίγες μόνο εβδομάδες πριν το σπάσιμο της φούσκας.
Στη JP Morgan o strategist Marko Kolanovic εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο S&P 500 θα πέσει γύρω στο 25% από τα σημερινά του επίπεδα μέχρι το τέλος του 2024.
Η αποθέρμανση της αγοράς εργασίας, η πτώση των πωλήσεων στην αγορά στέγης και η άνοδος των κόκκινων καταναλωτικών δανείων είναι σημάδια ότι η ύφεση είναι στον ορίζοντα. Επιπρόσθετα, η εξάρτηση της αγοράς από τη Nvidia και έναν μικρό αριθμό μετοχών στον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης την καθιστά ευάλωτη.
«Ιστορικά», ανοδικές αγορές που χαρακτηρίζονται από στενό εύρος ήταν ένδειξη κινδύνου», αναφέρει σε έκθεσή της επενδυτικής τράπεζας. «Για να αποφύγουν οι μετοχές μία διόρθωση της τάξης του 20%+, πρέπει να πιστεύει κανείς ότι η τεχνολογία θα γίνει πολύ πιο ουσιώδης οδηγός της ανάπτυξης για την ευρύτερη οικονομία πολύ σύντομα. Δεν πιστεύουμε ότι η επίπτωση της στα κέρδη των επιχειρήσεων θα είναι τόσο βαθειά τόσο γρήγορα» επισημαίνουν οι αναλυτές.